-
Aπό την ποιητική του μοντέρνου στην ποιητική του μεταμοντέρνου: εμπλουτισμένος πίνακας
Πώς ερμηνεύω τον κόσμο όπου συμμετέχω; Και τι είμαι μέσα σ’ αυτόν;
Το σώμα, το πτώμα, το φύλο του θανάτου και το τέλος της αναπαράστασης
H ανθρώπινη φύση προϋποθέτει κίνηση. Aπόλυτη ακινησία σημαίνει θάνατος
Pascal, Pensées
O θάνατος μιας όμορφης γυναίκας είναι χωρίς αμφιβολία
το πιο ποιητικό θέμα στον κόσμο
E. A.Poe, The Philosophy of Composition
H γυναίκα
δεν είναι ποιητής. Eίναι μούσα ή τίποτα
Robert Graves
Kαι βέβαια μια γυναίκα είναι η μούσα. Eάν ήταν η δημιουργός αντί η μούσα, και άνοιγε το στόμα
της θα τίναζε στον αέρα την έννοια της ποιητικής δημιουργίας
Kathy Acker
Aνέκαθεν απασχολούσε το σώμα και το τι είναι; Mήπως είναι η
αποθήκη της σκέψης; Tο κέλυφος της ψυχής; Tο αγκυροβολείο επιθυμιών; Mια
επιφάνεια γεμάτη πολιτισμικά τατουάζ, Ένας όγκος με κοινωνικά εγκαύματα;
Θεωρώ πως όλες
ανεξαιρέτως οι ιστορικές περίοδοι παρουσιάζουν το δικό τους πολύ ειδικό
ενδιαφέρον σε σχέση με το σώμα. Για παράδειγμα, έχουμε περιόδους όπου το σώμα παραγκωνίζεται
εντελώς για το χατίρι της μελέτης και ανάδειξης της πνευματικής διάστασης του
ανθρώπου, λες και ένα σκεπτόμενο μυαλό μπορεί να λειτουργήσει χωρίς σώμα, σε
μια καθαρή μορφή ―αποτέλεσμα μάλλον
βαθιά ριζωμένων απόψεων γύρω από το σώμα ως πηγή ανεξέλεγκτων παθών και
ορέξεων που θέτουν εμπόδια στην αναζήτηση της γνώσης και της αλήθειας.
Aπό τον Έλληνα στον Aφρικανό Οιδίποδα: Mια Διαπολιτισμική "Παρανάγνωση"
Όπου υπάρχει τυραννία και
καταπίεση, πάντα θα υπάρχει και μία Aντιγόνη
Femi Osofisan, Tegonni
H ανθρωπότητα είναι η φυλή μου
Ola Rotimi
Tον τύραννο γεννά η αλαζονεία
Σοφοκλής, Oιδίπους Tύραννος
Πριν από σαράντα περίπου χρόνια, όταν ο Nιγηριανός νομπελίστας δραματικός
συγγραφέας Wole Soyinka, μεταπτυχιακός υπότροφος τότε στην Aγγλία, είχε ζητήσει να
εντάξει μία σειρά από διαλέξεις του για την αφρικανική λογοτεχνία στις
δραστηριότητες του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Cambridge, η Γενική Συνέλευση, σε ειδική συνεδρία της,
αποφάσισε να τον παραπέμψει στο Tμήμα Aνθρωπολογίας, με το σκεπτικό ότι η πρότασή του θα
ενδιέφερε πιο πολύ τους συναδέλφους εκείνου του τμήματος παρά τους φιλολόγους[1].
Ετεροτοπίες και ουτοπίες με αφορμή μια Μήδεια Chicana
Η κουλτούρα εκείνη που
προσπαθεί να παρακάμψει τις πιο άγριες όψεις της δικής της ιστορίας το μόνο που
επιτυγχάνει είναι να τις διαιωνίζει
C. Plasa, J. Ring (199Ί )
Γιατί είναι σημαντική η ταυτότητα, ατομική, εθνική, καλλιτεχνική κ.λπ;
Μια πρώτη απάντηση θα έλεγε πως προσφέρει ένα πλαίσιο για την κατανόηση ή/και
τακτοποίηση του κόσμου και των σημείων του. Η ταυτότητα υποδηλώνει όρια,
διαχωρίζει οικείους και ξένους. Το άτομο, στην ερώτηση «ποιος είμαι;», απαντά
και σε σχέση με την ομάδα: «είμαι
όπως αυτοί ή περίπου όπως αυτοί», δηλαδή όπως και τα υπόλοιπα μέλη που ανήκουν
στον κύκλο του «Εμείς». Αισθάνεται ότι αποκτά στάτους/υπόσταση μέσα από την
ομοιότητα/ταύτιση.
«Εκ-κεντρικές» αναγνώσεις αρχαίων μύθων
H ιστορία του θεάτρου είναι ο σταδιακός αποικισμός της πραγματικότητας
Bert States
Σύμφωνα με πολλούς σύγχρονους θεωρητικούς, εκείνο που
προβάλλεται μέσα από την ιδεολογία δεν είναι οι πραγματικές σχέσεις των
ανθρώπων, αλλά μια φαντασιακή κατασκευή που εξυπηρετεί τους διαχειριστές της
εξουσίας. Άποψη με την οποία συντάσσονται και πολλές γυναίκες που
ασχολούνται με το κλασικό θέατρο, οι οποίες πιστεύουν ότι ο μύθος, και η
τραγωδία που τον ζωντανεύει στη σκηνή, είναι «μηχανισμοί του φύλου», υπό την
έννοια ότι διαπλάθουν υποκείμενα και τακτοποιούν ιεραρχίες σωμάτων με βάση
ορισμένες αποδεκτές κοινωνικο-οικονομικές προδιαγραφές. Πρόκειται για
«ανδρικές φαντασιώσεις”, μας λένε, που σχεδιάστηκαν για την καλύτερη εκπαίδευση
των ανδρών πολιτών μιας δημοκρατικής πόλης (Zeitlin 1985: 63-94), δηλαδή
χρησιμοποίησαν το θηλυκό ώστε να κατασκευάσουν ένα πληρέστερο και ισχυρότερο
μοντέλο για το αρσενικό (Zeitlin 1996: 363).
Θέατρο για τους πολλούς και για τους λίγους
Δεν ανήκω στους φαν της Νένας
Μεντή (όπως και κάθε άλλης τηλεοπτικής περσόνας). Το ότι πήγα να τη δω να
υποδύεται τη ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, ήταν πιο πολύ από περιέργεια.
Με ιντρίγκαρε η μακροβιότητα του θεάματος. Η αλήθεια είναι πως πέρασα
ευχάριστα. Το κείμενο-διασκευή του Πέτρου Ζούλια είχε καλή πύκνωση, γρήγορο
βηματισμό και θεατρική εστίαση, όχι όμως κάτι το ιδιαίτερο που να τραβάει την
προσοχή.
Σημαντικά και ασήμαντα εν συντομία
Eίναι σπουδαίο πράγμα να μπορείς να αντιμετωπίσεις τους
κλασικούς με μια σχετική «χαλαρότητα». Και εννοώ χωρίς αισθήματα ενοχής, χωρίς
απολογίες και, γενικά, χωρίς τα γνωστά βαρίδια. Δε λέω, είναι καλός και
αναγκαίος ο σεβασμός των μεγάλων κειμένων. Όταν όμως ακυρώνει τη ζωντάνια τους
και καταδυναστεύει την ελευθερία ανάγνωσής τους, τότε κάθε άλλο παρά
ευεργετικός είναι.
Σύγχρονες σωματικότητες
Αυτήν τη στιγμή εννέα στις δέκα
νέες ομάδες δοκιμάζονται άλλοτε συνειδητά και άλλοτε από σπόντα με το σωματικό
θέατρο. Και καλά κάνουν, εφόσον εκτιμούν ότι αυτό γνωρίζουν καλύτερα ή γιατί πιστεύουν ότι αυτό τις
εκφράζει. Ας μην το προβάλλουν όμως ως κάτι καινούριο ή «επαναστατικό».
Ένας μοναδικός Δον Ζουάν Το Εθνικό Θέατρο της Σόφιας στη Θεσσαλονίκη
Σ’ αυτή την πόλη όλο γκρινιάζουμε.
Και πάντα κάποιος άλλος μας φταίει. Η πλάκα είναι ότι δεν κάνουμε και τίποτε για
να αντιστρέψουμε την κατάσταση, να τη διορθώσουμε. Τα παραδείγματα άπειρα. Στέκομαι
σε ό,τι μου είναι πιο οικείο: το θέατρο.
Η εκκρεμότητα των λέξεων και άλλα αποστάγματα Ένας Μπέκετ στο Θέατρο Σοφούλη
Πέντε
μπεκετικά μονόπρακτα συνθέτουν τον καμβά της σπονδυλωτής ιστορίας που είδαμε
στο Θέατρο Σοφούλη από τη θεατρική εταιρεία Angelus Novus με τον τίτλο «Πώς να
πω», σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη.
Περί «ζωντανού» θεάματος
Πολλοί θεατρολόγοι πρεσβεύουν
ότι η παράσταση δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά αναπαράσταση χωρίς
αναπαραγωγή, δηλαδή μια πράξη της οποίας το «είναι» ολοκληρώνεται αποκλειστικά
μέσα από την εξαφάνισή της. Οποιαδήποτε προσπάθεια ένταξής της στη λογική της
αναπαραγωγής, ακυρώνει την οντολογία της.
Μονολογώντας επιβιώνουμε
Ο θεατρικός μονόλογος έχει πάρει πια μορφή
επιδημίας. Τίποτα δεν τον σταματά. Κάθε θέατρο και από έναν, τουλάχιστο.
Κάποιοι βλέπονται, οι περισσότεροι όμως όχι. Το βέβαιον είναι ότι το είδος δεν
κινδυνεύει. Η ιστορία έχει δείξει
πως επιβιώνει παντός καιρού και χρήστη. Όλοι βρίσκουν και κάτι που τους
βολεύει.
Περί κριτικής και πάλι
Σε ένα σχόλιό μου στις
10/01/10, έγραφα για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η θεατρική κριτική στις
μέρες μας. Δίνω συνέχεια στο θέμα, με αφορμή τη διαμάχη που ξέσπασε στην
Αμερική ανάμεσα στους μπλόγκερ, τους παραγωγούς και τους κριτικούς των
εφημερίδων, μόλις ανακοινώθηκε ο αποκλεισμός των τελευταίων από την επιτροπή
των θεατρικών βραβείων Τόνι (2009), με το σκεπτικό ότι οι απόψεις τους δεν
συνάδουν με τη φιλοσοφία του θεσμού.
Θέατρο, υβρίδια και το τέλος της αθωότητας
Στη βιολογία υβρίδιο είναι ο
οργανισμός που παράγεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά διαφορετικών
στοιχείων/μορφών. Στις πολιτιστικές σπουδές, το υβρίδιο επίσης προκύπτει από τη
διασταύρωση ή συνεύρεση δύο
διαφορετικών πολιτισμών, ειδών, υλικών κατασκευής κ.λπ. Το πιο σημαντικό με ένα
υβρίδιο είναι ότι ακυρώνει οποιαδήποτε διεκδίκηση ιεραρχικής καθαρότητας.
Ο θάνατος της κριτικής
Τη
στιγμή που η ιατρική κάνει το παν να επιμηκύνει τη ζωή, οι θεωρητικοί της ζωής
μιλούν μονίμως για θάνατο: της ιστορίας, της ιδεολογίας, του έθνους, του
είδους, και πρόσφατα της θεατρικής κριτικής. Αναμενόμενη εξέλιξη. Γιατί, εάν
δεχτούμε το απλό σκεπτικό που λέει ότι όσο θα βελτιώνεται η τεχνολογία τόσο θα
περιορίζεται και η δυνατότητα του ανθρώπου να (επι)κρίνει, τότε μπορούμε να
φανταστούμε τι μέλλον προοιωνίζεται για ένα καθαρά επεμβατικό εργαλείο όπως ο
κριτικός λόγος.
Ακόμη στεγνώνει
Είδα την παράσταση πριν από έντεκα χρόνια.
Τη βρήκα άθλια. Πριν γράψω αυτό το σημείωμα την ξαναείδα. Σκέφτηκα μήπως έκανα
λάθος τότε. Και πάλι άθλια τη βρήκα. Όχι όμως και ο κόσμος, ο οποίος επιμένει
να τη στηρίζει μαζικά. Ποιος τελικά δικαιώνεται; Και εν πάση περιπτώσει, ένα
δημοφιλές θέαμα είναι απριόρι ένα κακό ή, έστω, ποιοτικά «ύποπτο» θέαμα; Η
κουβέντα μας, όπως καταλαβαίνετε, είναι για το «αθάνατο» «Σεσουάρ για
δολοφόνους».
Αναζητώντας τη νέα Ευρώπη
Συνεχίζεται και φέτος η εντυπωσιακή
στροφή του θεάτρου μας σε εγχώρια έργα, θέματα και παραδόσεις. Kάποιοι μιλούν για αναγέννηση, άλλοι για
περίεργη εσωστρέφεια. Στο μυαλό μου, ούτε το ένα συμβαίνει ούτε το άλλο. Ούτε
πρόκειται για κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα –ανάλογες τάσεις παρατηρούνται στις
περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Πιο πολύ το βλέπω ως αντίδραση των εθνικών
θεάτρων στις νεφελώδεις σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί με το ευρωπαϊκό
οικοδόμημα.
Η οθόνη της τεχνολογίας και του θεάτρου
Οι επιχειρήσεις κλείνουν η μία
μετά την άλλη, κόσμος απολύεται, σπίτια χάνονται και το ελληνικό θέατρο, αντί
να συρρικνώνεται και να μαραζώνει, μεγαλώνει. Πέρυσι είχαμε στην Αθήνα γύρω
στις 500 παραστάσεις. Πρόπερσι κοντά στις 450. Φέτος, όπως τις υπολογίζω από τα
διάφορα ρεπορτάζ και δελτία τύπου που άρχισαν ήδη να κυκλοφορούν, θα κυμανθούν
περίπου στα ίδια επίπεδα.
Πολύ κακό για το τίποτα
Κάθε φορά που οι «γιουχαϊστές» της
Επιδαύρου γίνονται πρωτοσέλιδο (με πιο πρόσφατο παράδειγμα στους «Πέρσες» σε
σκην. Γκότσεφ) επανέρχεται και το ερώτημα: τελικά πώς θέλουμε να λειτουργεί η
Επίδαυρος, ανοιχτή μόνο σε παραστάσεις γνώριμων προδιαγραφών ή και σε
πειραματικές αναγνώσεις; Επειδή κανένας χώρος που θέλει να λέγεται ζωντανός δεν
μπορεί ταυτόχρονα να είναι και
«ιερός» (= κλειστός, άρα νεκρός), θα έλεγα πως το θέατρο κερδίζει με μια
Επίδαυρο ανοιχτή και προς το μη προβλέψιμο, έστω κι αν το τίμημα είναι τα
αναμενόμενα παρατράγουδα.
Η «Ευρώπη» των φεστιβάλ
Για όσους αγαπούν τα θεατρικά φεστιβάλ, ο Μάιος, ο Ιούνιος και ο Ιούλιος είναι
οι καλύτεροι μήνες. Κι αν η κλωνοποίησή τους συνεχιστεί στους ίδιους ρυθμούς,
σε λίγα χρόνια όλοι οι μήνες θα «παίζουν». Το «γιατί» είναι ένα σύνθετο θέμα με
πολλές παραμέτρους. Στέκομαι επιλεκτικά σε ορισμένες.
Κρατικές εκθρονίσεις και ενθρονίσεις
Για όσους γνωρίζουν το βίο και
την πολιτεία του ΚΘΒΕ, οι πρόσφατες αναταράξεις δεν πρέπει να ξάφνιασαν. Όσα
χρόνια θυμάμαι το Κρατικό, όλο σε κρίση βρίσκεται. Κάθε διευθυντής και κρίση.
Κάθε κυβέρνηση και κρίση. Δεν εξετάζω ποιος κερδίζει στο ζύγι των εντυπώσεων.
Το βέβαιο είναι ότι, όπως σε κάθε σχέση έτσι και στις σχέσεις που ρυθμίζουν την
πορεία του Κρατικού το φταίξιμο δεν πάει μονόπαντα.
Περί ιδεολογίας, αισθητικής και στερεοτύπων
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να
διαμορφώνεται ένα ενδιαφέρον ρεύμα στους κόλπους του θεάτρου μας, το οποίο
συνειδητά επικεντρώνεται σε «άλλα» πρόσωπα και «άλλους» πολιτισμούς (Βλ. «Φωτιά
και νερό», «Εξόριστοι», «Σφαγείο», «Ένας στους δέκα», «Αραβοϊσραηλινός
τσελεμεντές», «Μαυρομάτες», «Το όνομά μου είναι Κόρι» κ.λπ).
Η (αν)αισθητική της βίας: Περί πλαισίων
Eύστοχα και επίκαιρα τα σχόλια του
συναδέλφου κ. Δ. Τσατσούλη γύρω από τη βία. Πράγματι, εάν υπάρχει μια λέξη που
δίνει το στίγμα των περισσότερων έργων που παίζονται φέτος στις σκηνές της
χώρας είναι η βία. Η βία βέβαια ήταν πάντοτε παρούσα σε όλες τις εξελικτικές
φάσεις του θεάτρου. Απλώς σήμερα, η εξοικείωση του καταναλωτή με τις πλέον
ακραίες εκδηλώσεις της (ελέω τηλεόρασης, ίντερνετ, κ.λπ), σπρώχνει και το
θέατρο σε εξίσου ακραίες και συχνά αμφιλεγόμενες επιλογές.
Θεατρική Θεσσαλονίκη σε τούνελ χωρίς φως
Σε πρόσφατο αφιέρωμα ενός εντύπου free press στη Θεσσαλονίκη παρατήρησα το εξής ενδιαφέρον. Ενώ είχε σχόλια για τα
πάντα, από τα τσουρέκια γνωστού ζαχαροπλάστη μέχρι τα in ψυχαγωγικά στέκια, δεν έκανε κουβέντα για θέατρο.
Παράληψη που αναμφίβολα αδικεί ορισμένα σχήματα που επί σειρά ετών προσπαθούν
για το καλύτερο, όμως ως γνωστό η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα που λέει ότι
η θεατρική Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει στον πολιτιστικό χάρτη της χώρας.
Τα εθνικά θέατρα της Νέας Ευρώπης: η στιγμή της ανασύνταξης
Τον τελευταίο καιρό έχουν πυκνώσει
εντυπωσιακά οι μελέτες και τα συνέδρια που αφορούν τα εθνικά θέατρα και το ρόλο
τους στον υπό διαμόρφωση πολιτιστικό χάρτη της Νέας Ευρώπης. Παλιότερα, και
εννοώ στις αφετηρίες του θεσμού, τα πράγματα ήταν σχετικά ευανάγνωστα μιας και
το κύριο βάρος της αποστολής των θεάτρων αυτών ήταν να βοηθήσουν στη
σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας του τόπου. Κύριοι αποδέκτες και εκτιμητές
των σκηνικών (μυθ)ιστοριών ήταν οι αστοί.
Από το θέατρο των εικόνων στο θέατρο των αφτιών
Οι έμποροι του
πρωτοεμφανιζόμενου στην Ελλάδα Ζοέλ Πομμερά (το είδαμε σε μια φροντισμένη
παράσταση από την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, σε σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη)
είναι ένα έργο που κάλλιστα θα μπορούσε να ενταχθεί στην ίδια κατηγορία με έργα
δημιουργών όπως ο Χάινερ Μίλλερ, ο Χάουαρντ Μπάρκερ, ο Κολτές, ο Μάρτιν Κριμπ,
και ανάμεσα στους δικούς μας
Η μόνη βιώσιμη πρωτοπορία είναι το σύστημα
Μια από τις πιο κοινές και
συνάμα παρερμηνευμένες λέξεις στον χώρο του θεάτρου σήμερα (εγχώριου και
αλλοδαπού) είναι η «πρωτοπορία». Κάθε φορά που μια παράσταση ξεφεύγει κάπως από
την πεπατημένη ή ξενίζει ή παρουσιάζεται σε χώρους περίεργους, αμέσως η κριτική
σπεύδει να την χαρακτηρίσει πρωτοποριακή, χωρίς να κάτσει να σκεφτεί τι πάει να
πει τελικά πρωτοπορία,
Μια κούκλα αφηγείται To «Λα Πουπέ» στο θέατρο «Μελίνα Μερκούρη»
Άρχισαν ο ένας μετά τον
άλλο τα θεατρικά σχήματα να ανακοινώνουν το φετινό τους πρόγραμμά. Σε όγκο
παραγωγών η σεζόν δείχνει κατά τι συρρικνωμένη, πράγμα λογικό αν αναλογιστεί
κανείς την οικονομική κατάσταση που βρισκόμαστε. Ο χρόνος θα δείξει πώς θα
εξελιχθούν τα πράγματα.
Η επιφάνεια καλή, το βάθος ανύπαρκτο «50.00 διηγήματα» στο θέατρο Σχήμα Εκτός Άξονα
Ένα είναι το βέβαιον: το
devised theatre ή προς το ελληνικότερο
το θέατρο της επινόησης, δεν είναι για όλα τα γούστα. Είναι για τους λίγους
και, κυρίως, τους νεότερους και όχι κατ’ ανάγκη μυημένους στα μυστικά της
τέχνης του Διονύσου.
Η επιφάνεια καλή το βάθος ανύπαρκτο «50.00 διηγήματα» στο θέατρο Σχήμα Εκτός Άξονα
Ένα είναι το βέβαιον: το
devised theatre ή προς το ελληνικότερο
το θέατρο της επινόησης, δεν είναι για όλα τα γούστα. Είναι για τους λίγους και
κυρίως τους νεότερους και όχι κατ’ ανάγκη μυημένους στα μυστικά της τέχνης του
Διονύσου.
Άστοχες μεταποιήσεις «Ο τρελλός της Αθήνας» στο Θέατρο Κήπου
Ο Γιάννης είναι ένας τρελός,
χωρίς πρόσωπο, χωρίς παρελθόν και μέλλον, που συνθέτει τη δική του
«πιραντελική» αφήγηση με επίκεντρο την Αθήνα, μια Αθήνα ξεχασμένη, χαμένη στα
βάθη του χρόνου. Το σαλεμένο μυαλό του αναζητεί ουσίες και αυθεντικές εικόνες,
αφετηρίες και βεβαιότητες, αλήθειες και ψέματα. Θέλει να μάθει πράγματα για τον
τόπο του, την ταυτότητά του, τις ρίζες του.
Ένα άνισο θεατρικό πανόραμα
Όπου να ‘ναι κλείνει τον
κύκλο του και αυτό το θεατρικό καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη. Έχουν απομείνει μια
δυο παραστάσεις στο Θέατρο Συκεών, αλλά δεν βλέπω πώς μπορούν να αλλάξουν τις
συνολικές εντυπώσεις. Το μόνο που είναι σε θέση να αλλάξει την κασέτα που
παίζεται κάθε καλοκαίρι είναι μια ριζική, θα ‘λεγα επαναστατική αλλαγή στην όλη
φιλοσοφία που διέπει το σκεπτικό των διαχειριστών της πολιτιστικής ζωής της
τοπικής κοινωνίας.
Αριστοφάνης και κιτς
Aπό τις τέσσερις συνολικά αριστοφανικές κωμωδίες που
παίχτηκαν φέτος στην Επίδαυρο είδαμε τελικά τις τρεις («´Ιππής», «Αχαρνής» και
«Πλούτος», όλες στο Θέατρο Δάσους και με μπόλικο κόσμο). Δεν είδαμε τη
«Λυσιστράτη». Όμως, εάν κρίνω από
τα γενικά σχόλια στον Τύπο και αυτή μάλλον πρέπει να κινήθηκε σε ανάλογο μήκος
κύματος με τις άλλες.
Μια Λοκάντα στον Κήπο Γκολντόνι με «Λοκαντιέρα» στις Γιορτές Ανοιχτού Θεάτρου
Mήλο της έριδας η Μιραντολίνα, η κληρονόμος μιας
λοκάντας (πανδοχείου), όπου συχνάζουν διάφοροι τύποι: ένας φαιδρός Μαρκήσιος,
ένας κόμης που αγόρασε τον τίτλο του και ο Ιππότης Ριπαφράτα, δηλωμένος μισογύνης
που στο τέλος παραδίδεται στα θέλγητρα της πονηρής λοκαντιέρισας.
Σκηνοθετώντας από μνήμης «Οιδίπους Τύραννος» στο Θέατρο Γης
Υπάρχουν σκηνοθέτες, κυρίως νέοι, που ξοδεύουν
άπειρες εργατoώρες προσπαθώντας να δουν πώς και τι πρέπει να κάνουν σε μια
παράσταση κλασικού ρεπερτορίου. Υπάρχουν όμως και άλλοι οι οποίοι σκηνοθετούν
με κλειστά μάτια, δηλαδή από μνήμης. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Σπύρος
Ευαγγελάτος. Ένας καλλιτέχνης που κατέβηκε στην Επίδαυρο περισσότερες φορές από
οποιονδήποτε άλλο. Σύνολο σκηνοθεσιών: 36 (με το Αμφιθέατρο, το ΚΘΒΕ και το
Εθνικό).
Ποιος Λευτεράκης ;Οι Ρέππας/Παπαθανασίου και ολίγος Σακελλάριος στο Θέατρο Κήπου
Κανείς δεν λέει ότι το γέλιο δεν κάνει καλό στην υγεία. Μάλιστα όσο πιο
δύσκολα περνάμε στην καθημερινότητά μας τόσο πιο πολύ το έχουμε ανάγκη. Όμως,
αυτός δεν είναι λόγος να παίρνουμε τα κείμενα και να τους αλλάζουμε τον
αδόξαστο στο όνομα (υποτίθεται) του γέλιου. Κάπου πρέπει να βάζουμε φρένο.
Ιδίως όταν τα υλικά μας δεν αντέχουν.
Ιππείς ήταν και πέρασαν
Ο
Αριστοφάνης έγραψε τους Ιππής το 424 π.Χ, σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία
ο δημαγωγός Κλέων (γιος πλούσιου βυρσοδέψη και ηγέτης των Δημοκρατικών μετά το
θάνατο του Περικλή) έκανε τα δικά
του κόλπα στην πολιτική σκηνή της Αθήνας. Ο συγγραφέας, θορυβημένος από τις
επικίνδυνες μεθόδους του δημαγωγού, σκαρφίζεται τη δραματική περσόνα του
Παφλαγόνα και βάζει απέναντί του έναν ακόμη πιο φαύλο, τον Αλλαντοπώλη, ώστε να
δείξει πωςη κακοδιαχείριση, η μπαγαποντιά, η ανεντιμότητα, η χειραγώγηση και το
ψέμα, μόνο με τις ίδιες γαλιφιές αντιμετωπίζονται.
Θέατρο γιαλαντζί «Θέλει τέχνη ο έρωτας» στο Θέατρο Κήπου
Είδα την κωμωδία του Βιτόριο Καρνούτσι «Θέλει τέχνη ο
έρωτας», διασκευασμένη από το Νίκο Καμπάνη το 1930 και «πειραγμένη» (τρόπος του
λέγειν) από το Βασίλη Τσιβιλίκα. Καμία έκπληξη. Ό,τι περίμενα: φτηνό χιούμορ,
τηλεοπτικές και επιθεωρησιακές μπαλαφαρίες, ξεκάρφωτες αναφορές στην τρέχουσα
πολιτική ζωή, πλακίτσες και όλα τα σχετικά.
«Τρωάδες» της λήθης «Τρωάδες» από το Θέατρο του Νέου Κόσμου στο Θέατρο Δάσους
Ο Ευριπίδης
μας άφησε ένα έργο πολύχορδο, γεμάτο γρίφους και μετέωρα ερωτήματα, σε σημείο
να αναρωτιούνται πολλοί κατά πόσο έχουμε να κάνουμε με κάποιον εντυπωσιολόγο
που στοχεύει στα δραματικά εφέ σε βάρος της στέρεης δομής ή με κάποιον που
στηρίζει τη ρητορική αδιαφορώντας παντελώς για το ύφος και το ήθος του
χαρακτήρα.
Η Θεσσαλονίκη σε καταστολή
Για έναν
κριτικό που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, η χειρότερη περίοδος είναι η
καλοκαιρινή. Γιατί, απλούστατα, τίποτε το αξιόλογο δεν συμβαίνει. Μόλις πέσει η
αυλαία και στην τελευταία φιλοξενούμενη παράσταση από τις φεστιβαλικές
«Προ-τάσεις» της Πειραματικής Σκηνής, η πόλη μπαίνει σε μια κατάσταση
τετράμηνης καταστολής.
Όταν ο ρεαλισμός ακυρώνει τον εξπρεσιονισμό
Η παράσταση «Να μου στείλετε μια ρεπούπλικα» που
είδαμε από το θεατρικό οργανισμό Στιγμή στο θέατρο Μελίνα Μερκούρη στο πλαίσιο
των «Θεατρικών συναντήσεων» είναι βασισμένη σε μαρτυρίες και ποιήματα του Ρώμου
Φιλύρα (1888-1942) με τον τίτλο «Η ζωή μου εις το Δημοκαϊτειον» (1929).
Μια ομάδα με υποσχέσεις «Η ιστορία του κυρίου Ζόμμερ» στο θέατρο Ούγκα Κλάρα
Την
ομάδα την πρωτοείδαμε στο Θέατρο Σοφούλη πέρυσι και μας άρεσε. Δοκίμασαν τις
δυνάμεις τους με μια μεταμοντέρνα μουσικοχορευτική περφόρμανς βασισμένη σε
αποσπάσματα από μυθιστορήματα και ποιήματα γνωστών Ελλήνων συγγραφέων και τα
πήγαν μια χαρά.
Θέατρο Vs Χρήμα: σημειώστε 2: Γενικά περί κοινωνίας και θεάματος
Είναι γνωστό πως σε στιγμές βαθιάς κρίσης ταυτότητας,
οι κοινωνίες έχουν την τάση να καταφεύγουν στο θέατρο, ίσως γιατί ο πρωτεϊκός
του χαρακτήρας τους δίνει τη δυνατότητα να υπερβούν την κρίση μέσα από την
υιοθέτηση ενός "άλλου" εαυτού (Debord 1983). Έχω την αίσθηση πως
ποτέ άλλοτε ο κόσμος δεν ήταν τόσο επιρρεπής στο θεατρικό παίγνιο όσο σήμερα,
ίσως γιατί ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο αβέβαιος ως προς το ποιος είναι, τι θέλει
και
Η Ομόνοιά μας: περί τόπων και ουτοπιών
Κανένα
έργο, πολλώ δε μάλλον ένα κλασικό έργο, δεν σημαίνει από μόνο του. Δεν είναι ούτε αυτο-κινούμενο
ούτε αυτο-τροφοδοτούμενο. Το νόημα μπορεί να κατοικοεδρεύει στο σώμα του, όμως
παράγεται και αναπαράγεται από συγκεκριμένα άτομα και κάτω από συγκεκριμένες
συνθήκες. Η εξόρυξη γίνεται σε χρόνο ενεστώτα, εδώ και τώρα, και κανείς δεν
μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων εάν το μέταλλο θα είναι πολύτιμο ή όχι, αποδεκτό ή όχι.
Ο τρόμος του κενού
Ο Μαρκ Ρέιβενχιλ είναι ένας συγγραφέας που μπορεί
να μη μασάει τα λόγια του, μπορεί να σοκάρει με τις αμοραλιστικές του απόψεις,
όμως το Σύστημα έχει δείξει ότι ξέρει πολύ καλά να απορροφά τους όποιους
επιφανειακούς κραδασμούς προκαλούν οι αιρετικές του θέσεις.
Charles Mee's Intertextual and Intercultural Inscriptions: The Suppliants Vs Big Love*
Charles Mee, Big Love
I: Despite (or because of) the political, technological and other radical changes in our postmodern times, theatre artists from all over the world still turn to the Greek classics, perhaps more frequently than any of their predecessors, with a variety of motives.[1] Some are attracted by the material or the character of the original which in many cases has led to a new version, a self-standing work. Others are tempted by the possibilities of restoring the original vision and effect of a play which they deem to have become obscured or distorted (Innes 248, 249).
The Idea of Mediation in Handke's Kaspar
I: How is the self to be defined? How does it interact with the world? These questions certainly "bear no gifts to Athens." They have been central to world drama since the time of Aeschylus. Starting with the hypothesis that characters are coherent subjects, psychologically grounded in perceptual reality, playwrights throughout the ages have repeatedly tried to elaborate a system of stable oppositions (self/other, slave/master, inside/outside, I/you, signifier/signified) to theatricalize the plight of their characters vis-a-vis culture and its institutions, to create the illusion that theatre is composed of spontaneous speech. It is a "form of writing," as critic Elinor Fuchs compellingly argues in one of her recent essays, "that paradoxically seems to assert the claim of speech to be a direct conduit of Being" (172).
Re-membered pain in John Jesurun’s Philoktetes
What I cannot see, I can touch.
What I cannot touch, I can see.
What I cannot see, I can imagine.
What I can imagine is mine to keep. What I cannot imagine is not mine
John Jesurun, Philoktetes
Even in the midst of other people, everybody's locked inside his own world
John Jesurun
We know that in standard theatre, language is used to advance plot, create character, provide exposition and resolve tensions. In short, language "embodies an attitude towards explanation and truth that is not untypical of attitudes we frequently bring to bear on our own lives" (Quigley 1985: 223). This is not the case, however,
Heterotopias of Blackness: The (Im)possibilities of the (Black) Female Self
Each day I wonder with what or with whom can I co-exist in a true union.
Adrienne Kennedy, A Movie Star Has to Star in Black and White.
It is always right
to name the place you move in.
to name...these people now.
wherever you are
they come upon you like an image.
Jay Wright, “The Master of Names”
Black American culture is a very fragmented thing. We’re all trying to come up with some definition of what we are. My absolute definition of me is the schizophrenia, the contradiction.
George Wolfe (1986).
I: Heterotopias, for Michel Foucault, are “real places—places that do exist and that are formed in the very founding of society which are something like counter-sites, a kind of effectively enacted utopia in which the real sites, all the other real sites that can be found within the culture, are simultaneously represented, contested, and inverted.”
Power Games in Shepard's Prison-House of Language: A Lie of the Mind
Sam Shepard is undoubtedly the most prolific and discussed playwright to appear in the American theatre since Edward Albee. Young as he is, Shepard has proven all these twenty five years that he is a perceptive and investigative mind, capable of translating his “American experience” into effective drama. This is not to say, however, that there is consensus over the quality of his oeuvre. Voices of discontent are also heard. Some critics, for example lament his departure from the style of his earlier, more daring plays, towards the direction of more conservative , mainstream plays with a very narrow focus of interest that lacks in “a strong social reference point” (Marranca 1981: 109).
The Revival of Ancient Greek Drama and the Rage of Greek Critics
I: "I do not think there is any other country in the world," Thodoros Kritikos, the university professor and drama reviewer, has recently pointed out, " that honors the classics with so many and also such miserable productions as [Greece]. ...In our country the daily and friendly communion with the leading writers of ...theatre has familiarized us so much with them that we call them by their first name and pat them on the back" (Kritikos 16.4.1987: 152). Kritikos obviously exaggerates. Yet his comments, with their characteristic spleen, provide a direct entry into the concerns of this paper.
Unhomelike but not homeless: Inter-national thoughts about theatre reviewing
Nationalism is not
overcome through mere internationalism; it is rather expanded and elevated
thereby into a system.
Martin Heiddegger
For the past several
years I have been teaching a course on theatre criticism and reviewing to
undergraduate students. The following comments are largely the result of that
experience and, of course, they are not intended as a system of criticizing
that will replace other approaches, but a a kind of tool that could illuminate
some of the darker matters in the field at a time when habits of thought,
feelings, expectations, aesthetics, levels of tolerance and ideologies have
dramatically changed to a point beyond recognition
Writing and the
terror of ghosts
I would like to start
this paper by quoting Thomas Docherty’s opening lines in his interesting
book Alterities. Modern criticism, Docherty notes, is an act of
writing “conditioned by terror. It begins from an anxiety about its object (be
that a text or any other artefact whose source is independent of—other than--
the critic); and its response to such a fear of Otherness, of the
object-as-such, is the production of a subject of consciousness characterized
firstly by a presumed understanding and consequent appropriation of objects, and
subsequently by mastery over or control of its ostensibly recalcitrant Others”
(1996: 1). Whatever the critic’s approach is (be it formalist, Marxist,
psychoanalytic, feminist etc), it is but an instance of his/her sometimes
desperate tactics deployed to validate the subject of his discourse, very often
at the cost of the radical otherness (alterity) of the object (Docherty
1996: 1). To put the case in more theatrical terms: criticism, in the form of
reviewing, is the chasing of Hamlet’s ghost, a kind of search doomed to ask the
same questions over and over again: What is there? Who is out there? Why is
there? The reviewer hardly has time to realise what is going on, and another
ghost appears, and then another and another, casting their shadow upon his/her,
our lives. No matter what we do, Horatio’s question --“What, has this thing
appeared again tonight?”-- will keep coming back, spilling the target upon the
ground. Seeming, seeming, seeming, Blau says. A real Catch 22 situation, no
doubt; for if the ghost doesn’t appear, the play is obviously in trouble. And
if it does, can we really believe it? The only certainty is that if we ask too
many questions the subject of our observation is likely to disappear,” in
order to reappear again later for more questioning (Blau 2004: 255). Niall Lucy
very eloquently makes the point: the Hamletic ghost of the stage will always
remain “someone as someone other”; his very
presence “will always vex the metaphysics of presence, will always put into
question any grounds for deciding definitively between the actual and its
outsides” (Lucy 1997: 145).
Who is there? The terror
of the gaze
Having said this, let me
turn to another ghost that “haunts” the theatre house and affects the job of
the reviewer: the onlookers. What theatre is, and what one feels and thinks it
is, depends on who does the looking. This means that the job of the reviewer or
critic[1] is
to look at a production from the point of view of a hypothetical audience.
Within, say, 600 or 700 words, we are expected to capture the fleeting
otherness of our object of observation, the temporal “is-ness” of the event of
our criticism, claim its ownership, and convincingly articulate reasons for our
specific evaluation of the performance. Which means that we do not write in a
vacuum. Whether we like it or not, a reviewer has to operate as a
consumer-guide (not reader’s aid),[2] and
at the same time document an already exhausted artistic event, judge
the degree of its success by discussing aspects of the production (script,
acting, lighting etc), provide background information and commentary, offer
suggestions for possible changes in the production, instruct potential
theatregoers and invite, if necessary, greater support for theatre (Palmer
1988: 143). Depending on the medium that hosts the review and οn the
conditions of the performance, the nature of each function may change. One does
not write the same way for the Wall Street Journal and Daily
Mirror, for television or the radio, for a sophisticated journal or a
regional newspaper, for a commercial show or a community happening or a low
budget college production with a short run, for a newspaper with limited tirage
and a newspaper with a large one, for a newspaper that carries a regular
theatre column and a well-respected culture section and a newspaper with
irregular culture and theatre commentary, for a newspaper that monopolizes
theatre activities in a city and a newspaper that has to compete against dozens
of others to have a share of the market. [3]
The daemons of the
market and the ghost of unemployment
One of the problems with
reviewing today is that urban newspapers are mostly run by business people or
trusts with no or little respect for deontology (professional ethics). What
counts most is power and profit. Their ultimate goal is to sell and they expect
their reviewers/critics to be able to sell their “piece” too with pass-to-read
journalistic jargon. Like advertising: “You must see this”, “do not miss that”,
“stay away from that”. Fast food. Fast forward. SMS style. A kind of writing
that cultivates a particular ideology of reading that reduces people to mere
consumers. With the exception of large newspapers which hire experienced
theatre specialists just to write reviews, most other newspapers either turn to
unemployed or inexperienced young critics whom they usually do not pay (on the
grounds that they give them a legitimate forum to make their presence felt) or
turn to their own permanent staff to do the job. The latter are asked to write,
besides reviews, many other things including stories on upcoming productions,
interviews, background features on specific stars. What transpires from their
reports is their fondness for theatre, at best supplemented by a lot of
on-the-job training and improvisation (Palmer 1988: 2).
Yet, this is not the
whole story. In such an environment, there is so much pressure, insecurity and
antagonism, leaving little room for deviance. Everybody feels vulnerable and
expendable, especially, younger critics, who look readier to execute
assignments that they are given instead of pausing to test one course and its
outlook against another. They seem (or have) to downplay the importance of
comparison, of analysis and evaluation, the importance of criticism as a
counterforce, a form of intellectual resistance and cultural change. As Merod
observes, in his study on the political responsibility of the critic, “to write
criticism today, much as always, is to follow fairly worn paths of critical
respectability […] no real thought about the place of scholarship and criticism
in capitalist culture”. This kind of attitude comes to endorse the paradoxical
idea that says, criticism is necessary (as a “civilizing inlfluence”) but
useless (as a practical tool) (1987: 5), a total reversal of what I thought
when I first entered this line of work.
The ghost of
disillusionment
Like most newcomers to
the scene, with a dim sense of the ways of the world, “of the historical,
political and cultural complications that surround and in fact situate [plays
and] texts in a world of people and institutions” (Merod 1987: 10), I felt that
theatre criticism still had some impact, some power. And probably it did. The
fact that there was an identifiable audience out there willing to listen, an
audience that belonged to a national group that carried attributes, symbols,
aspirations, passions and values that described the defining content of group
identity made the task of writing somewhat easier, in the sense of being more
focused and, in a way, more influential (Kruger 1992). Now, some 25 years
later, many things have changed beyond recognition. Critics not only wonder who
is on stage (Hamlet’s ghost) but also who is out there. Who is the potential
reader of their review and what does s/he expect to read? Identities are
different. The very ontology of the genre is different. Taste is different. And
so are expectations and ideologies. The nomadic subjects of our times, no
longer able to find long-term abodes in social or institutional settings, join
virtual communities on line. They increasingly identify with abstract or
distant symbols of “conviviality” offered by electronic culture. Social
practices shift further and further from public to privatized, home-centered
activities. People spend more time in front of a computer screen and less in
face-to-face contact with other human beings or in attending theatre (see also
Klaic 2008: 226-27).
My main concern, in
other words, has nothing to do with the variety and confusion of interpretive
positions so much as with the fact that theatre reviewing, local or global, no
longer seems to have the primacy and the weight it once did. It is outweighted
by the new business ethos that dominates the Press industry --gossip columns,
free press lifestyle jargon, general culture commentary; it is superseded by
weblogs and other technology inspired interventions.[4] In
most newspapers, paid ads, interviews and profiles of stars do the job of
reviewing. The culture industry responds to the individuals’ search for new
objects of identification by offering a plethora of new sites of consumption,
information, interaction and entertainment to the point of drastically
disempowering the impact of traditional reviewing (see also Klaic 2008:
226-27). [5] Even
professional artists seem to be less and less eager to find out what serious
critics have to say. They have more than enough from easy-to-read free press
reports, public relations and other sources to promote their work.[6]
Triple task
In the midst of a
rapidly developing multicultural and electronic era, I feel that we are in
need of a critical discourse to enable us a) to confront and explain a
racially, religiously and culturally more fragmented and hard to define
reality, that has fervently embraced the prefix “re” to mark its desire to
“reconfigure, reinscribe, resignify the law (cultural, social, linguistic,
dramatic)” (Diamond 2000: 31) and b) to also confront and survive a free-market
capitalism that has brought a radical cultural shift that inevitably has had
its knock-on effect on theatre in general and theatre criticism in particular
and, finally, c) to attract the attention of a postmodern viewer who
can very easily get all the information s/he needs via an electronic
route rather through a traditional review. This constitutes a triple task that
requires a clear vision of the critic’s relationship to and responsibilities
within the corporate structures of national and international life as well as
an adequate tool to de-construct both the dramatic re-creations of the world
and the endlessly re-created world itself, in other words, the politics
and poetics of representation.
Playing with fragments
Earlier theories of
theatre and characterization were all dependent upon the paradigmatic dichotomy
of appearance and reality and their narratives were always apocalyptic, in the
sense that “they moved from mystification to enlightenment and revelation” (Docherty
1996: 63). In the last three or four decades, the changes that have occurred
have widened the field inviting the critic to also widen his or her
understanding by reshuffling all his past knowledge of drama and the world. He
is asked to see that there is “nothing transparent” out there that can be taken
for granted (de Man 1986: 15). Most works offer fragments of character and plot
instead of fully coherent constructions of an identifiable and apocalyptic
whole. In their own way, they reverse all prior trajectories of meaning, order
and characterization. From an assumed homogeneity of identity and praxis they
have moved towards an endlessly proliferating heterogeneity, whereby stable
signs are endlessly deferred. No dramatic (or literary) text can be exhausted
by any act of reading or reviewing, simply because there is no end to the
contexts in which critical relations can occur. Some readings/reviews may look
more convincing than others, but never so convincing that nothing remains to be
said (Lucy 1997: 110).
By this I do not mean
that there is some peculiar quality or essence that belongs to theatre, which
denies the possibility of the “last word” on its value. What I mean is that
every word and every body must have a context. And the performance must be
viewed in context. There is no outside-context. And a reviewer must think of
theatre in its totality and not reduced to pure essences (linguistic, stylistic
etc). He must think of the possibility of constant resignification, the same
way that he must think of his position in the world.
The critic, the self and
the world
In this ghost-ridden
world of temporalities and shifting identities, we, as critics, should not feel
either “alien”, as Matthew Arnold argues or “exiled”, according to Edward Said.
Dazzled, yes, but not homeless; let alone, useless. Such homelessness and uselessness
do not become the reviewer. We are of this mazed and amazing world and our
major challenge is to give back to our profession at least part of its lost
social significance and status. And one of the ways to achieve that, Merod
suggests, is by showing that criticism “is about questioning, the risks of
daring to question and the responsibilities of those who question” (1987: xi,
188). But before we judge others we first question ourselves, for we are also
part of society’s economic logic. We have to ask how we are positioned within
this global culture and how we are used, how our work is used and how we lend
ourselves to those uses. That is, we have to address our own participation in
culture and its commoditization (1987: 19). Most of us (critics/reviewers) are
after a stable career and good working conditions. Once given legitimacy in
institutions, Merod argues, many of us find motivation to cross-examine our own
authority either absent or faltering. Not much to be done or look ahead
to. It is as if we are embarrassed to acknowledge our allegiance to the
system of power. Yet these questions persist, Merod notes. They have a
force that cannot be ignored, especially by a reviewer who is also a teacher
helping students to map a critical approach of their own, to explore
institutional conditions, not merely to decode or deconstruct them (1987:
10-15, 19). Students-would-be-critics must be aware of the social world in
which dramas are written and shows produced. They must think that
literature is not something distinct from the world, and that criticism is
unavoidably interrelated with social and political context, that critical
activity, whether it takes the form of a play review, a book review or a longer
article, is “the one human force most committed to clarifying the world’s
structure in order to change it” (1987: 1). And since reviewing involves
individuals in the process of making decisions and of studying how these
decisions affect the lives of artists, students, people who pay to see a show,
and their way of defining dramatic literature and human nature, it is also, and
inevitably so, about ethics, about our choices and the nature of our
choices. Which means that it can very easily turn out to be an act of violence
if not handled properly (Siebers 1988).
Educating the viewer
Let us not forget that
nothing about drama is hardwired into our nervous system; and contemporary
audiences may be more cosmopolitan but theatrewise they still need tutoring.
And one of our tasks as critics, especially traveling critics, is to help
re-educate the new audiences, enrich their horizon of expectations, teach them
how to appreciate world theatre and through theatre appreciate not only
cultural difference but also communality. We have to develop a more
nomadic and appealing critical discourse in order to show them that good
theatre is still a place for the unexpected, a place where miracles can happen;
that good theatre, no matter where it comes from, can help us make better sense
of our lives. Yet to reach those people, our own people and the “other”, we
have to share a language with them, which means participating in a complex set
of mutual expectations and understandings and at the same time being a step
ahead, being in a position to raise more questions, provide more
information, links and insights that no other available source at the moment
can do.
Through our critical
writings we can help promote the idea of a more tolerant international
community, which means that we can transfer the feelings of loyalty to communities
to broader groups as a way to reduce conflict among groups and as a way to
expand the sense of obligation to help compatriots. Crossing borders of any
kind should by no means mean erasing difference. The absence of nationalist
impulses may reinforce objective criticism, but the absence of the local
definitely weakens discourse. I do not believe in disembodied criticism just as
I do not believe in normalizing universality. To be useful at all, we, as
critics, must help fight provincialism (of all sorts) by fostering a healthier
communication and a more honest dialogue among different people. And this
dialogue requires deep understanding of the contexts of construction but also
reflection on how playwrights, artists and the productions we watch around the
world seek to negotiate these contexts. I certainly do not imply here
that we can change the world or overcome the commercialization of culture, but
at least we can help expand the aesthetic and intellectual boundaries of people
a little; we can show them that we are connected to the earth as well and not
to “a” place on it. That we are connected to all sorts of places and their
theatres. Even if we do not want to accept the old cosmopolitan ideal of
transcending the distinction between strangers and friends, we all still depend
on what Tennessee Williams’ Blanche DuBois calls in the Streetcar Named
Desire, the “kindness of strangers” as much as we depend on the
kindness of our own (Robbins 1998: 3).
A conclusion against
macdonaldization
I am not in favour of
criticism (local or international) that argues in black and white. Nor am I in
favour of any debate that converts even the minimal difference into an
antithesis. We cannot be at odds with everything. Nor can we denationalize
everything in the name of a global and still very hazy supra democracy. To have
a good international democracy requires a solid and healthy local democracy. In
the same sense, to have a good global theater one needs the local to provide
the foundations and make the difference. Theatre should not operate like a
multinational corporation that disperses more or less identical goods to every
corner of the globe where they can be sold in virtually identical theatre
(shopping) malls and department stores. Theatre is not MacDonald’s or a credit
card that participates in the same revelry of consumption following identical
trends and fashions. Of course we expect theatre, whether in writing, theory or
practice, to help towards the direction of a better understanding of people,
but definitely not towards a homogenized global consumer society that shapes
the intercultural tastes of citizens around the world and contributes to the
disintegration of local culture. Being embedded as it is, in processes, in
institutions, in structures and in markets located within national sovereign
territories, theatre (criticism) can negotiate its skills and insights in the
international market, but not at the expense of its distinct features of
origin. Which means that it can be partly unhomellike but definitely not
homeless.
To conclude: our job as
reviewers chasing Hamlet’s ghost, is to balance between particularities of
places, characters, faces, aesthetics, presences and ideologies and
macro-interdependencies. It is our responsibility to transfer in a constructive
way the otherness of the international collective to the national collective
(and vice versa) without sacrificing the one for the sake of the other (Ree
1998: 77-90, Rorty 1998: 1-19).
BIBLIOGRAPHY
Blau, Herbert. The
Audience. Baltimore: The Johns Hopkins UP, 1990.
Diamond, Elin. “Blau,
Butler, Beckett, and the Politics of Seeming.” The Drama Review 44.
4 (2000): 31-43.
De Man, Paul. The
Resistance to Theory: Theory and History of Literature, 33.
Manchester: Manchester UP, 1986
Docherty, Thomas. Alterities:
Criticism, History, Representation. Oxford: Clarendon Press, 1996.
Klaic, Dragan. National
Theatres Undermined the Withering of the Nation-State. National Theatres in a
Changing Europe. Ed. S. E.Wilmer. London, Palgrave, 2008. 217-27.
Kruger, Loren. The
National Stage:Theatre and Cultural Legitimation in England, France, and
America. Chicago: U of Chicago P, 1992.
Lucy, Niall. Postmodern
Literary Theory: an Introduction. London: Blackwell Publishers, 1997.
Merod, Jim. The
Political Responsibility of the Critic. Ithaca: Cornell UP, 1987.
Palmer, Richard H. The
Critics’ Canon: Standards of Theatrical Reviewing in America. New York:
Greenwood P, 1988.
Ree, Jonathan.
“Cosmopolitanism and the Experience of Nationalism.” In: Cosmopolitics:
Thinking and Feeling Beyond the Nation. Ed. Pheng Chean & Bruce
Robbins. Minneapolis: U of Minnessota P, 1998. 77-90.
Robbins, Bruce.
“Actually Existing Cosmopolitanism.” In: Cosmopolitics: Thinking and
Feeling Beyond the Nation. Ed. Pheng Chean & Bruce Robbins.
Minneapolis: U of Minnessota P, 1998. 1-19.
Rorty, Richard. “Justice
as a Larger Loyalty.” Thinking and Feeling Beyond the Nation. Ed.
Pheng Chean & Bruce Robbins. Minneapolis: U of Minnessota P, 1998.
45-58.
Siebers, Tobin. The
Ethics of Criticism. Ithaca: Cornell, UP, 1988.
[1] Although the terms “reviewer” and “critic” are used
interchangeably here, there are important differences that separate them.
As Palmer well notes in his book on American criticism, the difference between
review and criticism “parallels the contrast between a news and a feature
story, the first is controlled more by considerations of reportage, the second
more by the need for indepth coverage” (1988: 1).
[2] By relating theatre-going to other forms of “shopping” I do
not mean to be insulting, of course. Attending theatre is an expensive form of
entertainment. Which means that people, before they “buy a show” consult other
people (or sources) to ensure that the product merits the costs. And the
reviewer is one (and for sure not the first) of their possible consumer guides.
[3] It goes without saying that wherever there is a big number
of newspapers to cover a production, the impact of each review is much less.
For example, in Athens, Greece, a city of close to four million people, there
are at this moment well over thirty daily and weekly publications that cover
theatre productions, yet with the exception of only one, none of them has any
real impact on the box office. In New York, on the other hand,
things are very different. After the 1960s many newspapers folded and the city
was left with only a few; as a result, Palmer notes (1988), the remaining
theatre critics/reviewers carried much more weight and power than before, to
the point of closing down productions they did not like. Their word outranked
that of any playwright, producer or star. Today success on Broadway still
depends on pleasing one individual, the critic of New York Times,
producer Thelma Holt admits; “it is only the NYT that has any influence”(http://entertainment.timsoonline.co.uk).
[4] A recent gallop published in a Greek newspaper (Eleftherotypia 3/5/2009)
has shown that 64.3% of those who plan their evening entertainment (which
includes theatre as well) first consult friends and relatives. A second source
of information is the commercials on television or the posters on the streets.
In third place one finds newspapers, journals and the internet.
[5] Twenty five years ago, I would never have guessed that
theatre would be assessed by visual symbols or ratings. Today it is common
practice. The most influential publication in Greece now is an Athenian weekly
magazine called Athenorama that provides a panoramic view of
what is going on among the city’s approximately 500 annual productions, and
ranks performances from 0 to 5 (like evaluating hotel facilities). At the end
of each season, readers can vote (with coupons offered by the magazine) on the
best performance of the season, the best leading male or female actress etc. It
suffices to say that the prizes offered by the particular magazine have by far
surpassed in terms of popularity the prizes offered by the Association of Greek
Theatre Critics.
[6] As a member on the Board of Greece’s State-funding committee
I see that every year we find in the application files submitted for evaluation
more reviews from bloggers and personal websites than from traditional sites,
like a serious newspaper.