Κανείς δεν λέει ότι το γέλιο δεν κάνει καλό στην υγεία. Μάλιστα όσο πιο
δύσκολα περνάμε στην καθημερινότητά μας τόσο πιο πολύ το έχουμε ανάγκη. Όμως,
αυτός δεν είναι λόγος να παίρνουμε τα κείμενα και να τους αλλάζουμε τον
αδόξαστο στο όνομα (υποτίθεται) του γέλιου. Κάπου πρέπει να βάζουμε φρένο.
Ιδίως όταν τα υλικά μας δεν αντέχουν.
Ούτε το χιούμορ ούτε η τόλμη λείπουν από τους δύο δημοφιλείς καλλιτέχνες μας, τον Ρέππα και τον Παπαθανασίου, που ανέλαβαν να ξαναγράψουν (γιατί περί αυτού πρόκειται) και να σκηνοθετήσουν την κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1955). Ας μας έλεγαν λοιπόν ευθέως: «ήρθαμε για την αρπαχτή» ή περίπου ή κάτι πιο ευγενικό. Έτσι το καταλαβαίνω. Τίμια πράγματα. Να ξέρει και ο θεατής πριν πάει στο ταμείο τι του γίνεται. Και για να μην παρεξηγηθώ να πω ότι δεν μ’ ενοχλούν οι επεμβάσεις σε ένα κείμενο το οποίο οι καιροί «συνταξιοδότησαν» ή «γκρίζαραν». Όταν όμως οι επεμβάσεις βγάζουν μάτι ότι γίνονται για να βελτιωθούν οι εισπρακτικές και όχι οι όποιες ποιοτικές προδιαγραφές του έργου, τότε μιλάμε για καραμπινάτη «αρπαχτή». Όποιος γνωρίζει την ταινία με τον Ντίνο Ηιλιόπουλο θα χάσει τ’ αβγά και τα πασχάλια από τις προσθαφαιρέσεις των δύο (αντι)γραφέων οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να περιπλέξουν ακόμη πιο πολύ την ιστορία του φουκαρά του Θοδωράκη, αυθαιρετούν κατά το δοκούν. Από την πέννα τους μαθαίνουμε ότι η γκόμενα του Θόδωρου (η αιτία που σκαρφίζεται το Λευτεράκη), αφού εγκλωβίζεται στο σπίτι του, μεταμορφώνεται εξ ανάγκης σε δουλικό, τη Βαγγελίτσα από τη Γαστούνη. Επίσης, από το συγγραφικό δίδυμο μας έρχεται η πληροφορία ότι ο πρώτος Λευτεράκης είναι στην πραγματικότητα ο Μπάμπης, ο γκόμενος της Ελένης, της φίλης της Φωφώς, γυναίκας του Θόδωρου, και ότι κάποιος Τόλης (αυτός σκάει μύτη από το πουθενά), την πέφτει στη Φωφώ και εντάσσεται τσάτρα πάτρα στα εκπνέοντα δρώμενα ως δεύτερος Λευτεράκης (είναι κι ένας τρίτος που ευτυχώς δεν προλάβαμε να δούμε, γιατί τη στιγμή που κτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας εκεί πέφτει και η αυλαία στο κεφάλι του «αποτρελαμένου» Θόδωρου).
Ούτε το χιούμορ ούτε η τόλμη λείπουν από τους δύο δημοφιλείς καλλιτέχνες μας, τον Ρέππα και τον Παπαθανασίου, που ανέλαβαν να ξαναγράψουν (γιατί περί αυτού πρόκειται) και να σκηνοθετήσουν την κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1955). Ας μας έλεγαν λοιπόν ευθέως: «ήρθαμε για την αρπαχτή» ή περίπου ή κάτι πιο ευγενικό. Έτσι το καταλαβαίνω. Τίμια πράγματα. Να ξέρει και ο θεατής πριν πάει στο ταμείο τι του γίνεται. Και για να μην παρεξηγηθώ να πω ότι δεν μ’ ενοχλούν οι επεμβάσεις σε ένα κείμενο το οποίο οι καιροί «συνταξιοδότησαν» ή «γκρίζαραν». Όταν όμως οι επεμβάσεις βγάζουν μάτι ότι γίνονται για να βελτιωθούν οι εισπρακτικές και όχι οι όποιες ποιοτικές προδιαγραφές του έργου, τότε μιλάμε για καραμπινάτη «αρπαχτή». Όποιος γνωρίζει την ταινία με τον Ντίνο Ηιλιόπουλο θα χάσει τ’ αβγά και τα πασχάλια από τις προσθαφαιρέσεις των δύο (αντι)γραφέων οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να περιπλέξουν ακόμη πιο πολύ την ιστορία του φουκαρά του Θοδωράκη, αυθαιρετούν κατά το δοκούν. Από την πέννα τους μαθαίνουμε ότι η γκόμενα του Θόδωρου (η αιτία που σκαρφίζεται το Λευτεράκη), αφού εγκλωβίζεται στο σπίτι του, μεταμορφώνεται εξ ανάγκης σε δουλικό, τη Βαγγελίτσα από τη Γαστούνη. Επίσης, από το συγγραφικό δίδυμο μας έρχεται η πληροφορία ότι ο πρώτος Λευτεράκης είναι στην πραγματικότητα ο Μπάμπης, ο γκόμενος της Ελένης, της φίλης της Φωφώς, γυναίκας του Θόδωρου, και ότι κάποιος Τόλης (αυτός σκάει μύτη από το πουθενά), την πέφτει στη Φωφώ και εντάσσεται τσάτρα πάτρα στα εκπνέοντα δρώμενα ως δεύτερος Λευτεράκης (είναι κι ένας τρίτος που ευτυχώς δεν προλάβαμε να δούμε, γιατί τη στιγμή που κτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας εκεί πέφτει και η αυλαία στο κεφάλι του «αποτρελαμένου» Θόδωρου).
Η μεταμφίεση είναι σίγουρα αναπόσπαστο στοιχείο της φάρσας. Και δεν θα είχα
καμιά απολύτως αντίρρηση εάν όλα αυτά γίνονταν με μέτρο και, κυρίως, αγάπη και φροντίδα. Δεν είναι λογική να
τα ξεχειλώνεις όλα για να πας το στόρι ντε και καλά εκεί που σε βολεύει. Και η
πλοκή πρέπει να βολεύεται σύμφωνα με τους δικούς της όρους .
Στο μυαλό μου μια λέξη περιγράφει αυτά που είδα: ξεπέτα. Και αυτή ταιριάζει
και στη σκηνοθεσία. Καμιά εύφορη στιγμή, καμιά φρεσκάδα, καμιά ευρηματικότητα.
Όλα χθεσινά, παλιά, μουχλιασμένα. Ηθοποιοί να στέκονται σε μια ευθεία κοιτώντας
την πλατεία και ταυτόχρονα να συνομιλούν μεταξύ τους, να ερωτεύονται και να
παρεξηγούνται λες και έκαναν επιθεώρηση. Κόσμος και κοσμάκης να μπαινοβγαίνει
ασταμάτητα στο παντελώς αδιάφορο σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη (είπαμε, η φτήνια
έχει τα όριά της, ακόμη και για το Θέατρο Κήπου) να πετά και από καμιά ατάκα
και να φεύγει (κυρίως) προς τη βεράντα. Και φτου από την αρχή. Αυτό δεν είναι
σκηνοθεσία. Ρύθμιση κυκλοφοριακού είναι.
Όσο για τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους, τους κουβάλησαν μπουσουλώντας δυο
ανέτοιμοι για μια τέτοια ανάθεση ηθοποιοί, ο Πέτρος Μπουσουλόπουλος
(Λευτεράκης) και ο Γιάννης Τσιμιτσέλης (Θόδωρος). Σε καμιά στιγμή δεν έπεισαν
ότι ήταν σε θέση να κάνουν κωμωδία, ακόμη και μια τέτοια κωμωδία. Επίδειξη
ερασιτεχνισμού. Καλή στη βλάχικη αξάν και στα γκομενικά νάζια η Βάσω Λασκαράκη.
Εντελώς άχρωμος ο Τάσος Αλατζάς και κουραστικά τα χιλιοχρησιμοποιημένα ερωτικά κολπάκια που υπέδειξαν στη
Σοφία Βογιατζάκη οι δύο σκηνοθέτες. Διόλου «γάτα» η γυναίκα του Θόδωρου
(Βασιλική Ανδρίτσου). Επίπεδο παίξιμο. Πιο «προσγειωμένος» ο Φώτης Σπύρος.
Συμπέρασμα: πάει κι αυτό.
Αγγελιοφόρος της
Κυριακής
1/8/2010