Είναι πράγματι εντυπωσιακός ο αριθμός των
νεοελληνικών έργων που παρουσιάζονται και φέτος στις σκηνές της Αθήνας. Τα
υπολογίζω γύρω στα 60, ίσως και περισσότερα. Δικαιολογημένα λοιπόν τα εκτενή
ρεπορτάζ που διαβάζουμε στα πολιτιστικά ένθετα των εφημερίδων.
Στο ερώτημα, γιατί αυτή η έκρηξη, κάποιος θα
μπορούσε να επικαλεσθεί ποικίλους λόγους που έχουν να κάνουν με την πληθώρα των
εργαστηρίων γραφής, τον όγκο των ομάδων που αναζητούν νέα έργα κ.λπ. Τα
παρακάμπτω όλα αυτά και στέκομαι σε μια κάπως πιο διαχρονική εξήγηση του
φαινομένου, που λέει ότι σε στιγμές
κρίσης ο άνθρωπος έχει την τάση να στρέφεται μαζικά στο θέατρο, γιατί η διπλή
φύση του είδους του δίνει τη δυνατότητα να υπερβεί την κρίση μέσα από την
υιοθέτηση ενός άλλου προσωπείου. Σήμερα υπάρχει βαθιά κρίση· και βεβαίως δεν
αναφέρομαι μόνο στην οικονομική. Υπάρχει κρίση ορισμού της ίδιας της
πραγματικότητας. Δικαιολογημένο, λοιπόν, το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών μας.
Εκείνο που προβληματίζει με τα περισσότερα
έργα που βλέπουμε στη σκηνή είναι ότι, αν και έχουν αφήσει πίσω τους την
καμπανελλική αυλή και τη λογική των συγγραφέων της δεκαετίας του 1970,
δυσκολεύονται ακόμη να ξεφύγουν από τις φιλοσοφικές βεβαιότητες που τους
υπόσχεται η νατουραλιστική ανάγνωση της ζωής. «Ό,τι βλέπετε στη σκηνή δεν διαφέρει σε τίποτα από
εκείνο που βλέπετε εκτός σκηνής": αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί ως κυρίαρχη
άποψη. Και δεν θα είχα καμιά αντίρρηση εάν η παραπάνω θέση δεν απέκλειε την
πεμπτουσία της ζωής, που είναι η ίδια η θεατρικότητά της. Είτε μιλούν για την
παρέα είτε για την αγωνία και την παραβατικότητα των νέων, τα διαζύγια, τις
εργασιακές σχέσεις, τον πόλεμο, τη μετανάστευση κ.λπ., τα έργα αυτά συνήθως
εκτυλίσσονται σε περιοχές που ήδη γνωρίζουμε. Όμως ο καλός καλλιτέχνης δεν
λειτουργεί απλώς ως οργανωτής (μάνατζερ) της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά
κυρίως ως ερμηνευτής. Που πάει να πει πως δεν αρκεί η γνώριμη δικαιολογία
«γράφω ό,τι γνωρίζω καλύτερα», γιατί έτσι εξορίζεται κάθε δυνατότητα εμπλοκής
της φαντασίας. Μάλιστα με δεδομένη την επιθετικότητα της εικονικής
πραγματικότητας, εκείνο που πρωτίστως χρειαζόμαστε τώρα είναι έργα που αναζητούν
το «χαμένο ρεαλισμό» της ζωής, δηλαδή έργα λιγότερο αθώα, λιγότερο
«χαβαλετζίδικα», λιγότερο lifestyle,
λιγότερο trendy, λιγότερο fast forward, λιγότερο fastfood, με δυο λόγια, έργα που
"είναι" και όχι που "φαίνονται" θέατρο, έργα που προβάλλουν
βαθιές σκέψεις μέσα από τον καθημερινό λόγο και ασυνήθιστες πράξεις μέσα σε
συνηθισμένες καταστάσεις. Σε αυτό τον αστερισμό της δημοκρατίας του θεάματος,
σε μια εποχή όπου το καρτεσιανό απόφθεγμα «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» έχει
αντικατασταθεί από το πιο σύγχρονο, «ψωνίζω, άρα υπάρχω», χρειαζόμαστε έργα που
έχουν να πουν πράγματα που δεν έχουμε σκεφτεί ή δεν έχουμε ξαναδεί, έργα που
δεν βιάζονται να τα πουν όλα με μισόλογα ή με κουβέντες του καφενέ εδώ και
τώρα, λες και δεν υπάρχει αύριο. Έργα που δεν φοβούνται τις ουσιαστικές ρήξεις,
τις επικίνδυνες διαβάσεις, τον κοσμοπολιτισμό, την εξωστρέφεια. Έργα που όντως
θέλουν να δημιουργήσουν σκεπτόμενους (= “επικίνδυνους”) θεατές-πολίτες του
τόπου και του κόσμου, πολίτες λίγο global
και λίγο local, δηλαδή glocal.
Είναι σίγουρα ελπιδοφόρο το ότι αγωνιούν οι
νέοι καλλιτέχνες μας (θα ήταν ανωμαλία εάν συνέβαινε το αντίθετο). Είναι καλό
το ότι πολλαπλασιάζονται τα φεστιβάλ, τα αναλόγια, οι εναλλακτικοί χώροι, τα
στιλ. Όμως, θα είναι ακόμη καλύτερο όταν αντιληφθούν οι εμπλεκόμενοι στο
θεατρικό γίγνεσθαι ότι η ζωή είναι όμορφη (ακόμη και στα χάλια της) μόνο όταν
τη ζεις, όχι όταν τη βλέπεις να μετακομίζει αμετάλλακτη στο σανίδι σαν παλιός
γνώριμος καναπές. Τότε είναι απίστευτα βαρετή, μα πάνω από όλα ψεύτικη.
Τουλάχιστον αυτό μας έχει διδάξει η ιστορία του καλού θεάτρου: η «πραγματική»
πραγματικότητα δεν περιφέρεται ποτέ με ρεαλιστική αμφίεση. Όσοι επιμένουν να
την περιφέρουν έτσι, φοβούμαι πως έχουν μπερδέψει τη μάσκα με τα μασκαραλίκια.