Το Προσδοκώ, το πιο πρόσφατο θεατρικό έργο του Γιώργου Βέλτσου (με τις τρεις παρεμβάσεις της Ευγενίας Βάγια), που είδαμε σε πανελλήνια πρώτη στο Φουαγιέ του ΚΘΒΕ, είναι μια περφόρμανς ιδιαίτερη, απαιτητική, ποικιλοτρόπως δύσκολη, όμως ταυτόχρονα δυνάμει προσιτή και ευανάγνωστη, οπότε, υπ' αυτή την έννοια, θα μπορούσε να την πει κανείς και "εύκολη", δηλαδή "φιλική" προς τον υποδοχέα της, γιατί ακριβώς μιλά για πράγματα τα οποία είναι τόσο "δικά μας", τόσο κοντά μας, τόσο ανθρώπινα, τόσο αναπόφευκτα, τόσο μπανάλ. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, τι πιο οικείο πράγμα από τον Θάνατο! Και παράλληλα, όμως, τι πιο μυστηριώδες (και τρομερό)!
Ο Θάνατος (ως το απόλυτο τέλος της
ανθρώπινης, και όχι μόνο, παράστασης) είναι περιουσιακό στοιχείο όλων μας (και
όλων των πολιτισμών). Είναι το μοναδικό κοινό στοιχείο που δένει τους ανθρώπους,
ανεξάρτητα από τη φυλή, το φύλο, το χρώμα, την οικονομική κατάσταση. Και παρ'
όλα αυτά είναι το στοιχείο εκείνο που φοβόμαστε περισσότερο, το στοιχείο με το
οποίο δεν συμβιβαζόμαστε. Όπως είναι και το στοιχείο εκείνο για το οποίο δεν
έχουμε ικανό λόγο να το εκφράσει, παρά το γεγονός ότι όσο ζούμε το κουβαλούμε
μαζί μας, αχώριστος "φίλος-τρομοκράτης" (εννοώντας ότι για να υπάρχει
ο θάνατος ή το τέλος πρέπει να υπάρχει ταυτόχρονα και ζωή, δηλαδή κάποια αρχή
που θα το γεννήσει). Και δεν έχουμε ικανό λόγο να το διαχειριστεί γιατί κανείς που φεύγει δεν
επιστρέφει να μας πει πώς είναι εκεί κάτω ή εκεί πάνω. Τι να σκέφτονται άραγε
οι νεκροί για τους ζωντανούς; Εμείς τους σκεφτόμαστε με εικόνες, αγάλματα, ποιήματα,
αφιερώματα, επικήδειους, προσευχές και λιτανείες. Αυτοί, πώς; Μήπως είναι
"θυμωμένοι" γιατί εμείς ακόμη ζούμε;
Το Προσδοκώ κάνει ακριβώς θέμα και θέαμα την ίδια την αδυναμία του συγγραφέα του να μιλήσει με όρους απόλυτους και συμπερασματικούς για τον θάνατο, για το τέλος οποιασδήποτε μορφής (κοινωνικής, πολιτικής, βιολογικής κ.λπ).
Το Προσδοκώ είναι ένας δι-ιστορικός θρήνος, ένας ad infinitum επικήδειος της ζωής και ό,τι αυτή φιλοξενεί. Όμως, προσοχή: δεν πρόκειται για έναν επικήδειο που ακυρώνει τη ζωή, αλλά για έναν επικήδειο που διαλέγεται (και συνάμα φλερτάρει) με τις αντιφάσεις της. Τις επαναλαμβάνει, δεν τις εξαντλεί, γιατί έαν τις εξαντλούσε θα διέγραφε τον εαυτό του. Ο θρήνος έχει ανάγκη τον ύμνο της ζωής για να υπάρξει.
Το Προσδοκώ είναι μια πεισματική ανακύκλωση ομοιωμάτων, που κάποτε ήταν μια "πραγματικότητα" (ομοιωμάτων). Και τι πιο ιδανικός χώρος προσωρινής στέγασης της ετερότητας του ομοιώματος από το ίδιο το θέατρο, η τέχνη που διαρκώς μιμείται τον δικό της "άλλο" θάνατο κάθε βράδυ, η τέχνη εκείνη που κάθε βράδυ μας προσφέρει και το τέλος της αναπαράστασης της ζωής, κάθε βράδυ μας καλεί να ζήσουμε τη μεθοδευμένη, τη σκηνοθετημένη απώλεια της παρουσίας και να αποδεχτούμε την κυριαρχία της απουσίας. Μέχρι την επόμενη παράσταση, τον επόμενο θρήνο του νέου θανάτου, όπως και τον ύμνο της νέας αναγέννησης.
Η Σοφία Καρακάντζα, που υπογράφει τη
σκηνοθεσία, δημιούργησε ένα λιτό όσο και συμπαγές και ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό,
ποιητικό και ρυθμικό τελετουργικό/επιτελεστικό συμβάν, με κέντρο βάρους ένα
"μπουλούκι" ηθοποιών (μίμων) που σέρνει, όπως η "Ανθρωπότητα/Mankind"
στα "Μυστήρια" τα μεσαιωνικά, ένα κάρο με πτώματα, ένα κάρο φορτωμένο
αποσκευές-απομεινάρια ταξιδιωτών, ένα κάρο από μνήμες, ένα κάρο προσκυνητών της
ζωής, που τώρα θυμούνται ότι κάποτε έζησαν την αρχή των πραγμάτων και την ομορφιά της ζωής (και των προσδοκιών της) και
μοιράζονται τα συμπεράσματα του τέλους. Δίνουν παράσταση των πάλαι ποτέ
αναπαραστάσεών τους.
Με το έργο αυτό, με τις έντονες
ποιητικές ποιότητες, ο Βέλτσος μετατρέπει το καθαρά θεωρητικό και φιλοσοφικό
"τέλος" της ντεριντιανής κοσμοθεωρίας και βιοπολιτικής, σε μια
στοχαστική και συνολική επαναξιολόγηση, διανθισμένη με δόσεις χιούμορ και ψήγματα
καθημερινότητας (πολιτών, καλλιτεχνών και πολιτικών--όπως ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου, η Μερκούρη, ο Ρίτσος, μεταξύ άλλων).
Δείτε αυτή την "επικήδεια"
περφόρμανς, "της ζωής μας το ταξείδιον". ΑΞΙΖΕΙ!! Απλώς για να την
εκτιμήσετε υποδεχτείτε την στα όρια που η ίδια θέτει και όχι σε κάποια άλλα
επιθυμητά ή φαντασιακά όρια. Οι παραστάσεις, αυτές και μόνο αυτές, μας δείχνουν
τον τρόπο της ανάγνωσής τους, τον τρόπο προσέγγισής τους. Οι παραστάσεις, τα
παραδοτέα τους, είναι το αζιμούθιό μας, ο έμπιστος πλοηγός μας.
Οπότε, μην πάτε περιμένοντας να ψυχαγωγηθείτε με προβλέψιμες δραματικές καταστάσεις και ερμηνείες. Μην περιμένετε να γνωρίσετε
τρισδιάστατους χαρακτήρες, ψυχολογικές βυθίσεις και αναλύσεις και
αναπαραστάσεις γεγονότων από τη ζωή τους. Μην περιμένετε κάποια αρχή, μέση και
τέλος. Μην περιμένετε να σας "ξεγελάσουν" οι σκηνικές ψευδαισθήσεις.
Μην περιμένετε συγκρούσεις και διαλογικές αντιπαραθέσεις. Μην περιμένετε κάποιο
σασπένς (Ποιος τόκανε, γιατί τόκανε ή τι θα γίνει μετά;). Τίποτα από όλα αυτά
που περίπου αποτελούν τη ραχοκοκαλιά ενός γνώριμου, συμβατικού δραματικού
κόσμου. Πηγαίνετε με άλλη διάθεση και με άλλες προσδοκίες. Και δεν θα χάσετε.
Αφουγκραστείτε τα υπέροχα ηχοχρώματά
της περφόρμανς, την ποίησή της, περπατήστε επάνω στο μουσικό της χαλί, απολαύστε τη
συντονισμένη κίνηση των σωμάτων, στοχαστείτε επάνω στα θραύσματα εμπειριών.
Αφήστε το καλειδοσκόπιο αυτών των
θραυσμάτων να σας οδηγήσει στον αχαρτογράφητο κόσμο του τέλους και των ποικίλων
συνοδευτικών θανάτων (αλλά και προσδοκιών) --βιολογικών, ψυχολογικών, βιοπολιτικών, κοινωνικών. Μην
περιμένετε κάποια οριστική αυλαία, κάποια οριστική απάντηση στις "προσδοκίες" που δημιουργεί η περφόρμανς. Δεν θα την έχετε.
Τα συνθετικά υλικά του τέλους παραμένουν, εδώ όσο και αλλού, ανοικτά, ώστε να
είναι μονίμως γεμάτο το κάρο (της ζωής) με τα "πτώματα" (σωμάτων,
ιδεών, ιδεολογιών, ιστοριών, προσδοκιών κ.λπ).
Χαλαρώστε και αφεθείτε για μία ώρα να
σας παρασύρουν σε αυτή την terra incognita (όπως τη συνέλαβε
σκηνογραφικά η Ράνια Εμμανουηλίδου) οι πρωτότυπες μουσικές προτάσεις του
Δημήτρη Καμαρωτού, οι κυματοειδείς χορογραφίες της Μέλπως Βασιλικού, οι
στοχασμοί, οι προσωπικοί απολογισμοί και προβληματισμοί του συγγραφέα, οι
σκηνοθετικές λύσεις-προτάσεις της σκηνοθεσίας και φυσικά οι καλές και σμιλεμένες ερμηνείες των
ηθοποιών (Ελένη Θυμιοπούλου, Μαρία Καραμήτρη, Αίγλη Κατσίκη, Εύη Κουταλιανού,
Θεοδώρα Λούκας, Δημήτρης Ναζίρης, Γιάννης Τομάζος, Γιάννης Χαρίσης).
Ιδωμένα εν συνόλω όλα τα επιμέρους συνθέτουν ένα πυκνό
επιτελεστικό όλον ιδιαίτερο, γοητευτικό, ξεχωριστό, ρυθμικό, παιδευτικό. Το
προτείνω!! Δεν είναι χάσιμο χρόνου. Θα βγείτε κερδισμένοι.
Φωτογραφίες: Mike Rafail
6
Μαρτίου 2024