Τον τελευταίο καιρό έχουν πυκνώσει
εντυπωσιακά οι μελέτες και τα συνέδρια που αφορούν τα εθνικά θέατρα και το ρόλο
τους στον υπό διαμόρφωση πολιτιστικό χάρτη της Νέας Ευρώπης. Παλιότερα, και
εννοώ στις αφετηρίες του θεσμού, τα πράγματα ήταν σχετικά ευανάγνωστα μιας και
το κύριο βάρος της αποστολής των θεάτρων αυτών ήταν να βοηθήσουν στη
σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας του τόπου. Κύριοι αποδέκτες και εκτιμητές
των σκηνικών (μυθ)ιστοριών ήταν οι αστοί.
Μέχρι που εισβάλλει στη ζωή του ανθρώπου η φωτογραφία, μετά ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο, οπότε πολλά πράγματα αλλάζουν. Με τα νέα μέσα αναπαράστασης ο απλός πολίτης αποκτά πρόσωπο, φωνή και σώμα. Δεν είναι πια μια αφηρημένη αναφορά ή μια φιγούρα στη σελίδα κάποιου βιβλίου.
Μέχρι που εισβάλλει στη ζωή του ανθρώπου η φωτογραφία, μετά ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο, οπότε πολλά πράγματα αλλάζουν. Με τα νέα μέσα αναπαράστασης ο απλός πολίτης αποκτά πρόσωπο, φωνή και σώμα. Δεν είναι πια μια αφηρημένη αναφορά ή μια φιγούρα στη σελίδα κάποιου βιβλίου.
Μπροστά στα νέα δεδομένα, ο θεατής απαιτεί
και ένα αλλιώτικο θέατρο, με άλλους σκηνικούς κώδικες. Στην αρχή θέλει ένα
θέατρο που να έχει την πιστότητα μιας φωτογραφίας, κατόπιν την ποικιλότητα και
το ευμετάβλητο μιας κινηματογραφικής ταινίας και τέλος το μυστήριο του
ραδιοφώνου (με την «ασώματη» φωνή). Κάπως έτσι γεννιέται το «μοντέρνο» και οι
συνοδευτικοί «-ισμοι» (βλ. φροϋδισμός, εξπρεσιονισμός κ.λπ).
Αυτά, σε συνδυασμό με το δημοκρατικό σοσιαλισμό που σιγά σιγά
εξαπλώνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, επιφέρουν νέες αλλαγές και στον τρόπο
λειτουργίας των εθνικών θεάτρων, τα οποία καλούνται να αγκαλιάσουν όλο τον
κόσμο και όχι μόνο τους πρωτευουσιάνους μεσοαστούς (μέσα σε αυτή τη λογική
δημιουργούνται, με χρονοκαθυστέρηση, και τα δικά μας ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.). Περίπου τότε
προλειαίνεται και το έδαφος για την είσοδο του θεάτρου στην τρίτη φάση που
σηματοδοτείται με την κυριαρχία της υψηλής τεχνολογίας (δεκαετία 1980-σήμερα).
Η εμφάνιση του βίντεο, της καλωδιακής
τηλεόρασης, των υπολογιστών, των i-pods κ.λπ., εισάγουν
στην αγορά ποικίλα (και φτηνά) ψυχαγωγικά και άλλα προϊόντα που αποδυναμώνουν
τους παραδοσιακούς δεσμούς των πολιτών του έθνους και βεβαίως δυσχεραίνιουν το
(μεταμοντέρνο) ρόλο των εθνικών θεάτρων, τα οποία πλέον δεν μπορούν να λειτουργήσουν όπως
παλιά: ως χώροι τακτοποίησης των λογαριασμών των πολιτών με την εθνική τους
συνείδηση. Τώρα ο παλμός του έθνους καταγράφεται αλλού, κυρίως στην
εικονογραφία της τηλεοπτικής οθόνης. Γι’ αυτό και οι σύγχρονοι διαχειριστές της
εξουσίας ποσώς ενδιαφέρονται να επενδύσουν σ’αυτά, παρόλο που θεωρώ πως είναι
ακόμη χρήσιμα. Σε μια εποχή ηθικής χρεοκοπίας της δημόσιας σφαίρας, τα εθνικά
θέατρα μπορούν να παίξουν ένα ρόλο πολύ πιο εποικοδομητικό από οποιοδήποτε άλλο
μέσο, και τούτο γιατί είναι ο πιο φυσικός χώρος έκθεσης θεμάτων που αφορούν το
έθνος,τα όνειρα και τα λάθη του.
Ο Γ. Χουβαρδάς που ανέλαβε πέρυσι τη
διεύθυνση του Εθνικού, ανέλαβε μαζί και τη ευθύνη να το περάσει σε αυτή την
τρίτη και δύσκολη φάση. Οι αλλαγές που εισήγαγε συζητήθηκαν ποικιλοτρόπως. Η
περσινή εμπειρία έδειξε ότι ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Δεν αλλάζει από τη μια
μέρα στην άλλη ο παραδοσιακός φίλος του Εθνικού που συνήθισε σε ένα
συγκεκριμένο ρεπερτόριο, αλλά ούτε πείθεται εύκολα ο νέος που έχει μια πληθώρα
άλλων θεατρικών επιλογών και σαφώς δεν περιμένει από το όποιο Εθνικό να τον
«μορφώσει» ή να τον «ψυχαγωγήσει». Όσο για τον απόντα μετανάστη, κάποια στιγμή
θα διεκδικήσει τη θέση του στις εξελίξεις και θα δημιουργήσει την ανάγκη για
νέους («άλλους») τόπους μείξης που θα περιπλέξουν ακόμη πιο πολύ την «εθνική»
αποστολή των θεάτρων.
Η πρόκληση τελικά για όλα τα εθνικά θέατρα
της Ευρώπης είναι να δείξουν ότι μπορούν αφενός να λειτουργήσουν ως χρήσιμες
και συνάμα τολμηρές εστίες φιλοξενίας μιας «φαντασιακής κοινότητας» (κατά Μπ.
Άντερσον), και αφετέρου ως συνδρομητές στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας νέας
ευρωπαϊκής ταυτότητας. Ο χρόνος θα
δείξει πώς θα διαμορφωθεί το τοπίο. Πάντως δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.
1.2.2009