Τη
στιγμή που η ιατρική κάνει το παν να επιμηκύνει τη ζωή, οι θεωρητικοί της ζωής
μιλούν μονίμως για θάνατο: της ιστορίας, της ιδεολογίας, του έθνους, του
είδους, και πρόσφατα της θεατρικής κριτικής. Αναμενόμενη εξέλιξη. Γιατί, εάν
δεχτούμε το απλό σκεπτικό που λέει ότι όσο θα βελτιώνεται η τεχνολογία τόσο θα
περιορίζεται και η δυνατότητα του ανθρώπου να (επι)κρίνει, τότε μπορούμε να
φανταστούμε τι μέλλον προοιωνίζεται για ένα καθαρά επεμβατικό εργαλείο όπως ο
κριτικός λόγος.
Ως έχει η κατάσταση, όλα συνηγορούν εναντίον του. Τα παραδείγματα πολλά. Στέκομαι μόνο στο θέατρο, όπου αρκεί μια καλοστημένη τηλεοπτική διαφήμιση μιας παράστασης, λ.χ., για να ανατρέψει την εκτίμηση οποιουδήποτε κριτικού. Τώρα τελευταία, μάλιστα, η δυναμική «εισβολή» των μπλόγκερς έχει δημιουργήσει ένα επιπλέον ρήγμα στην κοινωνική εμβέλεια της παραδοσιακής κριτικής. Ολοένα και περισσότερος κόσμος, ιδίως νεαρής ηλικίας, στρέφεται στους ανώνυμους μπλογκερ-κριτικούς για να ενημερωθεί ή να ανταλλάξει απόψεις, να τοποθετηθεί κ.λπ. Εδώ φτάσαμε στο σημείο να αξιολογούνται με αστερίσκους (λες και είναι ξενοδοχεία) παραστάσεις με βάση το γούστο χρηστών του Διαδικτύου. Και σαν να μην φτάνει αυτό, μέσα από τέτοιες επισφαλείς διαδικασίες δίνονται βραβεία και επιβάλλονται παραστάσεις, ήτοι διαμορφώνεται ο θεατρικός κανόνας ενός τόπου, τη στιγμή που τα βραβεία της καθ’ ύλην αρμόδιας επιτροπής κριτικών θεάτρου περνούν συχνά απαρατήρητα.
Ως έχει η κατάσταση, όλα συνηγορούν εναντίον του. Τα παραδείγματα πολλά. Στέκομαι μόνο στο θέατρο, όπου αρκεί μια καλοστημένη τηλεοπτική διαφήμιση μιας παράστασης, λ.χ., για να ανατρέψει την εκτίμηση οποιουδήποτε κριτικού. Τώρα τελευταία, μάλιστα, η δυναμική «εισβολή» των μπλόγκερς έχει δημιουργήσει ένα επιπλέον ρήγμα στην κοινωνική εμβέλεια της παραδοσιακής κριτικής. Ολοένα και περισσότερος κόσμος, ιδίως νεαρής ηλικίας, στρέφεται στους ανώνυμους μπλογκερ-κριτικούς για να ενημερωθεί ή να ανταλλάξει απόψεις, να τοποθετηθεί κ.λπ. Εδώ φτάσαμε στο σημείο να αξιολογούνται με αστερίσκους (λες και είναι ξενοδοχεία) παραστάσεις με βάση το γούστο χρηστών του Διαδικτύου. Και σαν να μην φτάνει αυτό, μέσα από τέτοιες επισφαλείς διαδικασίες δίνονται βραβεία και επιβάλλονται παραστάσεις, ήτοι διαμορφώνεται ο θεατρικός κανόνας ενός τόπου, τη στιγμή που τα βραβεία της καθ’ ύλην αρμόδιας επιτροπής κριτικών θεάτρου περνούν συχνά απαρατήρητα.
Κάποια χρόνια πριν, ο θεατρικός κριτικός ήξερε ποια ήταν η
θέση του στα πράγματα. Eίχε
κάποιο κοινωνικό και καλλιτεχνικό ρόλο να επιτελέσει. Eίχε απέναντί του ένα θεατρικά περίεργο δέκτη που
περίμενε από αυτόν να του πει πέντε πράγματα παραπάνω. Σήμερα, ο διάλογος αυτός
έχει καταρρεύσει. Απέναντι στον κριτικό βρίσκεται ένα ετερόκλητο κοινό που κατά
βάση δεν τον έχει ανάγκη, αφού μπορεί να πληροφορηθεί τα πάντα από άλλες πηγές.
Ένα κοινό χωρίς καθόλου υπομονή, ιδιαίτερα για αναγνωστικές περιπέτειες παλιού
τύπου –γεγονός που εξηγεί και την άνθηση που σημειώνει τα τελευταία χρόνια το
κοσμικο-καλλιτεχνικό θεατρικό ρεπορτάζ που εντέχνως ενσωματώνεται σε ένα συνολικό
λάιφστάιλ, στόχος του οποίου είναι όχι απλώς να ενημερώσει αλλά, κυρίως, να
διαμορφώσει γούστο και συνειδήσεις.
Στη σημερινή Αθήνα, καμία σοβαρή θεατρική στήλη δεν μπορεί
πλέον να επηρεάσει ουσιαστικά την πορεία μιας παράστασης (εκτός και αν βρει
τρόπους να εμπλέξει το κοινό, προσφέροντάς του βήμα και μαζί την ικανοποίηση
ότι έχει λόγο στα καθέκαστα). Μάλιστα, όσο περισσότερες είναι οι θεατρικές
στήλες σε μια πόλη τόσο μικρότερο είναι και το εκτόπισμά τους, υπό την έννοια
ότι έτσι αποψιλώνεται η επικινδυνότητα που ενέχει μια πιθανή συγκέντρωση
εκτιμήσεων.
Εκτιμώ
πως ποτέ άλλοτε η θεατρική κριτική δεν ήταν τόσο περιθωριοποιημένη στη
συνείδηση του κόσμου, αλλά και τόσο μπερδεμένη σε ό,τι αφορά το αντικείμενο της
κρίσης της. Η διασπορά του θεάτρου μπορεί να κόμισε έναν αέρα ανανέωσης, όμως
δυσκόλεψε πολύ το έργο της κριτικής. Τίποτα πια δεν είναι αυτονόητο. Από τη
στιγμή που αφαιρέθηκε το κέντρο από το θέατρο, αφαιρέθηκαν και οι βεβαιότητες.
Και αυτό σημαίνει ότι ο σύγχρονος κριτικός, εφόσον θέλει να παραμείνει στο παιχνίδι, είναι
αναγκασμένος να μιλάει διαρκώς στη σκιά της ίδιας απορίας: τι είναι θέατρο;
Δηλαδή, είναι αναγκασμένος να αποδεικνύει διαρκώς τη χρησιμότητά του και
μάλιστα σε ένα κοινό που, όπως είπα, πιο πολύ νοιάζεται να ενημερωθεί γύρω από
την παράσταση, παρά για την παράσταση αυτή καθεαυτή. Για το τελευταίο
ενδιαφέρονται μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι και οι πέριξ αυτών (φίλοι και,
βεβαίως, εχθροί—ιδίως αυτοί).
Εάν
συνεχιστεί έτσι ο παροπλισμός της σοβαρής κριτικής, πολύ φοβούμαι πως η μόνη
χρησιμότητα που θα της απομείνει θα αφορά τον μελλοντικό ερευνητή. Και αυτό
βολεύει τις σύγχρονες κοινωνίες, οι οποίες μπορεί να διατυμπανίζουν ότι ο
κριτικός λόγος σε μια δημοκρατία είναι αναγκαιότητα, από την άλλη όμως κάνουν
το παν η χρησιμότητά του να μην είναι της παρούσης.
10/1/2010