Ένα είναι το βέβαιον: το
devised theatre ή προς το ελληνικότερο
το θέατρο της επινόησης, δεν είναι για όλα τα γούστα. Είναι για τους λίγους και
κυρίως τους νεότερους και όχι κατ’ ανάγκη μυημένους στα μυστικά της τέχνης του
Διονύσου.
Όσοι έχουν μεγαλώσει με τον Αριστοτέλη, με ευανάγνωστες θεατρικές συμβάσεις, με οδηγίες ως προς το τι είναι «πρέπον» θεατρικό υλικό και τι όχι, σίγουρα τέτοια «χύμα» εγχειρήματα σαν αυτό που είδαμε να φιλοξενείται στον ωραιότατο χώρο που έφτιαξε η νέα εταιρεία θεάτρου Σχήμα Εκτός Άξονα, δεν ικανοποιούν ή, στην καλύτερη περίπτωση, προκαλούν λογής λογής απορίες. Και εξηγούμαι.
Όσοι έχουν μεγαλώσει με τον Αριστοτέλη, με ευανάγνωστες θεατρικές συμβάσεις, με οδηγίες ως προς το τι είναι «πρέπον» θεατρικό υλικό και τι όχι, σίγουρα τέτοια «χύμα» εγχειρήματα σαν αυτό που είδαμε να φιλοξενείται στον ωραιότατο χώρο που έφτιαξε η νέα εταιρεία θεάτρου Σχήμα Εκτός Άξονα, δεν ικανοποιούν ή, στην καλύτερη περίπτωση, προκαλούν λογής λογής απορίες. Και εξηγούμαι.
Κερματισμένο σύμπαν
Όπως ξέρουμε, από την
εποχή των αρχαίων τραγικών, η βάση της σκηνικής αναπαράστασης ήταν ένας κόσμος
πέρα από την ίδια την αναπαράσταση. Από τότε, όμως, που ο κόσμος έχασε τη
γραμμικότητά του και έγινε ένα μωσαϊκό ομοιωμάτων, τα πράγματα δυσκόλεψαν για
τη μιμητική διαδικασία, υπό την έννοια ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να
λειτουργήσει αποτελεσματικά σε μια πραγματικότητα αντικατοπτρισμών και
ετεροτήτων. Ήταν συνεπώς ζήτημα χρόνου το θέατρο να μετατραπεί από συμπαγής
σύνθεση σε στιγμιαίο γεγονός, με τα συστατικά του να επιδίδονται σε ένα έξαλλο
παιχνίδι διάσπασης και αυτονόμησης: το σώμα από τη φωνή, η φωνή από αυτό που
λέγεται, αυτό που λέγεται από αυτό που σημαίνεται. Το συγχρονο θέατρο, και
κυρίως της επινόησης, μοιάζει με ένα κερματισμένο σύμπαν το οποίο στην ουσία
ζητά και ένα νέο θεατή που να μπορεί να (ανα)συνθέσει το δικό του κείμενο μέσα
από αυτά που βλέπει και ακούει. Μιλάμε πλέον για ένα θεατή “συν-γραφέα”, που
καλείται να βάλει σε τάξη το σκηνικό μικρόκοσμο, η αισθητική του οποίου όχι
μόνο δεν του παρέχει κανένα αξιόπιστο πλοηγό θέασης, αλλά κάνει το παν για να
ελέγξει και την όποια συγκινησιακή συμμετοχή του. Ένα θεατή που μαθαίνει να
κοιτάει πλέον τα σκηνικά παθήματα πολύ “cool”. Και εκτιμώ πως σ’
αυτή τη γραμμή πλεύσης ανήκει και η παράσταση «50.00 Διηγήματα» που μας ήρθε
από την Αθήνα αγκαλιά με τη διάκριση που εισέπραξε πέρυσι στο φεστιβάλ devised theatre που έγινε στο θέατρο
του Νέου Κόσμου.
Ένα στόρι που δεν
είναι στόρι
Το όλο στόρι είναι
πλεγμένο και μπλεγμένο γύρω από ένα ρολόι. Μια αυθαίρετη μονάδα χρόνου (50'00'') ορίζεται ως η διάρκεια της θεατρικής
συνάντησης ενός συγκεκριμένου αριθμού ατόμων σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Ένα
ρολόι κουρδίζεται να χτυπήσει στα πενήντα λεπτά από τη στιγμή που οι ηθοποιοί
θα εμφανιστούν στη σκηνή. Το ρολόι παραμένει εκεί, επι σκηνής, με μόνο σκοπό να
διακόψει την παράσταση ακριβώς στο πεντηκοστό λεπτό, σε σημείο που κανείς δεν
γνωρίζει. Σε αυτόν το χρόνο, τέσσερις άνθρωποι διηγούνται ασταμάτητα ιστορίες
όλων των ειδών σε μια παράσταση της οποίας τη δομή δε γνωρίζουν. Με αυτόν τον
τρόπο, παρακολουθούν και φτιάχνουν ταυτόχρονα επί σκηνής το θέαμα στο οποίο
πρωταγωνιστούν. Αυτά από το Δελτίο Τύπου της ομάδας.
Μεταδραματική αισθητική
Έχουμε να κάνουμε με ένα τυπικό
όσο και ευφυές δείγμα επινοημένης γραφής, το οποίο θα μπορούσε κανείς να
ονομάσει και μεταδραματικό. Τα έχει άλλωστε όλα τα «αναγκαία» μετα-συστατικά:
ασύνδετες εικόνες, ηθοποιούς να παίζουν μπροστά και όχι πίσω από την ατάκα,
απουσία συναισθηματικής εμπλοκής ένθεν κακείθεν της σκηνής, τυχαίο (ή δάνειο)
υλικό, ειρωνεία, παιγνιώδη διάθεση, αναρχία (στη θέση της ιεραρχίας), μη
γραμμικότητα (στη θέση της γραμμικότητας), αποσπασματικό κείμενο (στη θέση του
συμπαγούς έργου), ανομοιογένεια (στη θέση της ομοιογένειας), υβριδισμό (στη θέση
της ειδολογικής καθαρότητας), πολλούς χαρακτήρες για έναν ηθοποιό (αντί ένα
χαρακτήρα για κάθε ηθοποιό), κίνηση στην επιφάνεια του κειμένου (αντί κίνηση
εντός του κειμένου).
Το κέρδος στην απλότητα
Αυτό το μεταδραματικό μωσαϊκό
που υπογράφουν οι Ιώαννα Ασημακοπούλου, Δανάη
Θεοδωρίδου, Ευθύμης Θέου, Παναγιώτης Κατσώλης και Θεανώ Μεταξά, σκηνοθέτησε με κέφι
(αλλά και προσοχή) η Δανάη Θεοδωρίδου και υλοποίησαν μαζί της με την ίδια καλή
διάθεση οι επίσης νεαροί συνεργάτες της (Ευθύμης Θέου,
Παναγιώτης Κατσώλης, Θεανώ Μεταξά). Το σύνολο της δουλειάς είχε μια αφοπλιστική
απλότητα και καθαρότητα μέσων. Ό,τι είχε κατά νου να πετύχει, το πέτυχε. Και αν
κρίνω από το χειροκρότημα, νομίζω πως αυτό εκτιμήθηκε δεόντως.
Το φλερτ με το κενό
Η βασική μου ένσταση επικεντρώνεται στο ότι η παράσταση δεν μου έδωσε
τίποτα να πάρω μαζί μου. Ό,τι είδα το χάρηκα μεν το ξέχασα δε. Και θα το
ξεχνούσα ακόμη κι αν η παράσταση τραβούσε επί μέρες. Και τούτο γιατί από ένα
σημείο και ύστερα τα σκηνικά δρώμενα δεν είχαν κανένα νόημα. Δεν οδηγούσαν
πουθενά παρά μόνο στην ίδια την αυτοακύρωσή τους. Η πρόκληση σε τέτοια
εγχειρήματα δεν είναι να βρεθούν οι γοητευτικές ιστοριούλες, αλλά οι τρόποι
ώστε το θέαμα στο σύνολό του να επιβιώνει και μετά την αυλαία. Και για να γίνει
αυτό χρειάζονται αναγνώσεις που να ξεβολεύουν, να προκαλούν τη νιρβάνα μας και
να ενισχύουν την κριτική μας διάθεση. Εκτός κι αν κάτι τέτοιο δεν ενδιαφέρει
πλέον. Οπότε, διερωτώμαι, ποιος μπορεί να είναι άραγε ο ρόλος του θεάτρου;
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
12/9/2010