Eύστοχα και επίκαιρα τα σχόλια του
συναδέλφου κ. Δ. Τσατσούλη γύρω από τη βία. Πράγματι, εάν υπάρχει μια λέξη που
δίνει το στίγμα των περισσότερων έργων που παίζονται φέτος στις σκηνές της
χώρας είναι η βία. Η βία βέβαια ήταν πάντοτε παρούσα σε όλες τις εξελικτικές
φάσεις του θεάτρου. Απλώς σήμερα, η εξοικείωση του καταναλωτή με τις πλέον
ακραίες εκδηλώσεις της (ελέω τηλεόρασης, ίντερνετ, κ.λπ), σπρώχνει και το
θέατρο σε εξίσου ακραίες και συχνά αμφιλεγόμενες επιλογές.
Σ’ ένα επίπεδο έχουμε συγγραφείς όπως ο Pέηβενχιλ, ο Μάγιενμπουργκ, ο Ρίντλευ, η
Κέην κ.ά. που σχολιάζουν τη βία σε επίπεδο σκηνικών μυθευμάτων, έχοντας στο
επίκεντρο τη διάλυση της πυρηνικής οικογένειας και το ψυχοσυναισθηματικό ίλιγγο
της μεταμοντέρνας κατάστασης.
Σε ένα άλλο επίπεδο, η βία δεν
περιορίζεται στο επίπεδο της μεταφοράς και μόνο, αλλά με ποικίλους τρόπους
εισβάλλει και στον χώρο των θεατών (δηλαδή της ζωής). Να θυμίσω την κάπως
παλιότερη όμως αποκαλυπτική περφόρμανς «Πυρ» του Αμερικανού Κρις Μπάρντεν, ο οποίος ζήτησε
από φίλο του να τον πυροβολήσει στο μπράτσο, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει
τη σκηνή μέσα στα αίματα. Πιο πρόσφατα, στην παράσταση του «Άμλετ» (από την ομάδα Societas Raffaello Sanzio), ο πρωταγωνιστής
αφοδεύει επί σκηνής και κατόπιν χρησιμοποιεί τα κόπρανά του για να ζωγραφίσει
στον τοίχο. Και ακόμη χειρότερα, στη Σεούλ, ο πρωταγωνιστής στο «Πρώτο φιλί της
ανθρωπότητας» όχι μόνο αφοδεύει επί σκηνής, αλλά καταναλώνει μέρος των
περιττωμάτων του και όσα μένουν τα πασαλείφεται και κάποια τα σερβίρει στους
θεατές. Να αναφέρουμε ακόμη την περίπτωση Ιταλού περφόρμερ που απαλλάσσεται από
τα υγρά του στο κεφάλι ανυποψίαστου θεατή, καθώς και την περίπτωση της γαλλοκαναδής
πρωταγωνίστριας στο έργο «Κορίτσια! Κορίτσια» (2001) που κάνει εμετό επί
σκηνής. Τέλος, να μνημονεύσουμε τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, εγγονή του πατριάρχη της
Σερβίας, η οποία εγκαταλείπει το σώμα της στις ορέξεις των θεατών, στους
οποίους μάλιστα διαθέτει ξυραφάκια, τανάλιες, παλούκια και ό,τι άλλο μπορεί να
φανταστεί ο ανθρώπινος νους για να «εγγράψουν» τις βίαιες φαντασιώσεις τους
επάνω στην κακοποιημένη μάζα της.
Εκείνο που προβληματίζει σε όλες αυτές τις
περιπτώσεις έκφρασης της βίας είναι το θέμα των σχέσεων σκηνής/πλατείας: πού
σταματά το θεατρικό δρώμενο (περφόρμανς ή παράσταση) και πού αρχίζει η ζωή; Ερώτηση τόσο παλιά όσο και οι
αριστουργηματικές «Βάκχες», εκεί όπου για
πρώτη φορά εξετάζεται η λειτουργία του πλαισίου και το τίμημα της υπέρβασής
του.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η ύπαρξη πλαισίου
είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη θεάτρου. Σωστό· με μια διευκρίνιση μόνο. Το
πλαίσιο δεν αφορά αποκλειστικά ρυθμιζόμενες χωρικές οριοθετήσεις. Έχει να κάνει
και με απρόβλεπτα θέματα αυστηρώς
προσωπικά· το πώς και πού ο κάθε δέκτης τοποθετεί το πλαίσιο (με βάση
τις εμπειρίες, τη μόρφωση, την ανεκτικότητά του κ.λπ.). Υπάρχει δηλ. το
αισθητικό πλαίσιο της παράστασης και το πλαίσιο του θεατή που την προσλαμβάνει·
που πάει να πει ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Το κοινό και οι καλλιτέχνες κάθε
εποχής, ανάλογα με τα κοινωνικά, φιλοσοφικά, ταξικά και άλλα κρατούμενα ή
ζητούμενα, επανατοποθετούν τα όρια της καλλιτεχνικής εμπειρίας.
Αντιλαμβάνομαι πλήρως την επιθυμία πολλών
σύγχρονων καλλιτεχνών να απαντήσουν στην κοινωνική βία με έναν εξίσου βίαιο και
συχνά απωθητικό τρόπο. Είναι ο δικός τους ιδιαίτερος αντίλογος και είναι
θεμιτός. Ταυτόχρονα όμως διερωτώμαι πόση δόση «αφιλτράριστης» πραγματικότητας
αντέχει ο χώρος για να εξακολουθήσει να λέγεται θέατρο; Γιατί ξέρουμε ότι από
τη στιγμή που το προσωπείο της θεατρικότητας (το "άλλο" και το
"αλλού" της αναπαράστασης) ταυτιστεί απόλυτα με το πρόσωπο (το «εδώ
και τώρα» της παράστασης), τότε όλα τίθενται σε διαθεσιμότητα, τέχνη και ζωή
(όπως έκτακτα μας δείχνει, με μεταφορικό βέβαια τρόπο, ο Ζενέ στις «Δούλες»
του).
5.4.2009