Μια από τις πιο κοινές και
συνάμα παρερμηνευμένες λέξεις στον χώρο του θεάτρου σήμερα (εγχώριου και
αλλοδαπού) είναι η «πρωτοπορία». Κάθε φορά που μια παράσταση ξεφεύγει κάπως από
την πεπατημένη ή ξενίζει ή παρουσιάζεται σε χώρους περίεργους, αμέσως η κριτική
σπεύδει να την χαρακτηρίσει πρωτοποριακή, χωρίς να κάτσει να σκεφτεί τι πάει να
πει τελικά πρωτοπορία,
ποιος είναι ο ρόλος της σήμερα και ποιους εξυπηρετεί.
Δεν μπορεί οι μισές παραστάσεις που παίζονται στην Αθήνα κάθε χρόνο να
θεωρούνται πρωτοπορία (ή σχεδόν). Η πρωτοπορία δεν ήταν ποτέ εθνική είδηση ούτε
περιουσιακό στοιχείο των πολλών. Ήταν πάντα για τους λίγους, τους τολμηρούς και
τους χαρισματικούς. Και λέω «ήταν», γιατί τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ τα
τελευταία χρόνια.
Καταρχάς ο λόγος της
οποιασδήποτε πρωτοπορίας (και γενικώς διαφορετικότητας) για να αρθρώσει σωστά
και να «απειλήσει» χρειάζεται οπωσδήποτε ένα χώρο εκτός, και εννοώ εκτός των
κατεστημένων (και άρα ελεγχόμενων) θεσμών και θεαμάτων. Το πρόβλημα στις μέρες
μας είναι ότι δεν υπάρχει χώρος εκτός του συστήματος, είτε χωροταξικός είτε
ιδεολογικός, για να αναπτυχθούν έκκεντρες τάσεις. Ούτε του Ψυρρή ούτε ο
Κεραμεικός ούτε κάποια άλλη περιοχή στο λεκανοπέδιο προσφέρεται για κάτι
τέτοιο. Όπως είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς το προάστιο από το κέντρο, τον
αριστερό από το δεξιό, είναι εξίσου δύσκολο να ξεχωρίσεις τον αιρετικό
καλλιτέχνη από το συμβιβασμένο. Και τούτο γιατί οι σχέσεις και των δύο με το
σύστημα δεν είναι σχέσεις αντιπαράθεσης (που θα 'πρεπε), αλλά μάλλον
αλληλοτροφοδότησης (με κάποιες ελάχιστες ίσως διαφοροποιήσεις).
Αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο κομμάτι της
ελληνικής και της παγκόσμιας πρωτοπορίας έχει πλέον υιοθετηθεί από το σύστημα.
Και σαν να μην φτάνει αυτό, η πρωτοπορία δείχνει να είναι ικανοποιημένη με το
ρόλο που της έχει απομείνει (ή ανατεθεί): που είναι να λειτουργεί δίκην
ερευνητικού και αναπτυξιακού καλλιτεχνικού γραφείου στην υπηρεσία του
καπιταλιστικού εργοτάξιου. Ως έχουν τα πράγματα, το οικονομικο-πολιτικό
κατεστημένο έχει κάθε λόγο να τη
στηρίζει, όχι γιατί ιδεολογικά πιστεύει σε αυτό που κάνει, αλλά γιατί έτσι
δημιουργεί τα αναγκαία αντι-σώματα που το κάνουν πιο ανθεκτικό στις πιέσεις και
στις ανατροπές. Έτσι έχουμε φτάσει στο παράλογο φαινόμενο να βλέπουμε την
πρωτοπορία να φιλοξενείται σε Μέγαρα Μουσικής, σε Κρατικά και Εθνικά Θέατρα και
να το αντιμετωπίζουμε ως αυτονόητο. Καλός ο Μπομπ Γουίλσον, αλλά διερωτώμαι τι
σόι πρωτοπορία μπορεί να «πουλήσει» όταν οι χώροι που τον φιλοξενούν είναι όλοι καραμπινάτο κατεστημένο (το
διαπιστώσαμε κι εμείς στην Αθήνα, στη Λυρική σκηνή), όταν κάθε παραγωγή του
στοιχίζει εκατομμύρια (άρα είναι άμεσα εξαρτώμενη από το μεγάλο κεφάλαιο) και
όταν το εισιτήριο φτάνει ακόμη και τα εκατό ευρώ (άρα θα τον δουν εκείνοι που
κάθε άλλο παρά στην πρωτοπορία ανήκουν); Ούτε μπορούμε να ονομάζουμε πρωτοπορία
τις πανάκριβες φιλοξενούμενες παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών ή των λοιπών
ευρωπαϊκών φεστιβάλ. Όλη τούτη η (περιοδεύουσα) «κορπορατική» φιλοσοφία που
έχει αναπτυχθεί γύρω από την ευρωπαϊκή (κυρίως) πρωτοπορία, πιστεύω πως κάθε
άλλο παρά βοηθά στην ανανέωση των πραγμάτων και, πολύ περισσότερο, στην ένωση
των λαών. Προσωπικά δεν βλέπω κανένα λαό σ’ αυτά τα φεστιβάλ. Βλέπω μόνο
ατέλειες και ορισμένους δοσμένους θεατρόφιλους.
Υπάρχει, γενικώς, απόλυτη σύγχυση στον χώρο,
ημέτερο και αλλοδαπό. Από την αντιπαραθετική λογική των μοντερνιστών, η
πρωτοπορία της εποχής μας έχει περάσει στη λογική της σαλατιέρας, όπου όλοι
χωράνε εφόσον δεν χαλάνε τη γεύση. Που σημαίνει, εφόσον δεν είναι επικίνδυνοι.
Το μήνυμα είναι σαφές: μόνο το Σύστημα μπορεί να πρωτοπορεί, γιατί απλούστατα
μπορεί να εξαγοράζει τους πάντες. Και οι πάντες το γνωρίζουν και πράττουν
ανάλογα και γοργά, χωρίς να
πολυνοιάζονται ότι με τέτοιους ρυθμούς και τέτοια νοοτροπία, το θέατρο (πολλώ
δε μάλλον το πρωτοποριακό) κινδυνεύει να
χάσει κάθε δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης στα κοινά.
17.11.08