Είδα την κωμωδία του Βιτόριο Καρνούτσι «Θέλει τέχνη ο
έρωτας», διασκευασμένη από το Νίκο Καμπάνη το 1930 και «πειραγμένη» (τρόπος του
λέγειν) από το Βασίλη Τσιβιλίκα. Καμία έκπληξη. Ό,τι περίμενα: φτηνό χιούμορ,
τηλεοπτικές και επιθεωρησιακές μπαλαφαρίες, ξεκάρφωτες αναφορές στην τρέχουσα
πολιτική ζωή, πλακίτσες και όλα τα σχετικά.
Μια παράσταση κομμένη και ραμένη
στα μέτρα του γνωστού πρωταγωνιστή που υποδύεται τον Λεωνίδα, ένα πενηντάρη που
μπήκε στην «κλημακτήριο» και πέφτει εύκολο θύμα του περίγυρού του που προσπαθεί
τάχα μου να τον καθοδηγήσει, με αποτέλεσμα να γίνουν όλα μπάχαλο. Στο τέλος ο
αφελής πενηντάρης επιστρέφει στο σωστό δρόμο: τα βρίσκει με τη γυναίκα του,
λύνονται οι παρεξηγήσεις και ζούνε αυτοί καλά και εμείς άστα να πάνε.
Ο κόσμος γέλασε, χειροκρότησε και έφυγε χορτάτος. Κι
εδώ τίθεται ευθέως ζήτημα κριτικής. Τι κάνει ο ειδικός που διαφωνεί με ένα
θέαμα όπου όλοι διασκεδάζουν και άρα με τον τρόπο τους επικροτούν; Εάν δεχτούμε
ότι η βασική δουλειά του θεάτρου είναι να ψυχαγωγεί (πρωτίστως) τους πολλούς,
ποια πρέπει να είναι η θέση του κριτικού; Αν πάμε σύμφωνα με τη φιλολογία του
επαγγέλματος, η θέση του υποτίθεται ότι είναι κάπου ανάμεσα στη σκηνή και μια
ιδεατή «μέση» πλατεία. Και λέω υποτίθεται, γιατί όσο και να το θέλει ο κριτικός
δεν αντιπροσωπεύει το μέσο θεατή. Δεν γίνεται. Όταν ένας κριτικός παρακολουθεί
3 με 4 παραστάσεις την βδομάδα και ένας μέσος θεατής μία το μήνα ή το δίμηνο,
τα γούστα τους δεν συγκλίνουν πουθενά. Άλλες οι προσδοκίες του ενός και άλλες
του άλλου. Γι’ αυτό δεν βλέπω κανένα λόγο να αρχίσω να πυροβολώ την παράσταση
που είδα στο Θέατρο Κήπου, για ν’ αποδείξω ότι κακώς άρεσε στο μέσο θεατή. Και
τι έγινε αν το αποδείκνυα; Μια τρύπα στο νερό. Το πρόβλημα δεν είναι η
παράσταση καθεαυτή, αλλά το γεγονός ότι ο κόσμος διασκεδάζει με τέτοια θεάματα.
Πιστεύω πως εάν υπήρχαν εναλλακτικές ποιοτικές λύσεις, εάν υπήρχε ο πήχης άλλων
παραστάσεων, πολλά από τα έργα που βλέπουμε το καλοκαίρι δεν θα έκαναν καν τον
κόπο ν’ ανηφορίσουν ως εδώ. Το ανησυχητικό είναι ότι στη Θεσσαλονίκη οι θερινές
μας προσδοκίες υποβαθμίζονται χρόνο με το χρόνο. Βολευόμαστε πια με ό,τι να
‘ναι, και απλώς αρκούμαστε να διαβάζουμε στις αθηναϊκές εφημερίδες για Sold out διεθνείς παραστάσεις στην
Πειραιώς 260, στο Ηρώδειο και αλλού. Και σκέφτομαι και εξοργίζομαι: πώς είναι
δυνατό στην Αθήνα να βλέπουν αυτή την εποχή Στάιν, Βαρλικόφσκι και Όστερμάγιερ
κι εμείς εδώ (οι συμπρωτευουσιάνοι) Τσιβιλίκα και Ζαχαράτο; Πώς μπορεί να
βλέπουν Σαουμπίνε στην Πειραιώς κι εμείς Ντενίση στο Αθήναιο, Γιαν Φαμπρ στην
Καλαμάτα (μάλιστα, εκεί κάτω) κι εμείς (εδώ πάνω) Καρύδη και Αθερίδη; Ουδείς
βέβαια ψόγος για τους καλλιτέχνες που μας επισκέπτονται. Δικαίωμά τους. Τη
δουλειά τους κάνουν κι όποιος θέλει τους βλέπει. Ο λόγος που τους αναφέρω είναι
για να ψέξω πρωτίστως εμάς εδώ, που συντηρούμε το τέλειο περιβάλλον ώστε να
επιβιώνει σ’ αυτή την πόλη το θέατρο γιαλαντζί, που σε αντάλλαγμα αυτών που μας
παίρνει μας δίνει φτήνια καμουφλαρισμένη ως λαϊκή διασκέδαση.
Και μιας και πολλοί από αυτούς έρχονται εδώ είτε ως
φιλοξενούμενοι των Γιορτών
Ανοικτού Θεάτρου είτε των Δημητρίων να πω ότι και οι δυο θεσμοί ολοκλήρωσαν προ
πολλού τον κύκλο τους. Ας το καταλάβουν οι δημοτικές αρχές: έδωσαν ό,τι είχαν
να δώσουν. Τους έχει ξεπεράσει η πραγματικότητα. Είναι καιρός να αλλάξουν
ριζικά τη φιλοσοφία τους ή να καταργηθούν και τη θέση τους να πάρει ένα διεθνές
φεστιβάλ προδιαγραφών. Ένα φεστιβάλ όχι βεβαίως ανταγωνιστικό του αθηναϊκού
αλλά περίπου μια συνέχειά του. Θα μπορούσε να στηθεί από τα μέσα Αυγούστου έως
τα μέσα Σεπτεμβρίου, μια ήρεμη θεατρική περίοδος σε όλη τη χώρα. Μια τέτοια
κίνηση θα ήταν μια ουσιαστική διέξοδος για θεατές και καλλιτέχνες. Μια αρχή για
ν’ αλλάξουν κάπως τα πράγματα.
Aγγελιοφόρος της Κυριακής
11/7/2010