Το θαυμαστό έργο του Θόδωρου Τερζόπουλου

 


Το ελληνικό θέατρο έχει να επιδείξει σπουδαίους σκηνοθέτες, όμως κανένας δεν έχει πετύχει αυτά που πέτυχε με τις προσεγγίσεις του, τις προτάσεις του,  την υποκριτική του μέθοδο και τις διεθνείς συνεργασίες του, ο Θόδωρος Τερζόπουλος. Μακράν ο πλέον πολυταξιδεμένος και διεθνώς αναγνωρισμένος σκηνοθέτης στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, ο Τερζόπουλος αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Μονίμως ανήσυχος και μονίμως στις επάλξεις, υπηρετεί επί σαράντα και πλέον χρόνια το θέατρο, και δη το αρχαίο, με εντυπωσιακή συνέπεια, όραμα, πείσμα, πίστη και συγκρότηση. Με τις πρωτοπόρες και ιδιαίτερα τολμηρές για την εποχή εκείνη επιλογές του ως διευθυντής των Διεθνών Συναντήσεων Αρχαίου Θεάτρου στους Δελφούς, όχι μόνο μας γνώρισε σημαντικούς καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, αλλά ήταν και η αφορμή να αρχίσει να καλλιεργείται ανάμεσα στους εγχώριους θεατρικούς κύκλους ένα κλίμα πιο εξωστρεφές, πιο ερευνητικό και πιο τολμηρό.

Το ελληνικό θέατρο, και εμείς, οι θεατές του, του οφείλουμε πολλά γι' αυτό το πολυδαίδαλο έργο που χρόνια τώρα μας γοητεύει, μας ταξιδεύει και μας παιδεύει γι' αυτή τη γόνιμη και πρωτόγνωρη θεατρική Οδύσσεια γι' αυτή την επίπονη και επίμονη αναζήτηση των αρτηριών που οδηγούν το αρχαίο σώμα στο σύγχρονο και το σύγχρονο στο αρχαίο.

Το θέατρο του Τερζόπουλου είναι μια αριστοτεχνική βύθιση στην άγνωστη χώρα των σημείων και του ψυχισμού, ένα οδοιπορικό που αναζητεί την πραγματικότητα  πέρα από την πλαισιωμένη ορατότητα του ρεαλισμού: ταξίδι στα έγκατα της Γης, στα σωθικά των κειμένων, των μύθων και του Εαυτού. Ταξίδι προς ένα «μετά» (τη γλώσσα, τον χώρο, τον χρόνο, τον τόπο, το Εγώ).

Το πολύ ενδιαφέρον, αλλά και πολύ ιδιαίτερο, με το θέατρο του Τερζόπουλου είναι ότι, μολονότι βαθύτατα ανθρώπινο, δεν είναι εύκολο στην υποδοχή του. Ή, διατυπωμένο κάπως διαφορετικά: είναι δύσκολο γιατί είναι βαθιά ανθρώπινο. Είναι ένα θέατρο «αποκαλυπτικό» που συνωμοτεί εναντίον της ερμηνευτικής μας ευκολίας, της διεκπεραιωτικής αντιμετώπισης∙ ένα θέατρο που μας προκαλεί και μας προσκαλεί να δούμε τον κόσμο από την αρχή, πέρα από βολικά κλισέ και  αυτοματοποιημένες αντιδράσεις, που σημαίνει να  τον δούμε κάθετα και όχι οριζόντια, να τον δούμε σαν να τον βλέπουμε για πρώτη φορά. Και προς αποφυγή παρερμηνειών, δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδακτορικά ή ειδικές γνώσεις για να απολαύσει αυτό το θέατρο της αποκαλυπτικής αποδόμησης. Εκείνο που χρειάζεται είναι να αφήσει τη φαντασία του να την παρασύρουν τα ηχοχρώματα, οι κινήσεις, οι ανάσες, οι σωματικοί όγκοι και η ροή των σχηματισμών των ηθοποιών,  προκειμένου να φτάσει στα ανοιχτά διαμερίσματα του νου, της κατανόησης και της γλώσσας, εκεί όπου περιμένουν και άλλοι απρόσμενοι σχηματισμοί και άλλες ακροβασίες. Μιλάμε για μια ολική τελετουργία αποφλοίωσης του πλασματικού που εντέλει δεν περιγράφεται. Απλά βιώνεται

Σε ένα από τα ποιήματά του ο Αμερικανός ποιητής John Ashbery γράφει πως ο μόνος τρόπος να διαφυλάξει κανείς το στιγμιαίο πέρασμα της ζωής είναι να μην αποδεχτεί τον φευγαλέο χαρακτήρα της. Όποιος παρακολουθεί τη δουλειά του Θόδωρου Τερζόπουλου αισθάνεται αυτήν ακριβώς την περίεργη μονιμότητα του φευγαλέου (της παράστασης, της ζωής, της εμπειρίας). Αισθάνεται να τον πολιορκούν θραύσματα που αναβλύζουν ασταμάτητα από τα σωθικά κειμένων, σωμάτων, τοπίων και λόγων, αληθειών και μυθευμάτων θραύσματα που εμφανίζονται στη σκηνή χωρίς προστατευτικό φλοιό, εντυπωσιακά μέσα στην απόλυτη υλικότητα της γύμνιας τους. Θραύσματα διαρκώς παρόντα σε χώρους και χρόνους της Ανθρωπότητας και της ιστορίας της. Θραύσματα «εδώ και τώρα» που καθώς τα υποδεχόμαστε αισθανόμαστε να αγγίζουν τη βιολογική μας παρακαταθήκη, εκείνον τον «άνθρωπο-ζώο»,  που ακόμη κουβαλάμε μέσα μας και τον οποίο ο εκκοινωνισμός μας τον έχει φιμώσει.

 Εκτιμώ πως δεν είναι τυχαίο που οι παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας τις οποίες υπογράφει ο Τερζόπουλος αποκτούν άλλη διάσταση και άλλη δυναμική όταν μας «συστήνονται» σε ανοικτά θέατρα, όπως στους Δελφούς  στην Επίδαυρο, στους Φιλίππους, στο Κούριο, στην Ου Τσεν και αλλού. Εκεί, κάτω από τον ολύμπιο τρούλο του ουρανού, το «αριστοτελικό ζώο» που όλοι κρύβουμε μέσα μας ενώνεται με τη Φύση, προικίζοντας τα δρώμενα με έντονες οικολογικές και οικουμενικές αποχρώσεις. Εκεί, στην απεραντοσύνη του ανοικτού τοπίου, οργιάζει ένας απόλυτα διονυσιακός Τερζόπουλος, κατανοητός και ακατανόητος, σκοτεινός και φωτεινός, μεταμοντέρνος και κλασικός ταυτόχρονα. Εκεί, κάτω από το διεισδυτικό βλέμμα των μύθων και των πολιτισμών, τα σώματα των ηθοποιών καταδύονται επίμονα και βασανιστικά στα άδυτα των πολιτισμών και των μύθων, χωρίς όμως ποτέ να χάνουν την επαφή τους με τη γη, την υλικότητά τους. Το αντίθετο συμβαίνει. Η μέθοδος του Τερζόπουλου τα οδηγεί με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού σε γήινες και συνάμα σπειροειδείς επιτελέσεις ώστε να βγάλουν στο φως το τρομερό ερωτηματικό που κρύβει στην καρδιά της η κάθε τραγωδία και το κάθε δράμα (που είναι και η ζωή μας).

 Ο Τερζόπουλος δεν φοβάται το άγνωστο και το άφατο («υπο-κείμενο») που κρύβουν τα κείμενα, ο χρόνος, οι μύθοι και γενικά η ιστορία. Μάλλον τον συναρπάζει, γιατί τον ωθεί να εφευρίσκει διαρκώς τρόπους υπέρβασης, προκειμένου να εισχωρήσει στα αχανή και σκοτεινά βάθη αυτής της terra incognita και να δημιουργήσει διαύλους ταύτισης με τον σύγχρονο θεατή, ώστε να αισθανθεί και να φανταστεί, παρά να εκλογικεύσει την εμπειρία αυτού που βιώνει.


Σε κάθε καινούργια δουλειά του ο Τερζόπουλος θέτει εξαρχής το ερώτημα: ποιος είναι ο ρόλος του θεάτρου στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ποιες είναι οι σχέσεις ανάμεσα στην κειμενικότητα και την επιτέλεση σωμάτων και ιδεών, ανάμεσα στην τοπικότητα και την χωρικότητα;

Σε αντίθεση με τις μέχρι πρόσφατα επικρατούσες (ελληνικές και όχι μόνο) απόψεις γύρω από την αντιμετώπιση των αρχαίων κειμένων, ο Τερζόπουλος πιστεύει στην επανα-ιστορικοποίηση και αναπόφευκτη  επανα-εδαφικοποίησή τους προκειμένου να διατηρήσουν την επικοινωνιακή αμεσότητα και δυναμική τους. Τίποτα δεν σημαίνει από μόνο του. Όπως και τίποτα δεν βρίσκεται εκτός ιστορίας, μας λέει. Τα κείμενα δεν είναι ούτε αυτοκινούμενα ούτε αυτοτροφοδοτούμενα. Το αρχικό συγγραφικό νόημα μπορεί να κατοικοεδρεύει κάπου στο σώμα τους, όμως παράγεται και αναπαράγεται από συγκεκριμένα άτομα και κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες. Η εξόρυξη γίνεται πάντα σε χρόνο ενεστώτα.

Τα έργα, και ειδικότερα τα κλασικά, παραμένουν σύγχρονα και «δικά μας» όσο επενδύονται σε αυτά τα ερωτήματα και οι αγωνίες της ψυχής της εκάστοτε ιστορικής πραγματικότητας, όσο αναζητούνται τα αίτια του πόνου, του τραύματος και της συμφοράς, το «γιατί» που εκστομίζει ο Οιδίποδας λίγο πριν από το τέλος,  ένα γιατί που μπορεί να έχει να κάνει με κάποια πολεμική κατάσταση, με κάποια θεϊκή οργή, μια οικογενειακή κατάρα ή απλά κακή τύχη, δεν έχει σημασία.  

Εκείνο που έχει σημασία, φαίνεται να μας λέει με το έργο του και γενικότερα τις καλλιτεχνικές επιλογές και πρωτοβουλίες του ο Τερζόπουλος, είναι πως κάθε επένδυση νομοτελειακά θα εξαρτάται κάθε φορά από άλλες ιδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις. Που σημαίνει ότι θα είναι διαρκώς απρόβλεπτη, άρα ανυπάκουη σε αμετακίνητους «προ-ορισμούς». Ο Άγγλος συγγραφέας Edward Bond  είχε πει πριν από πενήντα περίπου χρόνια ότι η ιστορία του θεάτρου αρχίζει με την ανυπακοή της Αντιγόνης. Φανταστείτε, μας λέει, εάν η Αντιγόνη έλεγε στον Κρέοντα: «υπακούω». Τότε, συμπεραίνει,  η ιστορία της ανθρωπότητας θα ήταν εντελώς διαφορετική∙ και θα ήταν πολύ επώδυνη κυρίως για τους καλλιτέχνες του θεάτρου, των οποίων η βασική αποστολή είναι να στηρίζουν την ελεύθερη σκέψη, το ταξίδι σε τόπους που δεν βλέπουμε. Και αυτό κάνει ο Θόδωρος Τερζόπουλος: σφυρηλατεί διαρκώς έναν «ανυπάκουο» διαλεκτικό συλλογισμό επάνω στον αρχαίο πολιτισμό και τις σχέσεις του με τον σύγχρονο. 

Ιδωμένο από αυτή τη σκοπιά, το  έργο του, κυρίως επάνω στην τραγωδία, δεν είναι μια ανανέωση της γνωριμίας μας με την «ήττα» του ανθρώπου, αλλά μια ανανέωση της δυνατότητας του ανθρώπου να (ξανα)δεί τον κόσμο του αλλιώς. Με όρους της φαινομενολογίας ενός Ricoeur, θα λέγαμε ότι ο Τερζόπουλος «ανα-νοηματοδοτεί» διαρκώς το θεατρικό μας παρόν και μαζί με αυτό πτυχές της έννοιας του «πραγματικού».

Το ελληνικό όσο και το παγκόσμιο θέατρο του οφείλουν πολλά ευχαριστώ γι’ αυτό το ταξίδι στον κόσμο του Είναι και του Φαίνεσθαι, ταξίδι μακρινό, πλούσιο, αναζωογονητικό, γεμάτο εμπειρίες, ταξίδι βαθύτατα θεατρικό γι’ αυτό και τόσο πραγματικό.

Χάρτης 32 (Αύγουστος 2021)

 

 

           

 

 

 

 

Share:

3rd International Forest Festival (2021): Theatre Collecives: Discussion


 

Share:

1821 τι σου ‘μελλε να πάθεις

 


Σάτιρα: λογοτεχνικό είδος σε έμμετρο ή πεζό λόγο, στο οποίο διακωμωδούνται, παρωδούνται, χλευάζονται, καυτηριάζονται ή αναδεικνύονται δημόσια ή ιδιωτικά ήθη, χαρακτήρες, καταστάσεις, πρόσωπα κ.ά. Είναι η πλέον απροκάλυπτα πολιτική εκδοχή της κωμωδίας. Δεν έχει σχέση με το σατυρικό δράμα.

Ως ύφος και ποιότητα λόγου είναι τόσο παλιά όσο και το προπατορικό αμάρτημα. Από την ημέρα της εμφάνισής του στη Γη ο άνθρωπος βιώνει καταχρήσεις και παιχνίδια εξουσίας, ανεκπλήρωτα όνειρα, ακυρωμένες αξίες, ανάρμοστη και άδικη συμπεριφορά, κακοποίηση, εκμετάλλευση και απογοητεύσεις. Και καθώς τα υπομένει  όλα αυτά είναι και κάποιοι που παρατηρούν και καταγράφουν, χλευάζουν, περιπαίζουν  και εκθέτουν τα κακώς κείμενα.

Περί σάτιρας

Σε αντίθεση με τους κωμωδιογράφους, των οποίων η στάση στα πράγματα είναι κατά κανόνα πιο καλοπροαίρετη, συχνά τρυφερή και ανεκτική, με μια κάπως πιο ανάλαφρη διάθεση απέναντι σε ανθρώπους και  καταστάσεις, ο σατιριστής είναι πιο επιθετικός, πιο αιχμηρός, δηκτικός και συχνά «εκδικητικός», λιγότερο συμπαθητικός και ανεκτικός και με πιο σαφείς στόχους.

Ο καλός σατιριστής είναι ένα είδος πολιτικού τοποπαρατηρητή/αναλυτή, αλλά και ψυχολόγου, ανθρωπολόγου και εθνολόγου,  ο οποίος με την τέχνη του ικανοποιεί τη μύχια επιθυμία του απλού ανθρώπου να δει την εξουσία (πρωτίστως), οποιασδήποτε μορφής (πολιτική, οικονομική, θρησκευτική, κομματική κ.λπ), να τιμωρείται ή να περιπαίζεται ή να εκτίθεται και να δικάζεται από τα λαϊκά δικαστήρια. Αντί άλλου σχολίου, δανείζομαι από τον ανεπανάληπτο Εμμανουήλ Ροΐδη, εκεί όπου εξηγεί το άνθισμα του λογοτεχνικού τούτου είδους στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα:

«Εις τους ανθηρούς εκείνους αιώνας της πίστεως και της τυραννίας, ότε ο ιερεύς και ο δήμιος αδελφικώς ενηγκαλισμένοι εκούρευον εν ανέσει την αγέλην των πιστών, η σάτιρα, το δικαίωμα δηλαδή της εκδικήσεως των ύβρεων δια του γέλωτος, ήτο το μόνον εναπολειφθέν εις τους δυναστευομένους».

Θα μου πείτε πως ο Ροϊδης μιλά για τον Μεσαίωνα. Κι όμως, η διατύπωσή του αντέχει στον χρόνο, γι’ αυτό την επαναφέρω. Η σάτιρα, όπως και το ανέκδοτο, ήταν και εξακολουθεί να είναι ο λόγος των αδυνάτων κάθε εποχής που, έστω και για λίγο, νιώθουν δυνατοί (δεν είναι τυχαίο που οι σημαντικότεροι Εβραίοι χιουμορίστες και stand-up comedians έχουν κάποια σχέση με την εμπειρία του Άουσβιτς). Η εξουσία του γέλιου ακυρώνει (για λίγο) την εξουσία του θύτη. Όπως είχε πει κάποτε ένας κορυφαίος  του χώρου, ο Φεντώ: «στην κωμωδία γενικά υπάρχουν δύο μόνο ρόλοι: Αυτός που βαράει και αυτός που τον βαράνε. Αυτός που βγάζει γέλιο δεν είναι ποτέ αυτός που βαράει». Ο εισπράκτορας της καρπαζιάς εν προκειμένω είναι ο θύτης.  

Η σάτιρα είναι ένας λόγος που ανθίζει επάνω στα σαθρά θεμέλια των κοινωνικών συστημάτων, κυρίως σε μεταβατικές και αβέβαιες περιόδους όπως η σημερινή. Υποκύπτω ξανά στον πειρασμό να δανειστώ τα σχόλια και ενός άλλου αιχμηρού σχολιαστή της πραγματικότητας, του Λασκαράτου, σχόλια αρκετά παλιά ωστόσο και αυτά πολύ σύγχρονα ως προς το πνεύμα που τα διατρέχει. Γράφει:

 «Η κοινωνία μας νομίζει πως δεν πρέπει να ξεσκεπάζονται τα ελαττώματά της, και θεωρεί εγκληματίαν εκείνον οπού το κάμει. Νομίζει εξεναντίας ότι είναι χρέος κάθε καλού πατριώτη να κηρύττει αρετές εις τον τόπον των ελαττωμάτων της... Εγώ δεν ημπορώ, εν συνειδήσει, να ναναρίσω την κοινωνία μας με το ναρκωτικό νανάρισμα των λαοπλάνων... Εγώ εξεναντίας ξεσκεπάζω τα ελαττώματά της με θάρρος και με εξουσίαν· με όλην εκείνην την εξουσίαν οπού μου δίνει η Αλήθεια» («Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς»).

Ο Λασκαράτος αναφέρεται σε μια Ελλάδα που δυστυχώς ακόμη επιμένει να μην αλλάζει (προς το καλύτερο). Μια Ελλάδα που επιμένει να επαναλαμβάνει τα λάθη και να διαιωνίζει τα ίδια καρκινώματα και τις ίδιες παθογένειες. Μια Ελλάδα την οποία εδώ και 130 περίπου χρόνια παρακολουθεί από κοντά, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι, μια Επιθεώρηση έτοιμη να σχολιάσει, να μαστιγώσει, να σατιρίσει, να παρωδήσει, και γενικά να εκθέσει ποντάροντας στην εξουσία του γέλιου.  


Ιστορικά εν συντομία

 Η ελληνική επιθεώρηση δεν είναι ουρανοκατέβατο φαινόμενο. Ανήκει στον ευρύτερο χώρο του λαϊκού θεάματος που εμφανίζεται (διόλου τυχαία) στην Ευρώπη (και στην Αμερική) κατά τη διάρκεια της Πρώτης Βιομηχανικής επανάστασης (βλ. music hall, vaudeville, burlesque, καμπαρέ, παντομίμα, revue, variete, minstrel) και της μαζικής άφιξης εργατών στα αστικά κέντρα. Στους χώρους αυτούς συνέρρεαν κατά εκατοντάδες άτομα ως επί το πλείστον από τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα, γιατί ακριβώς εκεί «ένιωθαν  σαν στο σπίτι τους», δεν αντιμετωπίζονταν δηλαδή ως σκέτα «εργατικά χέρια—χωρίς όνομα και ταυτότητα» αλλά ως άτομα όπως όλα τα άλλα, με ονοματεπώνυμο. Εκεί λοιπόν όλοι αυτοί οι εκτός εξουσίας διασκέδαζαν με ένα θέαμα που διακωμωδούσε και εξέθετε την πολιτική εξουσία, τη θρησκευτική και οικογενειακή καταπίεση. Στην Ελλάδα αυτό τον χώρο τον υπηρέτησαν σπουδαίοι κειμενογράφοι (Λάσκαρης, Καπετανάκης, Λιδωρίκης) και σπουδαίοι πρωταγωνιστές (Mακρής, ο Aυλωνίτης, ο Mαυρέας, η Nέζερ, τα Kαλουτάκια).

 Έκτοτε βέβαια πολλά έχουν αλλάξει. Και πολύ φυσιολογικά. Τις τελευταίες τουλάχιστο τρεις δεκαετίες η καλή επιθεώρηση έχει σχεδόν εξαφανιστεί από το θεατρικό κάδρο της χώρας. Και το γεγονός ότι ο κόσμος έτρεξε να δει το 1821, δείχνει ότι δεν έχει ξεχάσει αυτό τον χώρο, τον αγαπά, τον πιστεύει ή, αν προτιμάτε, τον έχει ανάγκη. Από αυτή την άποψη κρίνω πολύ εύστοχη την ιδέα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά να  εντάξει στον προγραμματισμό του επιθεώρηση. Το κατά πόσο το αποτέλεσμα πέτυχε ή όχι δεν αφορά την αρχική ιδέα.

Στο θέατρο Δάσους

Είδα την παράσταση στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη, με μια σχετική καθυστέρηση. Την  είδα σε ένα θέατρο σχεδόν γεμάτο (πρέπει να ήταν κοντά στις 3000). Ένα θέατρο με τον κόσμο διψασμένο για ζωντανό θέαμα. Εάν συμφωνούμε ότι ο όγκος του γέλιου που απελευθερώνει η πλατεία σε μια επιθεώρηση (και ένα κωμικο-σατιρικό θέαμα γενικά)  προδίδει και τον βαθμό επιτυχίας (ή αποτυχίας), τότε, κρίνοντας από τις αντιδράσεις και το τελικό χειροκρότημα, αυτό που είδα μάλλον άρεσε σε αρκετούς. Σε μένα πάντως ξεκάθαρα όχι. Πολλές οι διαφωνίες μου. Κι αν υπήρχαν και κάποιες λίγες περιπτώσεις τις οποίες χαρακτήριζε το έξυπνο χιούμορ, η φρεσκάδα, το μπρίο, η φαντασία η σύλληψη στην εκτέλεση και το καλά στοχευμένο και ζυγισμένο καυστικό σχόλιο, δεν ήταν αρκετές για να αλλάξουν στο μυαλό μου τη συνολική εικόνα, η οποία εκτιμώ πως έμπαζε από παντού.

Ενστάσεις

Τα περισσότερα κείμενα (των: Λ. Κιτσοπούλου, Γλ. Μπασδέκη, Κ. Μανιάτη, Κ. Κωστάκου, Κ. Παπαδοπούλου, Φ. Δεληβοριά) τα βρήκα επιδερμικά, προβλέψιμα, επιθεωρησιακά άσφαιρα, άνισα ως προς το ύφος, φορτωμένα αχρείαστα λιλιά, πολυφορεμένα κλισέ και ξεθωριασμένες χαριτωμενιές. Ήταν προφανές πως δεν τα έγραψαν άτομα με βαθιά και δοκιμασμένη  γνώση του συγκεκριμένου είδους.

Ένα επιθεωρησιακό νούμερο δεν είναι παίξε γέλασε. Ο πυλώνας επάνω στον οποίο πατά, δηλαδή το χιούμορ, είναι μια δοκιμασία δύσκολη και ιδιαίτερη. Πολύ εύκολα ξεφουσκώνει και ακόμη πιο εύκολα εκθέτει εάν δεν διαθέτει τα σωστά υλικά και τη σωστή δοσολογία. Ας μην μπερδεύουμε το καλαμπούρι, τις πλακίτσες, τους επιπόλαιους αστεϊσμούς, με το χιούμορ μιας καλής επιθεώρησης που στόχο έχει να μας επαναφέρει στον κόσμο του οικείου μέσα από μια ανοίκεια διαδρομή. Το χιούμορ μιας επιθεώρησης ρίχνει φως στις ίδιες τις πράξεις και τις αντιλήψεις μας και μας καλεί να τις ξανακοιτάξουμε.

Επί 140 περίπου λεπτά πάσχιζα να καταλάβω ποιος ο λόγος ύπαρξης αυτού του συνονθυλεύματος, που μάταια προσπαθούσε να ακτινογραφήσει μια κοινωνία και ένα ιστορικό αρχείο με πολλές απαιτήσεις και λακκούβες. Χωρίς να σώζει την κατάσταση, πιστεύω πως το αποτέλεσμα θα ήταν κάπως καλύτερο εάν είχε πιο στέρεους και συνεπείς θεματικούς άξονες και μικρότερη διάρκεια (τουλάχιστο κατά μία ώρα). Όπως απλώθηκε χρονικά εξέθεσε όλες τις αδυναμίες του, γιατί δεν είχε το κατάλληλο υλικό να το υποστηρίξει και να το δικαιολογήσει. Έτσι μοιραία ξεχείλωσε και κούρασε. Αφήνω δε εκείνο το τέλος (που συνήθως είναι το πιο δυνατό κομμάτι σε ένα θέαμα --είναι το ρεζουμέ, το αντίστοιχο του punch line στην ποίηση--αυτό που κουβαλάς μαζί σου, που θυμάσαι πιο έντονα). Δεν κατάλαβα σε τι εξυπηρετούσε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, όταν πια όλα (και όλοι) είχαν ήδη  εξαντληθεί.

 


Σκηνοθεσία

Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά (με τη συνεργασία του πιο έμπειρου Φοίβου Δεληβοριά) δεν είχε κάτι να τη διακρίνει ούτε και κάτι να πείθει ως προς τις προθέσεις της. Περίμενα από ένα νέο και ταλαντούχο σκηνοθέτη, με καλά δείγματα γραφής στο δραματικό θέατρο, κάτι πιο ευφάνταστο, τολμηρό, αναζωογονητικό, αλλιώτικο και υποψιασμένο. Με δυο λόγια, περίμενα μια πρόταση της νέας γενιάς, με τις δικές της αισθητικές και επιτελεστικές αντιλήψεις και ευαισθησίες. Μιας γενιάς με άλλη παιδεία, άλλη αίσθηση χιούμορ, άλλα ιδεολογήματα, άλλες αγωνίες, άλλα ακούσματα  και άλλα ερεθίσματα. Δεν είδα κάτι τέτοιο. Πιο πολύ είδα μια σκουριασμένη σκηνοθετική διεκπεραίωση επάνω σε παλιές ράγες που συχνά έτριζαν. Είδα μια σκηνοθεσία άτολμη και ανέτοιμη να διαχειριστεί το υλικό της, πολλώ δε μάλλον ένα υλικό με τόσο πολλές αδυναμίες. Μια σκηνοθεσία εύκολης τηλεοπτικής κοπής. Δεν μπορεί 200 χρόνια μιας τόσο σύνθετης, πολυπλόκαμης, πολυκύμαντης και απίστευτα πλούσιας ιστορίας να καταλήγουν σε μια παράσταση τόσο επιφανειακή, ανούσια και φλύαρη.

Σίγουρα δεν έπασχε στη διανομή. Το ταλέντο ήταν εκεί και περίσσευε. Έπασχε από στέρεη επιθεωρησιακή σατιρική παιδεία, όπως έπασχε και από συγγραφείς που κατέχουν καλά τις ευθείες, τις κατηφόρες, τις ανηφόρες και τις κούρβες του είδους. Εκείνος που σατιρίζει οφείλει να γνωρίζει πώς να περνά την κοινωνία και τα ιστορικά της δρώμενα από τον αξονικό τομογράφο. Είτε σε μορφή επιθεώρησης είτε stand-up είτε ποίησης, ο σατιριστής (σκηνοθέτης ή συγγραφέας) συνομιλεί απευθείας με το συλλογικό φαντασιακό. Ως κοινωνικός ανατόμος εκθέτει, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δίνει και τις λύσεις ή τις απαντήσεις  στα προβλήματα που θίγει. Υπ’ αυτή την έννοια, μέσω της σάτιρας καταθέτει την επιθυμία του να εκφραστεί αισθητικά και όχι την επιθυμία να αναμορφώσει ηθικά. Υπογραμμίζω την τελευταία μου παρατήρηση, για να προσθέσω εδώ πως η σκηνοθεσία Καραντζά, πέραν όλων των άλλων αδυναμιών προσέγγισης του θέματος, έσπρωχνε τα (ούτως ή άλλως τρικλίζοντα) κείμενα προς έναν αντιθεατρικό διδακτισμό, ένα ύφος δασκαλίστικο, αφαιρώντας τους έτσι την όποια γοητεία ενδεχομένως έκρυβαν τα σατιρικά τους βέλη.

Βρήκα ιδιαίτερα ενοχλητικές τις υπερβολικές φωνές, με αποκορύφωμα το νούμερο της καλής ηθοποιού Καβαλιεράτου: Γιατί αυτά τα ντεσιμπέλ; Η οργή, η καταγγελία και η διαμαρτυρία δεν χρειάζονται το ξελαρύγγιασμα για να πείσουν. Το ξελαρύγγιασμα αφαιρεί δεν προσθέτει ποιότητα. Δεν είμαστε ούτε σε διαδήλωση ούτε σε γήπεδο. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για την Ελένη Κοκκίδου και για άλλους. Προς τι η τσιρίδα; Προς τι το μαστίγωμα των αυτιών μας;

Βέβαια, οι ηθοποιοί ακολουθούν οδηγίες. Και προς τιμήν τους  έκαναν αυτό που τους ζητήθηκε, και ορισμένοι το έκαναν και καλά, κι ας ήταν η πρώτη τους έκθεση στο συγκεκριμένο είδος. Οφείλω τουλάχιστο μια αναφορά στα ονόματά τους: Μίρκα Παπακωνσταντίνου (κατά τη γνώμη μου, επιθεωρησιακά η πιο καθαρή παρουσία), Ελένη Κοκκίδου, Νίκος Καραθάνος, Γιώργος Γάλλος, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Γιάννης Νιάρρος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης Κουκουράκης, Γιάννης Κλίνης, Βάσω Καβαλιεράτου, Πάνος Παπαδόπουλος, Ηλίας Μουλλάς, Ιωάννα Πιατά.

Όσο για τα σκηνικά των Πανουργιά/Λάμπρου και τα κουστούμια (κυρίως) της Τσάμη, τα βρήκα μάλλον πρόχειρα και  «φτηνιάρικα» (άλλο το φτηνό με την έννοια του χαμηλού κόστους και άλλο το φτηνιάρικο που φωνάζει από μακριά την έλλειψη έμπνευσης και φαντασίας).


 


Κατακλείδα

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι επέστρεψε τόσος κόσμος στο ζωντανό θέατρο είναι καλό σημάδι. Επίσης, ελπιδοφόρο το ότι ένας νέος καλλιτέχνης πήρε το ρίσκο της σκηνοθεσίας μιας δύσκολης επιθεώρησης. Ελπίζουμε σε μια καλύτερη και ανανεωμένη συνέχεια. Η επιθεώρηση είναι ένα είδος που όλοι το έχουμε ανάγκη. Κι αν είναι κάποιος που θα μπορούσε να την επανατροφοδοτήσει με νέες, φρέσκες ιδέες, νέα ιδεολογήματα και άλλη αίσθηση χιούμορ είναι σίγουρα η νέα γενιά. Οψόμεθα.

Πρώτη δημοσίευση: Parallaxi 16/09/2021

 

 

Share:

Αναγνώστες

Translate

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ / SAVAS PATSALIDIS

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ / SAVAS PATSALIDIS

CURRICULUM VITAE (CV)/ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Critical Stages/Scènes critiques

Critical Stages/Scènes critiques
The Journal of the International Association of Theatre Critics

USEFUL LINKS/ ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

ARTICLES IN ENGLISH

ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ-CURRENT REVIEWS (in Greek)

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ (FOR GENERAL READING)

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ (SCHOLARLY PUBLICATIONS--in Greek)

Περιεχόμενα

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Recent Posts