Ο Ευριπίδης
μας άφησε ένα έργο πολύχορδο, γεμάτο γρίφους και μετέωρα ερωτήματα, σε σημείο
να αναρωτιούνται πολλοί κατά πόσο έχουμε να κάνουμε με κάποιον εντυπωσιολόγο
που στοχεύει στα δραματικά εφέ σε βάρος της στέρεης δομής ή με κάποιον που
στηρίζει τη ρητορική αδιαφορώντας παντελώς για το ύφος και το ήθος του
χαρακτήρα.
Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ο Ευριπίδης είναι ένας νους που ξέρει να ξεβολεύει, ένας συγγραφέας που έγραψε θέατρο κοιτώντας το μέλλον. Με σημερινούς όρους θα λέγαμε ότι είναι ένας Χάξλευ της εποχής του, ένας Ντοστογιέφσκι, ένας ιστορικός νους που μιλά για το αύριο ακουμπώντας στην πρόγνωση και όχι στην προφητεία ή τη μαντεία. Έζησε την εποχή του χωρίς παρωπίδες, προκαταλήψεις και πάθη, χωρίς να αερολογεί, να ιδανικοποιεί και να παρελθοντολογεί, γι’ αυτό και δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστός στους συμπολίτες του. Θα γίνει όμως αρεστός στους μεταγενέστερους, οι οποίοι θα βρουν στο έργο του ορυχείο διαμαντιών.
Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ο Ευριπίδης είναι ένας νους που ξέρει να ξεβολεύει, ένας συγγραφέας που έγραψε θέατρο κοιτώντας το μέλλον. Με σημερινούς όρους θα λέγαμε ότι είναι ένας Χάξλευ της εποχής του, ένας Ντοστογιέφσκι, ένας ιστορικός νους που μιλά για το αύριο ακουμπώντας στην πρόγνωση και όχι στην προφητεία ή τη μαντεία. Έζησε την εποχή του χωρίς παρωπίδες, προκαταλήψεις και πάθη, χωρίς να αερολογεί, να ιδανικοποιεί και να παρελθοντολογεί, γι’ αυτό και δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστός στους συμπολίτες του. Θα γίνει όμως αρεστός στους μεταγενέστερους, οι οποίοι θα βρουν στο έργο του ορυχείο διαμαντιών.
Οι «Τρωάδες»
είναι ένα τέτοιο έργο: «ακίνητο» στην επφάνεια, φουρτουνιασμένο και ορμητικό
στο βάθος. Ένα έργο γεμάτο
εκρηκτικά συναισθήματα, ανατροπές και εκκεντρώσεις. Ένα έργο όπου όλες οι
βεβαιότητες και οι ισορροπίες ανατρέπονται, αφήνοντας να φυσήξει ένας άλλος
αέρας, άλλου ήθους και ύφους. Ειναι μια πρωτοπορία της εποχής του η οποια, για
να επικοινωνήσει, δεν σηκώνει τίποτα το μεσοβέζικο. Δεν σηκώνει μετριοπάθεια
και καθωσπρεπισμό. Απαιτεί οριακές αναγνώσεις που σοκάρουν, ταρακουνούν,
ξεβολεύουν. Πώς αλλιώς θα φτάσει κανείς στα λιμέρια της ετερότητας, χωρίς να
δοκιμάσει τις αντοχές του διαθέσιμου υλικού, χωρίς να τραβήξει το σκοινί στα
άκρα. Όταν έχεις μπροστά σου ένα συγγραφέα που πρώτος και καλύτερος ρισκάρει,
δεν μπορείς να τιμήσεις το έργο του εκ του ασφαλούς. Είτε ρισκάρεις κι εσύ είτε
το αφήνεις στην (αν)ησυχία του.
Φοβούμαι πως
ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ένας θεατράνθρωπος με γνώση και πολλά τολμηρά εύσημα
στο ενεργητικό του, αποδείχθηκε εν προκειμένω υπέρ το δέον «mainstream». Προσωπικά δεν κατάλαβα τι ήθελε να πετύχει. Δεν
με έπεισε ότι οι επιλογές του ήταν σε θέση να ρίξουν πράγματι φως (έστω θαμπό)
στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Στο φτωχό μου μυαλό ο Ευριπίδης έχει νόημα
όταν φαντάζει «απρόβλεπτος» και «απειλητικός». Υποθέτω πως έτσι τον εισέπρατταν
και οι τότε θεατές, όταν τους εξέθετε το νέο κόσμο που έρχεται. Δεν τους
χάιδευε τ’ αφτιά. Τι πιο ταιριαστό θέμα στις «νομαδικές» μας μέρες! Στην
ανάγνωση του Θεοδωρόπουλου μπορεί να
είδαμε φιλότιμο και καθαρή ματιά, δεν είδαμε όμως κάτι που να
προ(σ)καλεί το πνεύμα και το νου. Είχαμε ανάγκη από κάτι πιο πιο φρέσκο και
άμεσο που θα έφερνε στην επιφάνεια τα πυρακτωμένα σωθικά των δρωμένων. Όμως
αυτό απαιτούσε και τους ανάλογους υποκριτικούς όγκους. Η Λυδία Κονιόρδου
(Εκάβη) μας έδωσε αυτό που μας δίνει συνήθως: μια ερμηνεία εντυπωσιακών
προδιαγραφών, όμως πολύ παλιάς κοπής. Ακόμη και με τον κίνδυνο να φανώ
δυσάρεστος, αισθάνομαι πως αυτό το υποκριτικό στυλ έχει προ πολλού χρεοκοπήσει.
Δεν κατεβαίνει εύκολα στην πλατεία. Οι κραυγές και οι οδυρμοί δεν ξέρω ποιους
αφορούν. Δεν μπορεί η Κονιόρδου να παίζει την Εκάβη και να θυμίζει ακόμη την
Ηλέκτρα του «Θεσσαλικού». Επιλέγοντας λοιπόν ως πρωταγωνίστρια μια ηθοποιό με
δεδομένα λαϊκότροπα ηχοχρώματα, ο Θεοδωρόπουλος συνειδητά επέλεγε την
πεπατημένη ανάγνωση. Έβαζε το
πλαίσιο, σαφές και αμετακίνητο. Εάν όντως στόχευε σε έναν Ευριπίδη διαφορετικό
(και σημερινό) είχε ανάγκη από άλλα σώματα, λιγότερο νοηματοδοτημένα και
«μαρκαρισμένα». Αν με ρωτάτε, βρήκα περισσότερο ενδιαφέρον στην ορμητική
Κασσάνδρα της Μαρίας Κίτσου, στον ταλαντευόμενο Ταλθύβιο του Γιάννη Τσορτέκη
και στην αινιγματική Ανδρομάχη της Μαρίας Καλλιμάνη. Ο Μιχάλης Οικονόμου και η
Αμαλία Τσεκούρα έδωσαν μια άλλη νότα που ήρθε από το πουθενά και χάθηκε στο
πουθενά. Ενδιαφέρουσα, αν και «άνιση», η μετάφραση του Μπουκάλα Ο πολυφωνικός
Χορός (μουσική Τάκης Φαραζής) είχε κάποιες καλές στιγμές. Γενικά όμως παρέμεινε
εκτός δρωμένων (κίνηση Αγγελική Στελλάτου).
Συμπέρασμα:
μια παράσταση όπως πολλές άλλες που έχουν ήδη ξεχαστεί.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
4/7/2010