Δεν ανήκω στους φαν της Νένας
Μεντή (όπως και κάθε άλλης τηλεοπτικής περσόνας). Το ότι πήγα να τη δω να
υποδύεται τη ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, ήταν πιο πολύ από περιέργεια.
Με ιντρίγκαρε η μακροβιότητα του θεάματος. Η αλήθεια είναι πως πέρασα
ευχάριστα. Το κείμενο-διασκευή του Πέτρου Ζούλια είχε καλή πύκνωση, γρήγορο
βηματισμό και θεατρική εστίαση, όχι όμως κάτι το ιδιαίτερο που να τραβάει την
προσοχή.
Κινήθηκε με διεκπεραιωτική προσοχή ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία, συντηρώντας ένα παιχνίδι εύθραυστων ισορροπιών. Κάποια αποφθέγματα περί λαϊκού τραγουδιού και λαϊκής ψυχής θα μπορούσαν να λείπουν. Έχουν παραφορεθεί, σε σημείο να ακούγονται γραφικά.
Κινήθηκε με διεκπεραιωτική προσοχή ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία, συντηρώντας ένα παιχνίδι εύθραυστων ισορροπιών. Κάποια αποφθέγματα περί λαϊκού τραγουδιού και λαϊκής ψυχής θα μπορούσαν να λείπουν. Έχουν παραφορεθεί, σε σημείο να ακούγονται γραφικά.
Όσο για τη Μεντή, έπαιξε λες και
ήταν έτοιμη από καιρό. Σε καμιά στιγμή δεν έδειξε να φοβάται την πρωτόγνωρη
σκηνική μοναξιά της. Όπως και σε καμιά στιγμή δεν υπέκυψε στις ευκολίες της
τηλεοπτικής της μανιέρας. Ελίχθηκε με ωριμότητα, λιτότητα, χάρη και χιούμορ
ανάμεσα σε δυο τρεις καρέκλες, ένα τραπέζι με μπόλικο χαρτομάνι, ένα κρεβάτι,
τα φαντάσματα επτά προσώπων που έπιαξαν ρόλο στη ζωή της και ορισμένα
εξαιρετικά λαϊκά άσματα, από κείνα που λες δεν θα πεθάνουν ποτέ. Κλαίει,
γελάει, βρίζει, φωνάζει, ειρωνεύεται, σηκώνεται, σωριάζεται κάτω, σπαρταράει
στο άκουσμα του θανάτου της κόρης της, αναπηδάει όταν την αγγίζει ο έρωτας,
περιμένει σαν γεράκι τον άντρα της να αποκοιμηθεί για να πάει στα κρυφά να
παίξει κουμάρι. Διαρκώς απρόβλεπτη και εκρηκτική, έζησε τη ζωή της μέχρι το
μεδούλι! Και όλ αυτά σε μία ώρα και είκοσι τόσα λεπτά.
Συμπέρασμα: μια παράσταση λαϊκή
και εύφορη
Μια δύσκολη Ιουδίθ στο
Μουσείο
Και από την Παπαγιαννοπούλου της
Μεντή σε κάτι τελείως διαφορετικό: στην περφόρμανς του έργου του Βρετανού
Χάουαρντ Μπάρκερ, «Ιουδίθ», στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Εταιρεία Θεάτρου
DameBlanche), το οποίο εδώ και καιρό έχει
εξελιχθεί σε έναν πολύ φιλόξενο και ενδιαφέροντα χώρο της εναλλακτικής
θεατρικής σκηνής. Η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκη από τεράστιες δόσεις πολιτισμού.
Και είναι ευτύχημα που, σε τέτοιες
στιγμές κρίσης, υπάρχουν φορείς που γνωρίζουν ποιος είναι ο πραγματικός τους
ρόλος και επιμένουν να τον πριμοδοτούν, αδιαφορώντας για τις υλικές ζημιές.
Μακάρι η δραστήρια πρόεδρος του Μουσείου να συνεχίσει να μας προσκαλεί και να
μας προκαλεί με τα θεατρικά της δρώμενα, που εμπλουτίζουν και ομορφαίνουν το
θεατρικό πρόσωπο της πόλης.
Θα μου πείτε πως δεν άρεσε σε όλους η εν λόγω περφόρμανς. Και
τι έγινε! Και γιατί ν’ αρέσει; Αυτή δεν είναι άλλωστε η «άγρια» ομορφιά της
τέχνης: να είναι μονίμως «άπιαστη» και «άτακτη», να προκαλεί συνεχείς
διαφωνίες; Το ότι η «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» δεν προκάλεσε, δεν την κάνει
καλύτερη παράσταση, απλώς πιο «καθωσπρέπει» ή, αν προτιμάτε, λιγότερο
«επικίνδυνη». Όμως, ο καθωσπρεπισμός δεν είναι ό,τι καλύτερο ή ελπιδοφόρο
μπορεί να δώσει η καλή τέχνη. Τα
σπουδαία έργα τέχνης δεν γράφονται ποτέ κάπου στη μέση. Είναι πάντα και παντού
οριακά.
Ο Μπάρκερ δεν είναι ένας τυχαίος
συγγραφέας. Έχει και άποψη και ταλέντο. Δεν τον αφορούν όλοι εκείνοι που
περιμένουν να χαρούν μια γραμμική ιστορία, με ευανάγνωστους χαρακτήρες και
στρογγυλεμένα νοήματα. Γράφει ένα αλλιώτικο θέατρο, όλο γρίφους, όπου απόλυτος
πρωταγωνιστής είναι η λέξη, το σώμα της οποίας δημιουργεί τη γεωγραφία της
δράσης, το μωσαϊκό θραυσμάτων, συναισθημάτων, εμπειριών και εντυπώσεων που
επιβάλλουν και έναν ιδιαίτερο τρόπο θέασης, πιο απόμακρο, πιο στοχαστικό. Ο
συγγραφέας δίνει την εντύπωση πως πιο πολύ μας θέλει ακροατές παρά θεατές της
ιστορίας, εν προκειμένω της Ιουδήθ (η ρέουσα μετάφραση είναι της Ε.
Σακελλαρίδου). Μας θέλει να αφουγκραστούμε τις λέξεις του και το εν δυνάμει
δράμα που κουβαλούν. Μας θέλει να τον παρακολουθούμε καθώς παίζει μαζί τους, καθώς τις στριμώχνει, τις
γειώνει, τις απογειώνει, τις ματώνει, τις παιδεύει και τις παγιδεύει, με στόχο
πάντα τη δημιουργία ενός ακουστικού παζλ πολλών νοηματικών επιπέδων. Δεν είναι
εύκολο να τον παρακολουθείς από κοντά. Κάπου τον χάνεις, κυρίως εκεί όπου χάνεται
κι αυτός ο ίδιος μέσα στο λογολάγνο του σύμπαν. Εκεί όπου το κείμενο φλυαρεί
όχι για να (εξ)υπηρετήσει το θέατρο, αλλά για να εξυπηρετηθεί απ’ αυτό.
Πρόβλημα που θα μπορούσε εν μέρει να διορθώσει η σωματοκεντρική σκηνοθεσία της
Χρύσας Καψούλη, με μια πιο ευρηματική προσέγγιση. Το ‘χω πει πολλές φορές: καλό
είναι ο ηθοποιός να μην αυτοσκηνοθετείται. Δεν μπορεί να τα κάνει όλα. Η ματιά
ενός εξωτερικού παρατηρητή βοηθά στην καλύτερη και πιο εύρυθμη κίνηση και
συνοχή των σκηνικών όγκων.
Η Καψούλη μπήκε δυναμικά και
κεφάτα στην ιστορία του Μπάρκερ. Είχε τις εικόνες, όχι όμως αρκετές για να την
κρατήσουν μέχρι το τέλος. Κάπου στη μέση την εγκατέλειψαν, με αποτέλεσμα η
σωματόμορφη περφόρμανς της να χάσει τον προσανατολισμό και τη φρεσκάδα της και
να «καθίσει», μην έχοντας πού να πάει. Επίσης, εκτιμώ πως εάν υπήρχε εξωτερικός
σκηνοθέτης θα περιόριζε το στομφάρισμα και την απαγγελτική εκφορά του λόγου των
δύο πρωταγωνιστριών (Καψούλη και Μισέλ Βάλλεϋ). Δεν νομίζω πως ήταν το
καταλληλότερο ύφος για ν’ αναδειχθεί
ο ατομικός χαρακτήρας των λέξεων. Από τη διανομή, ο Απόστολος Φράγκος
εκτιμώ πως μίλησε με μεγαλύτερη αμεσότητα τον στριφνό και μουσικό λόγο του
Μπάρκερ. Καλό σχόλιο το εικαστικό περιβάλλον του Αντώνη Βολανάκη και η βιντεοεγκατάσταση του Αλέξανδρου
Μυστριώτη.
Συμπέρασμα: μια ιδιαίτερη
παράσταση που ακόμη κι αν διαφωνείς δεν
την αγνοείς.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
14/11/2010