Σ’ αυτή την πόλη όλο γκρινιάζουμε.
Και πάντα κάποιος άλλος μας φταίει. Η πλάκα είναι ότι δεν κάνουμε και τίποτε για
να αντιστρέψουμε την κατάσταση, να τη διορθώσουμε. Τα παραδείγματα άπειρα. Στέκομαι
σε ό,τι μου είναι πιο οικείο: το θέατρο.
Περί μοναξιάς και αποχής
Είναι γνωστό πως η θεατρική Θεσσαλονίκη
είναι εδώ και καιρό αποκομμένη από καθετί διεθνές (από την εποχή της πρώτης «Θεατρικής
Άνοιξης»). Αντιδρώντας σ’ αυτή την κατάσταση το ΚΘΒΕ προγραμμάτισε για φέτος ένα
ενδιαφέρον μίνι φεστιβάλ με τη συμμετοχή τριών εθνικών θεάτρων από όμορες χώρες
(Αλβανία, Βουλγαρία, Σερβία). Και πολύ σωστά έπραξε. Το θέμα όμως δεν σταματά εκεί.
Κάποιος, και εννοώ οι πολίτες, εφόσον πραγματικά τους κόφτει, πρέπει να στηρίξουν
τέτοιες προσπάθειες. Γιατί, για να ρισκάρεις το επόμενο βήμα, το πιο φιλόδοξο, περιμένεις
να αποδώσει το πρώτο. Και δυστυχώς αυτό που είδα στην πρώτη παράσταση του έργου
του Μολιέρου “Δον Ζουάν” από το Εθνικό Θέατρο “Ιβάν Βαζόφ” της Σόφιας, κάθε άλλο
παρά ενθαρρυντικό ήταν. Δεν ξέρω εάν η διά στόματος διαφήμιση έφερε κόσμο την επομένη.
Εκείνο που ξέρω είναι ότι στην πρεμιέρα είδα μια αίθουσα (Βασιλικό Θέατρο) σχεδόν
άδεια. Και σκέφτηκα: εντάξει, το πλατύ κοινό απουσιάζει ίσως γιατί δεν γνωρίζει
τι εστί θέατρο Βαζόφ είτε γιατί δεν έχει ενημερωθεί εγκαίρως είτε γιατί δεν έχει
λεφτά είτε είτε είτε. Πώς όμως να δικαιολογήσεις την τρανταχτή απουσία της
εγχώριας καλλιτεχνικής κοινότητας (με τις ατέλειες, άρα έξοδα μηδέν); Μόνο αυτοί
αν ερχόντουσαν θα γέμιζε η αίθουσα, όπως γεμίζουν όλες σχεδόν οι αίθουσες στο Φεστιβάλ
Αθηνών όπου το 80% του κοινού είναι του σιναφιού. Αλήθεια, ποια άλλη παράσταση θα
τους φέρει στο θέατρο, όταν ένας τέτοιος Μολιέρος τους αφήνει παντελώς αδιάφορους;
Αλλά και να μην γνώριζαν τι είναι αυτή η παράσταση, το γεγονός και μόνο ότι ένα
Εθνικό θέατρο μιας άλλης χώρας δείχνει τη δουλειά του δεν θα ‘πρεπε να τους κινήσει
λιγάκι την περιέργεια να δουν ξένους συναδέλφους τους να παίζουν; Θα μου πείτε,
η πρώτη φορά είναι; Σίγουρα όχι. Παρόμοιες σκέψεις μου πέρασαν από το μυαλό
πριν από καμιά δεκαριά μέρες, σε ένα πολύ ενδιαφέρον διεθνές θεατρολογικό συνέδριο
(από τα ελάχιστα που γίνονται στην πόλη), απ’ όπου και πάλι έλαμψαν διά της απουσίας
τους οι καλλιτέχνες μας. Και για να μην παρεξηγηθώ, ασφαλώς και δεν έχω κάτι εναντίον
τους. Όμως, αδυνατώ να καταλάβω τη γενικότερη αδιαφορία που επιδεικνύουν για οτιδήποτε
δεν εμπλέκονται οι ίδιοι. Πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε να πάει ο απλός κόσμος
στο θέατρο, όταν εμείς οι ίδιοι που ανήκουμε στον χώρο δεν τιμούμε ο ένας τη δουλειά
του άλλου; Πώς θα δημιουργηθεί η θεατρική αύρα που θα συμπαρασύρει κι άλλους που
είναι εκτός; Θα το πω και πάλι: αυτό δεν συμβαίνει στην Αθήνα, όπου σε μια αίθουσα
με σαράντα θεατές οι μισοί και παραπάνω είναι από το σινάφι. Τόσο απλά, αλλά και
τόσο ουσιαστικά (και ενθαρρυντικά).
Λαμπερός Δον Ζουάν
Γυρίζω πίσω στην παράσταση. Χωρίς περιστροφές
και περικοκλάδες: πανδαισία. Ρεσιτάλ για πολλούς ρόλους. Ένας άλλος Μολιέρος, παιχνιδιάρης
και είρων, υπονομευτής και ανατροπέας κωδίκων συμπεριφοράς. Ο Δον Ζουάν του, ένας
δαιμόνιος υποκριτής και ένας μόνιμα διαφεύγων όγκος. Μια κυλιόμενη μάζα σκανδάλων,
προκλήσεων και ανατροπών. Ο Αλεξάντερ Μάρφοβ, σκηνοθέτης της παράστασης, πήρε ένα
κλασικό κείμενο και το κατεβασε με τέτοια φρεσκάδα στην πλατεία που έλεγες πως γράφτηκε
σήμερα. Άφησε κατά μέρος τις κουραστικές ηθικοπλαστικές του κορόνες, υποβίβασε τη
σημασία του Δον Ζουάν-εραστή-φλογερού κατακτητή, και εστίασε την προσοχή του
στην ανατρεπτικότητα του χιούμορ και στις ελεύθερες επιλογές του πρωταγωνιστή. Με
ευφάνταστες λύσεις δημιούργησε πολλά πεδία αυτοσχεδιαστικών δράσεων, ώστε να τονιστεί
όλο αυτό το εκκεντρικό και έκκεντρο παιχνίδι της (δια)φυγής και παράλληλα να προβληθεί
όσο γίνεται πιο ζωηρά το άπιαστο της προσωπικότητάς του ήρωα που υπακούει μόνο στα
κελεύσματα του συναισθηματικού της κόσμου, πέρα από σύνορα, οικογενειακές υποχρεώσεις
και εθνικές καταβολές. Τον άφησε, με άλλα λόγια, να αισθανθεί και να βιώσει με απόλυτους
όρους την ελευθερία του, για να συνειδητοποιήσει στην πορεία ότι δεν έχει πια συνοδοιπόρους,
αφού ο ένας μετά τον άλλο όλοι τον εγκαταλείπουν όταν αντιλαμβάνονται ότι αδυνατούν
να συμπορευτούν μαζί του, να παρακολουθήσουν από κοντά τη μανική του διάθεση να
υπερβαίνει διαρκώς τα εσκαμμένα.
Ρεσιτάλ υποκριτικής
Καταλυτική η παρουσία του Ντ.
Ντάνκοβ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Άνεση, ευελιξία, κίνηση, στάση, λόγος, αίσθηση
του χιούμορ. Καλός παρτενέρ ο φίλος του ο Σγαναρέλος (Ζ. Μπαχάροφ). Έπαιξε έξυπνα
και ουσιαστικά το δεύτερο βιολί. Χάρμα ιδέσθαι οι Τ. Ντουχοβνίκοβα (Δόνα Άννα),
Ζ. Νικόλοβα (Ματουρίνα) και Α. Παπντόπουλου (Δόνα Ελβίρα). Απολαυστική η σκηνή της
συνάντησης τους με τον Δον Ζουάν. Έρωτας σε στυλ groupies. Λιποθυμίες, φωνές,
υστερία. Τέλεια. Σκηνή για σεμινάριο το φλερτ του Πιερρό (Φ. Αβράμοβ) με την Ισαβέλλα
(Ρ. Βρανκόβα) επάνω στη σκαλωσιά. Εξαιρετικές και χαμηλού κόστους οι σκηνογραφικές
προτάσεις του Μπ. Λ. Μόλλλερ. Τόνισαν τη θεατρικότητα του εγχειρήματος, διευκόλυναν
τον ρυθμό και την ανέλιξη της δράσης και πρόσφεραν ένα τόπο δράσης φιλικό στους
ηθοποιούς και απολαυστικό για τους θεατές..
Συμπέρασμα: ο καλύτερος Μολιέρος που
έχω δει ποτέ.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
17/10/2010