Πολλοί θεατρολόγοι πρεσβεύουν
ότι η παράσταση δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά αναπαράσταση χωρίς
αναπαραγωγή, δηλαδή μια πράξη της οποίας το «είναι» ολοκληρώνεται αποκλειστικά
μέσα από την εξαφάνισή της. Οποιαδήποτε προσπάθεια ένταξής της στη λογική της
αναπαραγωγής, ακυρώνει την οντολογία της.
Είναι όμως και άλλοι, κυρίως του χορού, που όχι μόνο δεν δυσφορούν με τις αναπαραγωγικές δυνατότητες που τους παρέχει η τεχνολογία, αλλά διατείνονται πως χωρίς αυτή θα τους έπνιγε το ποτάμι της λήθης. Ενώ η μουσική, υπογραμμίζουν, αφήνει πίσω της μια παρτιτούρα και η παράσταση ένα κείμενο, ο χορός δεν αφήνει τίποτα, μόνο αναμνήσεις. Όσο για τους μελετητές από τον χώρο των πολιτιστικών σπουδών, μας λένε: από τη στιγμή που η επαφή μας με τον κόσμο είναι πλέον έμμεση (μέσα από ένα ζευγάρι γυαλιά μυωπίας, ένα τηλεσκόπιο, ένα μικροσκόπιο, ένα βίντεο, ένα κινητό), προς τι όλος αυτός ο προβληματισμός για το τι είναι «αυθεντικό» και τι «αντίγραφο»; Για να καταλάβουμε τον κόσμο πρέπει να καταλάβουμε πώς λειτουργεί η εμπορεύσιμη επαναληπτικότητά του. Και για του λόγου το αληθές μας υπενθυμίζουν ότι σε μια ποδοσφαιρική αναμέτρηση, λ.χ., το ριπλέυ, με τα κοντινά πλάνα και τις επαναλήψεις που εμφανίζονται στη γιγαντο-οθόνη του σταδίου, είναι εκείνο που τελικά κερδίζει την προσοχή μας, σε βάρος της μοναδικότητας του «λάιβ» θεάματος. Ακόμη και ο υψηλός χώρος της συμφωνικής μουσικής έχει υποκύψει στο δέλεαρ της λαϊκής «ανα-μετάδοσης», ακολουθώντας τη λογική του DVD. Οι διαιτητές του ΝΒΑ έχουν τα δικά τους τάιμ άουτ ώστε να δίνεται χρόνος στον σταθμό για διαφημίσεις. Πολύ απλά: Το να παρακολουθεί κάποιος ένα ζωντανό θέαμα είναι σαν να παρακολουθεί τηλεόραση σε ένα μεγάλο χώρο με πολλή κόσμο και την ένταση στη διαπασών. Και είναι προφανές πως όσο θα περνά ο καιρός θα πυκνώνει και η εγγραφή του «ζωντανού» στην «πραγματικότητα» της αναπαράστασής του.
Είναι όμως και άλλοι, κυρίως του χορού, που όχι μόνο δεν δυσφορούν με τις αναπαραγωγικές δυνατότητες που τους παρέχει η τεχνολογία, αλλά διατείνονται πως χωρίς αυτή θα τους έπνιγε το ποτάμι της λήθης. Ενώ η μουσική, υπογραμμίζουν, αφήνει πίσω της μια παρτιτούρα και η παράσταση ένα κείμενο, ο χορός δεν αφήνει τίποτα, μόνο αναμνήσεις. Όσο για τους μελετητές από τον χώρο των πολιτιστικών σπουδών, μας λένε: από τη στιγμή που η επαφή μας με τον κόσμο είναι πλέον έμμεση (μέσα από ένα ζευγάρι γυαλιά μυωπίας, ένα τηλεσκόπιο, ένα μικροσκόπιο, ένα βίντεο, ένα κινητό), προς τι όλος αυτός ο προβληματισμός για το τι είναι «αυθεντικό» και τι «αντίγραφο»; Για να καταλάβουμε τον κόσμο πρέπει να καταλάβουμε πώς λειτουργεί η εμπορεύσιμη επαναληπτικότητά του. Και για του λόγου το αληθές μας υπενθυμίζουν ότι σε μια ποδοσφαιρική αναμέτρηση, λ.χ., το ριπλέυ, με τα κοντινά πλάνα και τις επαναλήψεις που εμφανίζονται στη γιγαντο-οθόνη του σταδίου, είναι εκείνο που τελικά κερδίζει την προσοχή μας, σε βάρος της μοναδικότητας του «λάιβ» θεάματος. Ακόμη και ο υψηλός χώρος της συμφωνικής μουσικής έχει υποκύψει στο δέλεαρ της λαϊκής «ανα-μετάδοσης», ακολουθώντας τη λογική του DVD. Οι διαιτητές του ΝΒΑ έχουν τα δικά τους τάιμ άουτ ώστε να δίνεται χρόνος στον σταθμό για διαφημίσεις. Πολύ απλά: Το να παρακολουθεί κάποιος ένα ζωντανό θέαμα είναι σαν να παρακολουθεί τηλεόραση σε ένα μεγάλο χώρο με πολλή κόσμο και την ένταση στη διαπασών. Και είναι προφανές πως όσο θα περνά ο καιρός θα πυκνώνει και η εγγραφή του «ζωντανού» στην «πραγματικότητα» της αναπαράστασής του.
Με συγκινεί η ιδέα του θεάτρου
ως πράξη ανεπανάληπτη (και άρα ως πράξη αντίστασης στη λογική της αγοράς). Το
ερώτημα είναι: μπορεί να
αντισταθεί; Αν ρίξετε μια ματιά στα θέατρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης θα
δείτε ότι χρόνο με τον χρόνο μεγαλώνει και η τάση τους για περισσότερο «διαμεσολαβημένο»
(=εμπορεύσιμο) ρεαλισμό. Και δεν συζητώ μόνο για την τεχνολογία που προηγείται
της παράστασης (φωτογραφίες, βίντεο κλιπ κ.λπ που διοχετεύονται στην αγορά για
την προώθηση και τη μελλοντική επιβίωση του «προϊόντος»). Συζητώ για την υποδοχή
της μέσα στο έργο. Οι ψείρες, για παράδειγμα, που χρησιμοποιούνται σε μεγάλες
παραγωγές, δεν φαίνεται να ενοχλούν τον κόσμο ο οποίος, συνηθισμένος στα
στερεοφωνικά και τους ενισχυτές, τις αντιμετωπίζει ως ένα απόλυτα φυσιολογικό
γκάτζετ. Ακόμη και ο τρόπος που θα χειροκροτήσει την απόδοση ενός καλωδιομένου
ηθοποιού, παραπέμπει σε κοινό των τηλεοπτικών στούντιο, γιατί αυτό είναι που
διαμορφώνει το στυλ της κονσερβοποιημένης αντίδρασης. Στις δε περιπτώσεις
εκείνες όπου επιχειρείται μια κάπως πιο περίτεχνη συμβίωση του ανθρώπινου
παράγοντα και της τεχνολογίας (έχω κατά νου δύο πρόσφατα εγχειρήματα που
στάθηκαν η αφορμή να γραφτεί το παρόν σημείωμα: το ένα επιτυχημένο, «Θα σε
πάρει ο δρόμος» του Σερέφα από την Πειραματική Σκηνή, και το άλλο όχι,
«Πισίνα-όχι νερό» του Ρέιβενχιλ από τις Πρώτες Ύλες), η τεχνολογία έχει
αποδείξει πως διαθέτει τους μηχανισμούς ώστε να κατευθύνει το βλέμμα του θεατή
προς τη μεριά της, εμφανίζοντας τη ζωντανή παράσταση ως παράγωγό της.
Η ειρωνεία σε όλα αυτά είναι η
εξής. Κάποτε ο κινηματογράφος στράφηκε στο μελόδραμα του 19ου αι.
για να αντιγράψει τεχνικές αφήγησης, η τηλεόραση στράφηκε στο θέατρο για να
αντιγράψει την ίδια την οντολογία του, δηλαδή την έννοια του «ζωντανού»
θεάματος, ώστε να πουλήσει τις δικές της (λάιβ) εκπομπές ως θέατρο, και τώρα το
θέατρο είναι εκείνο που αγωνιά να πουλήσει τον εαυτό του ως τηλεόραση λάιβ.
9/5/2010