Για έναν
κριτικό που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, η χειρότερη περίοδος είναι η
καλοκαιρινή. Γιατί, απλούστατα, τίποτε το αξιόλογο δεν συμβαίνει. Μόλις πέσει η
αυλαία και στην τελευταία φιλοξενούμενη παράσταση από τις φεστιβαλικές
«Προ-τάσεις» της Πειραματικής Σκηνής, η πόλη μπαίνει σε μια κατάσταση
τετράμηνης καταστολής.
Στην καλύτερη περίπτωση άντε να την ξυπνήσουν μία δύο
παραστάσεις από περιοδεύοντες
θιάσους. Και πραγματικά είναι να απορεί κανείς πώς γίνεται μια πόλη του
μεγέθους, της γεωγραφικής θέσης και των πολιτιστικών αναγκών της Θεσσαλονίκης
να μην έχει καταφέρει ακόμη να διεκδικήσει και να στήσει ένα μεγάλο φεστιβάλ
διεθνών προδιαγραφών, ανάλογο με το αθηναϊκό; Πώς γίνεται οι διαχειριστές της
τύχης αυτής της πόλης να μην έχουν δει πως ένα φεστιβάλ σαν κι αυτό της Αθήνας,
θα μπορούσε να είναι μια άμεση απάντηση στην απομόνωσή μας, ή, αν προτιμάτε
ακόμη, μια κίνηση τακτικής με πολύ σοβαρό κοινωνικό και καλλιτεχνικό αντίκτυπο.
Εμείς που ζούμε σε αυτή την πόλη ξέρουμε ότι σε αντίθεση με τον Αθηναίο
θεατρόφιλο που είναι πιο «χορτάτος» (αφού έχει τη δυνατότητα να επιλέξει
ανάμεσα σε 400 τόσες παραστάσεις τον χρόνο) και πιο ενημερωμένος (αφού όλα τα
μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα συμβαίνουν στο σπίτι του), ο Θεσσαλονικιός, εάν δεν
ταξιδέψει (τέτοια ώρα τέτοια λόγια), δεν πρόκειται να μάθει τι γίνεται στον
κόσμο πέρα από τα σύνορα της πόλης του. Βάλσαμο στη μοναξιά του είναι η
Πειραματική Σκηνή με τις σοβαρές της «Προ-τάσεις» και πιο πρόσφατα η Ούγκα
Κλάρα με το εναλλακτικό της φεστιβάλ, δυο θεατρικές εστίες που το παλεύουν σε
πείσμα των καιρών, της κρατικής αδιαφορίας και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Οι
«Θεατρικές συναντήσεις» που φιλοξενούνται στο θέατρο Μελίνα Μερκούρη, υπό τη
φροντίδα του Θανάση Παπαγεωργίου, δυστυχώς έχουν δείξει μέχρι τώρα ότι
δυσκολεύονται να «πετάξουν», να πάνε λίγο παραπέρα, σε αναζήτηση και κάποιου
«άλλου» θεάτρου και κάποιας άλλης αισθητικής (το διαπιστώσαμε και φέτος σε όλες
σχεδόν τις παραστάσεις, οι οποίες μπορεί να μην ήταν «κακές», δεν είχαν όμως τίποτε
καινούριο να προσφέρουν). Αλλά ούτε ο θεσμός των Γιορτών Ανοικτού Θεάτρου και
του δήμου Συκεών είναι σε θέση να κάνουν τη διαφορά. Επιμένουν να ψωνίζουν από
το περιφερόμενο καλάθι των καλοκαιρινών σχημάτων, το οποίο, πλην ελάχιστων
εξαιρέσεων, είναι κατευθείαν για την ανακύκλωση. Η δικαιολογία των επιλογών,
βέβαια, δεδομένη: δεν υπάρχουν χρήματα. Το οποίο ευχαρίστως δέχομαι, όντως έτσι
είναι, όμως υπάρχει η απάντηση η οποία λέει ότι, αντί να φιλοξενούνται κάθε
χρόνο 10 και 15 παραστάσεις (συχνά ό,τι να ‘ναι), θα μπορούσαν κάλλιστα να
φιλοξενούνται με πιο αυστηρά κριτήρια 2-3 ελληνικές και άλλες τόσες (ή και
περισσότερες) από τις όμορες χώρες. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο ή πολυδάπανο
να καλέσεις μια θεατρική ομάδα από τη Βάρνα ή από το Βελιγράδι. Ας μην
σνομπάρουμε τους γείτονες, έχουν καλό θέατρο. Κι εμείς το ‘χουμε ανάγκη.
Επί του
παρόντος, και με τα δεδομένα της πόλης, το ΚΘΒΕ εκτιμώ πως είναι ο μοναδικός οργανισμός που έχει το
προσωπικό αλλά και τις αναγκαίες προσβάσεις ώστε να αναλάβει το βάρος της
διοργάνωσης ενός μεγάλου διεθνούς φεστιβάλ. Ο Σ. Χατζάκης δείχνει με τις
επιλογές του ότι θέλει να βοηθήσει ώστε το θεατρικό σκηνικό της πόλης να
απλωθεί. Ρισκάρει και παίρνει το θέατρο στα μπαρ, στις γειτονιές, στις φυλακές,
σε άτομα με ειδικές ανάγκες. Ρισκάρει παραχωρώντας δωρεάν τους χώρους της
Λαζαριστών σε νέες ομάδες. Μ’ αρέσει αυτή η «μεσαιωνική» πρακτική του
περιπλανόμενου θεάματος. Είναι δείγμα υγιούς εξωστρέφειας. Ποιος ξέρει, ίσως
έτσι αποκτήσει το θεατρο της πόλης περισσότερους φίλους και πιο απαιτητικούς.
Γιατί μόνο έτσι κάτι μπορεί να γίνει. Όταν απουσιάζει η πίεση του κόσμου, δεν
υπάρχει περίπτωση οι όποιοι πολιτικάντηδες και διαχειριστές του εναπομείνατος
(;) δημόσιου χρήματος να κάνουν κάτι. Εδώ δεν έκαναν σε στιγμές ευφορίας. Τώρα
έχουν το καλύτερο άλλοθι να κατεβάσουν εντελώς τα ρολά.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
27/6/2010