Κάθε φορά που οι «γιουχαϊστές» της
Επιδαύρου γίνονται πρωτοσέλιδο (με πιο πρόσφατο παράδειγμα στους «Πέρσες» σε
σκην. Γκότσεφ) επανέρχεται και το ερώτημα: τελικά πώς θέλουμε να λειτουργεί η
Επίδαυρος, ανοιχτή μόνο σε παραστάσεις γνώριμων προδιαγραφών ή και σε
πειραματικές αναγνώσεις; Επειδή κανένας χώρος που θέλει να λέγεται ζωντανός δεν
μπορεί ταυτόχρονα να είναι και
«ιερός» (= κλειστός, άρα νεκρός), θα έλεγα πως το θέατρο κερδίζει με μια
Επίδαυρο ανοιχτή και προς το μη προβλέψιμο, έστω κι αν το τίμημα είναι τα
αναμενόμενα παρατράγουδα.
Σε δημοκρατία ζούμε και όλοι δικαιούνται να
εκφραστούν. Θα ήταν λόγος ανησυχίας εάν είχαμε το αντίθετο: δηλ. σιωπή μέσα από
την απόλυτη σύγκλιση θέσεων, κάτι που ασφαλώς δεν ταιριάζει σε ένα χώρο όπως το
θέατρο, έργο του οποίου δεν είναι να μας κάνει πιο ευτυχείς (και σιωπηλούς)
μέσα από ετοιμοπαράδοτες συνταγές που κουκουλώνουν ενοχές, φοβίες ή αναστολές --αυτό το κάνει η τηλεόραση—
αλλά πιο ανήσυχους. Από αυτή την άποψη χαίρομαι όταν κείμενα ή παραστάσεις
προκαλούν συγκρούσεις. Το ενοχλητικό με τους θιασώτες της γιούχας είναι ότι
δεν συμπεριφέρονται σαν πραγματικά «ανήσυχοι» θεατές, αλλά σαν οπαδοί
ποδοσφαιρικής ομάδας που θεωρούν πατριωτικό τους καθήκον να φωνάζουν, κυρίως
όταν ο «αντίπαλος» είναι ξένος. Με τα βροντερά τους «αίσχη» δημιουργούν μια
ατμόσφαιρα αντιπαράθεσης του τύπου: «εμείς» και οι «άλλοι». Εμείς που
γνωρίζουμε και «εσείς» που δεν χαμπαρίζετε.
Δεν αντιλέγω ότι η σκηνοθεσία των «Περσών»
είχε αδυναμίες. Από την άλλη, όμως, διερωτώμαι: και ποια ανάγνωση δεν έχει; Οι
κλασικοί μάς ελκύουν γιατί τα σημαινόμενα των κειμένων τους παραμένουν ακόμη
άπιαστα. Όταν κάποια στιγμή καταφέρουμε να τα κατακτήσουμε, τότε θα πάψουν να
είναι κλασικοί (δεν θα μας αφορούν). Το φαιδρό στην όλη υπόθεση είναι ότι τώρα
τελευταία όλα τα στραβά στο θέατρο χρεώνονται στον τρισκατάρατο
μεταμοντερνισμό. Οτιδήποτε δεν καταλαβαίνει κάποιος ή θεωρεί κακόγουστο το
βαπτίζει μεταμοντέρνο και καθάρισε, αγνοώντας το προφανές: ότι ο
μεταμοντερνισμός δεν κάνει τίποτε το διαφορετικό από ό,τι έκαναν στο παρελθόν
δεκάδες «-ισμοί»: προσφέρει ορισμένα εργαλεία ανάλυσης και κατανόησης μιας
κοινωνίας ήδη διαμορφωμένης.
Και κάτι επιπλέον: η αρχαία τραγωδία δεν
είναι κτήμα κανενός. Είναι σαν ένα παλιό σπίτι που διαρκώς φιλοξενεί κόσμο, ο
οποίος, για να νιώθει άνετα, δηλ. «σαν στο σπίτι του», αλλάζει έπιπλα,
κουρτίνες, διάκοσμο και ενίοτε ... τα φώτα. Αυτό έκαναν οι Γάλλοι
νεοκλασικιστές όταν εμφανίστηκαν στο κατώφλι της με τους κανονιστικούς τους
κορσέδες, οι Γερμανοί ιδεαλιστές με τις εθνικιστικές τους κορόνες, οι
σουρεαλιστές και οι ντανταϊστές με τις ταραγμένες φαντασιώσεις τους, οι αλά
Σαρτρ υπαρξιστές με την αντιθεατρική φλυαρία τους, οι χίπηδες με τη μαστούρα
και το σεξ τους, οι μεταμοντέρνοι με τα ομοιώματα και τα γκάτζετ τους, οι
φεμινίστριες με τις αμαζόνες τους, και τώρα τελευταία οι μετα-ουμανιστές με τον
τεχνοπολιτισμό τους. Σε κάθε περίπτωση, το σπίτι της τραγωδίας θα είναι πάντα
στη θέση του, περιμένοντας υπομονετικά όλους εκείνους που επιθυμούν να το χρησιμοποιήσουν.
Προς τι, λοιπόν, οι κραυγές αγωνίας! Κανένας δεν κινδυνεύει από τις αναγνώσεις
του όποιου μουσαφίρι Στούρουα, Σέρμπαν ή Βασίλιεφ. Και αν, τέλος πάντων,
θεωρούμε ότι κινδυνεύουμε από τις αποενοχοποιημένες αναγνώσεις των ξένων, τότε
ας πιέσουμε την πολιτεία να βρει τρόπους να βγάλει προς τα έξω, και εννοώ στα
μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, και τις θέσεις των δικών μας καλλιτεχνών. Δεν είναι
δυνατόν να συζητούμε για τραγωδία και να μην εμφανιζόμαστε πουθενά στην Ευρώπη.
Θα μου πείτε βέβαια, και ποιοι είναι αυτοί οι εκπρόσωποι; Εδώ υπάρχει πρόβλημα,
γιατί όσοι από τους σκηνοθέτες μας αξίζουν, υπήρξαν κατ’ επανάληψη στόχος του
λόμπι των γιουχαϊστών.
6/9/09, σελ. 21