Πέντε
μπεκετικά μονόπρακτα συνθέτουν τον καμβά της σπονδυλωτής ιστορίας που είδαμε
στο Θέατρο Σοφούλη από τη θεατρική εταιρεία Angelus Novus με τον τίτλο «Πώς να
πω», σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη.
Κείμενα χωρίς σώματα, σώματα χωρίς φωνή, φωνή χωρίς λέξεις, λέξεις χωρίς νόημα, λέξεις ασταμάτητες, λέξεις που φωνάζουν, λέξεις που χάνονται στη σιωπή, λέξεις ψιθυριστές, λέξεις της δράσης και της απόδρασης, απλώνουν την υλικότητά τους μπροστά μας και μας καλούν να τις ακολουθήσουμε σε ένα ταξίδι εξερεύνησης, τη στιγμή που ο λόγος επιτίθεται, προστάζει και διαλύει ταυτότητες και σωματικότητες («Καταστροφή»), μια άλλη εκεί όπου δημιουργεί την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας («Πηγαινέλα»), μια άλλη όταν αναζητεί τα διασκορπισμενα θραύσματά του για να μας πει κάτι που τελικά δεν μας λέει («Πώς να πω»), μια άλλη όταν χάνεται παντελώς και μένει ως μόνος κώδικας επικοινωνίας το σώμα (Πράξη χωρίς λόγια), και μια άλλη, το αποκορύφωμα, («Paly»), όταν τα στόματα των τριών πρωταγωνιστών αναζητούν, αρπάζουν και εκστομίζουν λέξεις σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ολοκληρώσουν την αφήγησή τους κάτω από τον ανελέητο βομβαρδισμό ενός προβολέα-ανακριτή.
Κείμενα χωρίς σώματα, σώματα χωρίς φωνή, φωνή χωρίς λέξεις, λέξεις χωρίς νόημα, λέξεις ασταμάτητες, λέξεις που φωνάζουν, λέξεις που χάνονται στη σιωπή, λέξεις ψιθυριστές, λέξεις της δράσης και της απόδρασης, απλώνουν την υλικότητά τους μπροστά μας και μας καλούν να τις ακολουθήσουμε σε ένα ταξίδι εξερεύνησης, τη στιγμή που ο λόγος επιτίθεται, προστάζει και διαλύει ταυτότητες και σωματικότητες («Καταστροφή»), μια άλλη εκεί όπου δημιουργεί την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας («Πηγαινέλα»), μια άλλη όταν αναζητεί τα διασκορπισμενα θραύσματά του για να μας πει κάτι που τελικά δεν μας λέει («Πώς να πω»), μια άλλη όταν χάνεται παντελώς και μένει ως μόνος κώδικας επικοινωνίας το σώμα (Πράξη χωρίς λόγια), και μια άλλη, το αποκορύφωμα, («Paly»), όταν τα στόματα των τριών πρωταγωνιστών αναζητούν, αρπάζουν και εκστομίζουν λέξεις σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ολοκληρώσουν την αφήγησή τους κάτω από τον ανελέητο βομβαρδισμό ενός προβολέα-ανακριτή.
Μινιμαλισμός
της σκηνοθεσίας
Από
την αρχή ως το τέλος ο Δ. Κωσταντινίδης δούλεψε με κυρίαρχη έγνοια να μην
«προδώσει» το πνεύμα των κειμένων. Τα αντιμετώπισε σαν μια πολύχορδη
παρτιτούρα, με γέφυρες τα μελοποιημένα ποιήματα του συγγραφέα. Έπαιξε με τους
τόνους και τα ημιτόνια των λέξεων, τους ρυθμούς των εικόνων και των σωμάτων,
κράτησε σε ευκρινή θέση το παιχνίδι ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα και παράλληλα
εκεί όπου του επέτρεπε η δράση έκλεινε το μάτι στο θεατή. Το γεγονός ότι ήταν
αυτός και ο μεταφραστής βοήθησε, γιατί έτσι είχε την ευκαιρία πολύ πριν από τις
πρόβες να προβάρει την ανθεκτικότητα και τη θεατρικότητα των μεταφραστικών του
επιλογών, να ακούσει τους ήχους τους, να καταλάβει τις σιωπές όσο και τη
σκόπιμη φλυαρία τους, να φανταστεί στη σκηνή την κίνηση και την ακινησία τους,
τη συμμετρία της χωρικής τους τοποθέτησης και την ασυμμετρία της σκέψης τους,
τις σκόπιμες εκκρεμότητες, τις αντιστίξεις. Εκεί που στέκομαι με κάποιες
επιφυλάξεις είναι η κατά γράμμα εκτέλεση των οδηγιών του συγγραφέα. Σίγουρα
αυτό που θα πω δεν θα βρει σύμφωνους τους περισσότερους (και ίσως πιο πολύ τον
ίδιο το σκηνοθέτη), από την άλλη, όμως, δικαιούμαι να έχω την άποψή μου που
λέει πως η πιστή ευθυγράμμιση με τις σκηνικές υποδείξεις του συγγραφέα έχει
αρχίσει πλέον να χάνει τη δυναμική της. Κι ο λόγος είναι απλός: έχει παραφορεθεί.
Δεν αμφιβάλλω ότι μόνο τυχαίες δεν είναι οι συγγραφικές οδηγίες. Όλοι
γνωρίζουμε πώς λειτουργούν τα μπεκετικά σώματα σε σχέση με τον χώρο, τον χρόνο
και τα αντικείμενα. Κάποια στιγμή όμως και αυτά θέλουν ξανακοίταγμα και
ξεσκόνισμα, διαφορετικά αποψιλώνεται η σκηνική «ορμητικότητα» και αμεσότητά
τους. Το ότι ο Μπέκετ δεν επέτρεπε σε κανένα σκηνοθέτη να τα «πειράξει» δεν
λέει και τίποτα. Ούτε ο πρώτος είναι ούτε ο τελευταίος που διεκδικεί νομικά την
«αλήθεια» των δημιουργημάτων του. Εκτιμώντας τα πράγματα από τη θέση του θεατή,
το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι το απόλυτο κριτήριο δεν είναι το κείμενο του
συγγραφέα αλλά της παράστασης. Αυτή θέτει τα όρια. Απόδειξη το γεγονός ότι οι
πλέον ενδιαφέρουσες μπεκετικές παραστάσεις ήταν εκείνες ακριβώς που δεν
ενέκρινε ο ίδιος ο Μπέκετ. Αυτό σημαίνει κάτι. Και για να επιστρέψουμε στο
Θέατρο Σοφούλη, η παράσταση είχε πολλές και καλόγουστες στιγμές, αλλά και
κάποιες, στα πιο σύντομα μονόπρακτα, όπου έδειχνε εγκλωβισμένη σε μια σκηνική
εικονογραφία που δυσκολευόταν να αναπνεύσει ελεύθερα, να ξαφνιάσει και
ξαφνιάζοντας να βοηθήσει τη φαντασία μας να πετάξει. Κορυφαία στιγμή, το
«Play». Τα εύσημα και στη διαχειρίστρια της φωτιστικής «τρέλας» Σεσίλια
Τσελεπίδη —έξοχο τάιμινγκ, ακαριαίοι «αποκεφαλισμοί». Απόλαυση.
Κεφάτοι
συντελεστές
Οι
νεαροί συντελεστές (Στέλλα Βογιατζάκη, Θέμης Θεοχάρογλου, Μαρία Μουστάκα,
Δημήτρης Χατζημιχαηλίδης) έδειξαν ότι κουβαλούν μια καλή θεατρική μαγιά και
στέρεα στηρίγματα (από το Τμήμα Θεάτρου). Έπαιξαν με κέφι, είχαν χιούμορ (ναι, ο Μπέκετ έχει χιούμορ),
ετοιμότητα (απόλυτα αναγκαία στις ταχύτατες αλλαγές) και μια χαριτωμένη και
καλόδεχτη αθωότητα. Εάν εξαιρέσει κανείς μέρος της απόδοσης του πρώτου
κομματιού που ήταν μάλλον αχρείαστα φωνακλάδικη, καθώς και κάποιες στιγμές όπου
«υπερπαίζοντας» πρόδιδαν την ίδια την προσπάθεια που κατέβαλλαν για να
αναδείξουν τους ρόλους τους, σε γενικές γραμμές τα πήγαν μια χαρά και μέσα στην
τεφροδόχο τους και πάνω στο παγκάκι τους και μέσα στα σακιά τους και πάνω στο
βάθρο τους. Έπαιξαν και έδειξαν μετωπικά τα πάθη τους σε ένα κοινό που δεν
ήταν, παρακαλώ, λίγο. Και ήταν κυρίως νεανικό.
Συμπέρασμα: η παράσταση μπορεί να μην ανανέωσε τη γνωριμία μας με τον Μπέκετ, αλλά
τόσο η έμπειρη ματιά του σκηνοθέτη όσο και το γενναίο δόσιμο των ηθοποιών
κατάφεραν να μας «πουν περίπου πως».
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
10/102010