Ο
Αριστοφάνης έγραψε τους Ιππής το 424 π.Χ, σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία
ο δημαγωγός Κλέων (γιος πλούσιου βυρσοδέψη και ηγέτης των Δημοκρατικών μετά το
θάνατο του Περικλή) έκανε τα δικά
του κόλπα στην πολιτική σκηνή της Αθήνας. Ο συγγραφέας, θορυβημένος από τις
επικίνδυνες μεθόδους του δημαγωγού, σκαρφίζεται τη δραματική περσόνα του
Παφλαγόνα και βάζει απέναντί του έναν ακόμη πιο φαύλο, τον Αλλαντοπώλη, ώστε να
δείξει πωςη κακοδιαχείριση, η μπαγαποντιά, η ανεντιμότητα, η χειραγώγηση και το
ψέμα, μόνο με τις ίδιες γαλιφιές αντιμετωπίζονται.
Η βασική μου
ένσταση στη συμπαραγωγή του έργου από το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου και τη Θεατρική
Διαδρομή έχει να κάνει με τον κραυγαλέο λαϊκισμό του θεάματος. Με άλλοθι το
γεγονός ότι ο Αριστοφάνης βωμολοχεί και ξεμπροστιάζει, ο έμπειρος μεταφραστής
του έργου Μύρης έπεσε στη παγίδα εκείνου ακριβώς που υποτίθεται βάλθηκε να
ξεσκεπάσει: τη φτήνια, τη μαλαγανιά και την πρόκληση. Για άλλη μια φορά
ακούσαμε την ίδια κασέτα με τα σεξουαλικά υπονοούμενα, με τα τρέχοντα πολιτικά
γεγονότα (από ΔΝΤ, Μέρκελ, Τρόικα,
μέχρι Μητσοτάκη και Παπανδρέου), με άσματα λαϊκά και λαϊκότροπα («Φεύγω κι
αφήνω πίσω μου συντρίμια», «Δεν είμαι εγώ ο Παφλαγόνας π’ αγαπούσες μια φορά»),
ακόμη και Καβάφη απολαύσαμε (οι βάρβαροι που προσγειώθηκαν στην ορχήστρα από το
πουθενά ήταν το κερασάκι στην τούρτα), διαφημίσεις (Τυχαίο; Δε νομίζω),
τσιφτετέλια, καλαματιανό, φλαμένκο και ανεπίτρετες εκφράσεις του τύπου «είδες
ποτέ αλλήθωρο ευτυχισμένο;» (τέτοια ευαισθησία!). Είδαμε να παρελαύνουν
κιτσάτες παραδοσιακές στολές, τσολιάδες, ντραγκ «και της πουτάνας το κάγκελο».
Γενικά είδαμε ένα θέαμα που πολύ θα ήθελε να μιλήσει τη γλώσσα του
μεταμοντέρνου, όμως δεν ήξερε ακριβώς πώς, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ένα
συνονθύλευμα κωδίκων.
Ο
Αριστοφάνης ασφαλώς μας αφορά, όμως αυτό δεν γίνεται με σκηνοθετικές λύσεις (Β. Νικολαϊδης) προβλέψιμες,
πρόχειρες και λαϊκίστικες. Για να εκτιμηθεί το ειδικό βάρος αυτού του τεράστιου
και πάντα επίκαιρου σατιριστή, απαιτείται μια άλλη προβληματική, μακριά από
κλισέ, ευκολίες και προκάτ. Μια προβληματική που να ανταποκρίνεται και στις
αισθητικές ανησυχίες της εποχής μας. Δεν αμφιβάλλω ότι ο κόσμος χάρηκε αυτό που
είδε. Και το έδειξε με το χειροκρότημά του. Όμως αυτό διόλου δεν πείθει και ως
προς την ποιότητα του θεάματος. Ας μην ξεχνάμε ότι ο κόσμος, ο βάναυσα
παραμορφωμένος από τα τηλεοπτικά σκουπίδια, είναι από παντού εγκλωβισμένος.
Απλώς δεν το ‘χει καταλάβει. Γι’ αυτό και χειροκροτεί οτιδήποτε δεν τον
ξεβολεύει. Ακόμη και στο θέατρο κουβαλά μέσα του και μια τεράστια τηλεόραση, η
οποία περίπου του ρυθμίζει κάθε τόσο και το βιολογικό του ρολόι (πότε θα
γελάσει, με τι, πόσο, γιατί). Κάπως έτσι κατάλαβα και τις «κονσερβοποιημένες» αντιδράσεις
του στο θέαμα που του προσέφεραν οι συντελεστές της παράστασης. Έδινε την
εντύπωση πως παρακολουθούσε σε ριπλέι τα αγαπημένα του τηλεοπτικά προγράμματα.
Από όλους
τους συντελεστές απομονώνω τον Παύλο Χαϊκάλη. Έκανε αυτό που γνωρίζει και το
έκανε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έφερε το ρόλο στα μέτρα του και τον κατέβασε στο κοινό με δύναμη και
θεατρικότητα. Με δεδομένη την κυρίαρχη ατμόσφαιρα εκτιμώ πως ως δίδυμο θα έδενε
πολύ καλύτερα με το Σεφερλή (αλήθεια τον σκέφτηκε κανείς;) από ό,τι με τον πιο
«παραδοσιακό» και συγκρατημένο Γιώργο Αρμένη (Παφλαγόνα). Ο Χορός των Ιππέων
(οι νέοι της Αθήνας σε διδασκαλία Χρήστου Παπαδόπουλου) θα ήταν καλός σε
σχολική παράσταση. Οι Γιάννης Κοτσαρίνης (Δήμος και Καραϊσκάκης), Σαμψών Φύτρου
και Θύμιος Κούκιου (δούλοι) διεκπεραίωσαν. Ο Μανώλης Θεοδωράκης κέρδισε τις
εύκολες εντυπώσεις ως ντραγκ Ειρήνη. Τα σκηνικά (πρόσοψη νεοκλασικού κτιρίου σε
βαθύ κόκκινο χρώμα, με ένα μπαλκόνι στη μέση και ρόδες αρμάτων σπορπισμένες σε
όλη την ορχήστρα) και τα κοστούμια έφεραν τη δυσδιάκριτη υπογραφή του ικανού
για σαφώς καλύτερα πράγματα Γιάννη Μεντζικόφ.
Συμπέρασμα:
μια παράσταση χωρίς καμιά φιλοδοξία, εκτός από το χάχανο.
Aγγελιοφόρος της Κυριακής
25/7/2010