Ασθένειες, φαντασιώσεις, εμμονές, και εξουσίες: Όλα ένα θέατρο

 

Το θέατρο, για τη γαλλική κοινωνία του 17ου αιώνα, δεν ήταν μόνο μια Illusion comique, όπως την αποδίδει με δραματικούς όρους ο Πιέρ Κορνέιγ, αλλά ένα κυριολεκτικό theatrum mundi, με πρωταγωνιστή ένα σώμα υπαρκτό και ταυτόχρονα κατά φαντασίαν. Η δομή, η αυστηρότητα, οι κανόνες σκηνικής συμπεριφοράς, τα φανταχτερά κουστούμια, το μακιγιάζ, οι περούκες, οι μάσκες, και ό,τι άλλο θα μπορούσε να έχει σχέση με αυτό το σώμα της παρουσίας και της απουσίας, ήταν αλιευμένα από τις τελετουργικές επιτελέσεις της κυρίαρχης Αυλής του Λουδοβίκου 14ου, εκεί όπου θα αρχίσει να διαμορφώνεται και ο επίσημος κανόνας του γαλλικού θεάτρου, ο οποίος θα βρει την απόλυτη στέγη και έκφρασή του στην Comedie francaise, υπό την αυστηρή εποπτεία του καρδινάλιου (και λογοκριτή) Ρισελιέ.

Βέβαια, δεν αρκεί να γνωρίζουμε μόνο τα αυλικά θεάματα για να διαμορφώσουμε άποψη για το θέατρο ενός Ρακίνα, ενός Κορνέιγ ή ενός  Μολιέρου. Είναι και πολλά άλλα που παρεισφρέουν στη μεγάλη εικόνα της γαλλικής κοινωνίας της εποχής και των καλλιτεχνικών επιτευγμάτων της που αξίζουν έστω και μια γρήγορη ματιά.


Η εποχή των χιούμορ

Βρισκόμαστε στον προθάλαμο του Διαφωτισμού και της επιστημονικής σκέψης. Το Καρτεσιανό «σκέφτομαι άρα υπάρχω» σείει συθέμελα πολλά κληροδοτήματα της αρχαίας σκέψης, χωρίς  όμως να τα εξαφανίζει. Στην πανταχού παρούσα ιατρική σημειώνονται σημαντικά επιστημονικά βήματα, όμως  εξακολουθεί να κυριαρχεί η θεωρία των τεσσάρων χιούμορ, την οποία πρώτος ο Ιπποκράτης θα εισαγάγει όταν αναφέρεται στους «χυμούς του σώματος», υποστηρίζοντας την άποψη ότι τόσο τα ήθη όσο και η φύση του ανθρώπου επηρεάζονται αφενός από περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως ο αέρας, το νερό και η εναλλαγή των εποχών και, αφετέρου,  από την ιδιοσυστασία του, η οποία αποτελείται από τέσσερις χυμούς (αίμα, φλέγμα, ξανθή χολή, μαύρη χολή) που εκκρίνονται από τα τέσσερα βασικά όργανα (καρδιά, εγκέφαλος, ήπαρ και σπλην).

Οι Αναγεννησιακοί, με τη σειρά τους, θα υποστηρίξουν ότι όταν απουσιάζουν από το ανθρώπινο σώμα οι ορθές αναλογίες ανάμεσα στα υγρά, τότε επηρεάζεται άμεσα η ανθρώπινη συμπεριφορά, και ο άνθρωπος γίνεται ευέξαπτος, καταθλιπτικός, δύστροπος,  απαθής, φλεγματικός, και υποχόνδριος (βλ. Αργκάν).


Η εποχή του κλύσματος

Ανάμεσα στα δεκάδες γιατροσόφια της εποχής, περίοπτη θέση κατέχουν οι θεραπευτικές ιδιότητες του κλύσματος. Ενδεικτικό της δημοφιλίας του και το γεγονός ότι οι βοηθοί των γιατρών κυκλοφορούσαν στους δρόμους του Παρισιού με ένα κλύσμα προς άγραν πελατείας. Ειδικά οι ευγενείς Παριζιάνοι πίστευαν ότι το κλύσμα βελτιώνει την υγεία, γι’ αυτό και το έκαναν έως και 3-4 φορές την ημέρα. Λέγεται ότι ο Λουδοβίκος ο 14ο, φανατικός χρήστης, έκανε περίπου 2000 κλύσματα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, πολλές φορές ενώ συνεδρίαζε με μέλη της κυβέρνησής του. Τα κλύσματα της αριστοκρατίας ήταν αρωματισμένα ώστε να επικαλύπτουν την όποια δυσοσμία. Επειδή υπήρχαν και κλύσματα που έφεραν δηλητήριο (έκαναν θραύση τότε στην τάξη των ευγενών), ο Λουδοβίκος είχε αναθέσει τον προληπτικό έλεγχό τους σε ειδικό σώμα «ντετέκτιβ».


Η εποχή της πειθαρχίας και της ιεραρχίας

Οι ανθρωποκεντρικές τάσεις της εποχής θα φέρουν το σώμα στο επίκεντρο της προσοχής, αλλά και του ελέγχου. Δεν είναι τυχαία, για παράδειγμα, η ραγδαία άνοδος του μπαλέτου, μια τέχνη στην οποία εντυπωσιάζει πρωτίστως η πειθαρχία, η εικόνα ενός σώματος-μηχανή. Είναι ενδεικτικό νομίζω το γεγονός ότι η μόνη τέχνη η οποία θα συναντήσει μεγάλες δυσκολίες αποδοχής στην Αμερική ήταν το μπαλέτο. Και τούτο γιατί η αυστηρότητά του θεωρήθηκε «αντιαμερικανική», δηλαδή δεν συνέτρεχε με τις βασικές αρχές περί δημοκρατίας και ελευθερίας του ατόμου. Αντ’ αυτού οι Αμερικανοί, ως απάντηση, θα καλλιεργήσουν από νωρίς τον μοντέρνο χορό, δηλαδή την έκφραση του  ελεύθερου σώματος.

Η ίδια αυστηρότητα παρατηρείται φυσικά και στο θέατρο, όπου ακολουθούνται σαφείς οδηγίες που εκπορεύονται από το πρωτόκολλο των επιτελέσεων της βασιλικής Αυλής. Οι θέσεις και οι κώδικες συμπεριφοράς των σωμάτων ορίζονται από το φύλο, την τάξη και την ηλικία.

Να σημειώσουμε εδώ ότι για πρώτη φορά στη θεατρική ιστορία κυκλοφορούν οδηγοί υποκριτικής, προκειμένου να διδάξουν στους ηθοποιούς πώς να χρησιμοποιούν το σώμα τους και τα διάφορα υποστηρικτικά αξεσουάρ, με τη βεντάλια να κυριαρχεί στους γυναικείους χαρακτήρες.



Η εποχή της βεντάλιας

Η πτυσσόμενη βεντάλια δεν ήταν μόνο πηγή δροσιάς αλλά κυρίως μέσο επικοινωνίας σε καταστάσεις όπου το πρωτόκολλο κόσμιας συμπεριφοράς απαιτούσε μια γυναίκα σιωπηλή. Για παράδειγμα, η ανοικτή βεντάλια στα χέρια της σήμαινε, «έλα μίλησέ μου». Μια βεντάλια κοντά στην καρδιά σήμαινε, «σ’ αγαπώ», μια κλειστή βεντάλια στο αριστερό χέρι σήμαινε, «μας παρακολουθούν» κ.ο.κ.

Αξίζει επίσης να πούμε εδώ ότι όταν γελούσαν (όχι ιδιαίτερα σύνηθες) οι «καθωσπρέπει» γυναίκες (τόσο επάνω στη σκηνή ως χαρακτήρες όσο και εκτός ως πολίτες), κάλυπταν το πρόσωπό τους με τη βεντάλια, γιατί, σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, το γέλιο (και κυρίως το δυνατό) πρόδιδε γυναίκα ανήθικη, μια γυναίκα που αδυνατούσε να ελέγξει τις σωματικές τις ορμές και ενστικτώδεις αντιδράσεις. Ο κώδικας καθωσπρεπισμού επέτρεπε μόνο το άηχο χαμόγελο.

Είναι ενδιαφέρον όσο και αποκαλυπτικό το γεγονός ότι στα θεατρικά έργα της περιόδου γελάνε δυνατά και με ακάλυπτο πρόσωπο μόνο οι υπηρέτριες.

Οι κωμωδίες του Μολιέρου

Οι κωμωδίες του Μολιέρου, ιδωμένες στο σύνολό τους, είναι ένα πυκνό όσο και αποκαλυπτικό άλμπουμ μιας αυστηρά ιεραρχημένης, όπως είπαμε, κοινωνίας, ένα θεατρικό ανθολόγιο των νευρώσεών της, των τύπων της, των παραλογισμών της, των θεατρινισμών της, των «φαίνεσθαι» και των «είναι» της.

Πρόκειται για κωμωδίες πολύ σύνθετες και δυσανάγνωστες, ενίοτε ακόμη και τραγικές. Οι καταστάσεις τους κρύβουν μια διάχυτη μελαγχολία, μια ιδιόμορφη σοβαρότητα και αγωνία, γι’ αυτό και συνήθως δεν θα τις δούμε να παίζονται (τουλάχιστο από καλλιτέχνες που τις έχουν μελετήσει σε βάθος) σε ένα διαρκές σωματικό ή φωνητικό κρεσέντο. Δεν προσφέρονται για ξεσάλωμα. Δεν γίνονται ποτέ το «σώσε».

Σίγουρα οι εξωστρεφείς κώδικες της κομέντια ντελλ άρτε είναι (και πρέπει να είναι) παρόντες, όπως και η στυλιζαρισμένη κίνηση, τα επιλεγμένα  φρου-φρου και αρώματα, όμως απαιτείται προσοχή, γιατί η όποια επιδεικτική υπερβολή που στοχεύει στην όψη και στο χάχανο απειλεί το όλον με εκτροχιασμό. Γι’ αυτό επιβάλλεται ένα πολύ σαφές δρομολόγιο πλοήγησης εκ μέρους της σκηνοθεσίας και της διδασκαλίας των ρόλων προκειμένου να μην καταρρεύσει η κατασκευαστική εξίσωση, αυτή η εύθραυστη διελκυστίνδα ανάμεσα στο «είμαι» και «δεν είμαι» που μας προσφέρει ο συγγραφέας στη σκηνή ως αντικείμενο παρατήρησης και πιθανής επεξήγησης και σίγουρα σχολιασμού. Οποιαδήποτε ανατροπή της κωμικοτραγικής δοσολογίας ενδέχεται να αναστατώσει την αυστηρή σκηνική τάξη των δρώντων προσώπων, προκαλώντας ένα αδικαιολόγητο (και διόλου μολιερικό) αλαλούμ.

Στο διά ταύτα: η σκηνοθεσία

Τέτοιες σκέψεις με προβληματίζουν καθώς προσπαθώ να βρω το κατάλληλο πλαίσιο ώστε να εντάξω τα κριτικά μου σχόλια για την παράσταση Κατά φαντασίαν ασθενής (1673), που είδα στη γεμάτη με κόσμο Μονή Λαζαριστών, με την υπογραφή ενός ταλαντούχου, πολλαπλά δοκιμασμένου σκηνοθέτη και καλού μάστορα του μουσικού θεάτρου, του Θόδωρου Αμπαζή.


Ο σκηνοθέτης της παράστασης Θόδωρος Αμπαζής σε διαδικασία πρόβας

Από την αρχή φάνηκε ότι η σκηνοθεσία δεν είχε κάποια πρόθεση να κάνει επικίνδυνες υπερβάσεις, βάζοντας το έργο σε δοκιμαστικό σωλήνα. Ούτε έδειξε ότι προτίθεται να ανοίξει διάλογο με την κωδικοποιημένη σκηνική «γραμματική» σωμάτων και συμπεριφορών, προκειμένου να προβάλει τον έλεγχο που ασκεί η εκάστοτε εξουσία επάνω στο σύνολο του κοινωνικού σώματος. Επιλέγοντας ένα πιο χαλαρό πλαίσιο επιτελεστικής δράσης και μια πιο εύφορη μουσικοχορευτική ατμόσφαιρα, έδειξε ότι στόχος ήταν μια πιο light εκδοχή όλης αυτής της κοινωνικής υστερίας. Το κατά πόσο πέτυχε αυτή η επιλογή, είναι θέμα του κάθε θεατή ξεχωριστά.

Σε ό,τι αφορά τη δική μου κρίση, το θέαμα αν και είχε καλό ρυθμό, πλούσια χρώματα, ακούσματα και ωραίους χώρους φιλοξενίας, δηλαδή κυλούσε αβίαστα σε ράγες που δεν έτριζαν, δεν με βοήθησε να διακρίνω καθαρά τις στοχεύσεις του. Δεν μπόρεσα να συλλάβω τη βαθιά ουσία του έργου, γιατί γίνονται όλα αυτά που βλέπουμε, πού αποσκοπούν; Δεν είδα την αιώνια πάλη ανάμεσα στον νου και το σώμα, μια πάλη την οποία ο Μολιέρος σταδιακά, πεισματικά και με δεξιοτεχνία  κομίζει στο προσκήνιο, άλλοτε μέσα από τις σχέσεις αρσενικού και θηλυκού, άλλοτε μέσα από τις σχέσεις απληστίας και αγάπης, θανάτου και ζωής, και άλλοτε (και κυρίως) μέσα από τις σχέσεις σώματος και περιβάλλοντος, σχέσεις που καταλήγουν στην ήττα, στην «φυλακή» του ατόμου, η οποία εκτιμώ πως είναι και η πλέον περιεκτική εικόνα στο σύνολο του μολιερικού έργου. Αυτή η εικόνα, λοιπόν, της «φυλακής», ομολογώ ότι μου έλειψε από την, κατά τα άλλα, ευφρόσυνη και καλά δουλεμένη παράσταση.



Ο κατά φαντασίαν ασθενής Αργκάν

Ο Αργκάν είναι ένας από τους αμέτρητους ηττημένους της εποχής. Στο πρόσωπο του, στις υστερίες και τις εμμονές του,  ο Μολιέρος σατιρίζει τον κομπογιαννιτισμό αγράμματων και ανενημέρωτων γιατρών, αλλά και τον δογματισμό κάθε εξουσίας και αλαζονικής ειδικότητας.

Ο Αστέρης Πελτέκης, που κλήθηκε να σηκώσει το τεράστιο βάρος αυτού του πολύ σύνθετου ρόλου, κατέθεσε προς κρίση μια, κατά τη γνώμη μου, σχεδόν ρεαλιστική εκδοχή του ρόλου, μια ερμηνεία λιτή, χωρίς λιλιά, μούτες, πόζες, φιοριτούρες και επιζήμιες φλυαρίες. Από την άλλη, όμως, θεωρώ πως παρέδωσε και μια ερμηνεία κάπως απόμακρη, εννοώντας μια ερμηνεία που μας ερχόταν από τις παρυφές των ρυθμών και των διαθέσεων της παράστασης. Δεν ξέρω τελικά κατά πόσο αυτός ήταν ο στόχος της διδασκαλίας του ρόλου, δηλαδή ένας ρεαλιστής Αργκάν, μελαγχολικός (και εξωτερικός) παρατηρητής των δρωμένων, κι όχι ένας ρυθμιστής, ή κατά πόσο τελικά αυτή η αποστασιοποίηση, ήταν και αποτέλεσμα άγχους σε σχέση με τον ρόλο.

Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που είδα πιο καθαρά στην ερμηνεία του Πελτέκη ήταν το πλάσιμο ενός υποκριτικού όγκου που φτάνει σε εμάς πιο πολύ ως θύμα καταστάσεων και ψυχώσεων, ενός όγκου περίεργου και με άπειρα ελαττώματα, όμως κατά βάθος αγαπησιάρικου και συμπαθητικού. Κάπως έτσι κατάλαβα και δικαιολόγησα τη λείανση των αρνητικών χαρακτηριστικών του. Όμως, για λόγους ισορροπίας και καλύτερης κατανόησης, πιστεύω πως ο ρόλος θα κέρδιζε σε πολυπλοκότητα και βάθος εάν προκαλούσε και την αντιπάθειά μας, εάν δηλαδή ο τυραννικός, ο ελεγκτικός, ο πονηρός, ο πατριάρχης, ο συμφεροντολόγος, ο σπαγκοραμμένος, ο εξευτελισμένος, ο γελοίος, και ο άπληστος  Αργκάν μας έκανε να τον μισήσουμε ή να τον αντιπαθήσουμε ή έστω να τον περιπαίξουμε για όλα αυτά τα «ντεσού» του. Ως προς τις λοιπές ερμηνείες:  

Λοιπές ερμηνείες

Η Τουανέτα της Τζωρτζίνας Δαλιάνη, με μπρίο, τσαχπινιά, άνεση στην κίνηση και στην χρήση του χώρου, κατέθεσε με ευκρίνεια της προδιαγραφές ενός μονοσήμαντου χαρακτήρα προβλέψιμου μεν αλλά και απόλυτα ευχάριστου. Ο Δημήτρης Διακοσάββας, επί τούτω εξωφρενικός, καρτουνίστικος, ενδεδυμένος όλα τα regalia του επαγγέλματός του,  ενσάρκωσε ζωηρά τον Πυργκόν (του απόντα Νίκου Καπέλιου) και τον φανφαρόνο μπουφόνο χαρακτήρα Διαφουαρούς, με την αγαστή συμπαράσταση του απατεώνα και χαμηλότερων τόνων πατέρα του, Πέρη Μιχαηλίδη. Ένα ανεκδιήγητο, ιλαρό ζεύγος παραλογισμού και γκροτέσκας συμπεριφοράς που έκανε αισθητή την εισβολή και παρουσία του στα δρώμενα.

Ο Βασίλης Παπαδόπουλος (Κλεάνθης), νέος ηθοποιός με καλό μέταλλο, ωραία κίνηση και αίσθηση της ατάκας, μάρκαρε τον χώρο του ευδιάκριτα άλλοτε μόνος και άλλοτε μαζί με την όμορφη, αθώα και καλλίφωνη κόρη του Αργκάν, Αγγελική (Φιόνα Γεωργιάδη). Η Πολυξένη Σπυροπούλου, αρκούντως υπερβολική και εξωστρεφής, περνά σαρωτική από όλα και επιβιώνει σε αυτό το πλασματικό περιβάλλον γοητευτικά ψευδόμενη και μανιωδώς υποδυόμενη. Στο πνεύμα της σκηνοθετικής άποψης και ο Βεράλδος (αδερφός του Αργκάν) του Θάνου Κοντογιώργη που εμφανίζεται στην τρίτη πράξη και προσπαθεί ευαναγνώστως; να πείσει τον αδερφό του ότι ο προγραμματισμένος γάμος της κόρης του με γιατρό είναι ένα τεράστιο λάθος. Στη διανομή και στη θέση τους οι Αντώνης Αντωνάκος  και Γλυκερία Ψαρρού.

Λοιποί συντελεστές

Όλοι οι υποκριτικοί όγκοι φιλοξενήθηκαν σε ένα σκηνικό (της Ελένης Μανωλοπούλου) γεμάτο από τεράστια χάπια και παραδομένο στα όμορφα μουσικά ιντερμέδια του Νίκου Κηπουργού. Η χορευτική κινησιολογία που δίδαξε η Ηλέκτρα Καρτάνου, θα μπορούσε να υπογραμμίσει ακόμη πιο έντονα την εικόνα του σώματος-μηχανή, του σώματος που καλείται να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένους κώδικες κίνησης και συμπεριφοράς. Ήταν πιο πολύ μια χορογραφία περιγραφική παρά σχολιαστική.

Ενισχυτική του πνεύματος των δρωμένων η φωτιστική παρτιτούρα του Αλέκου Αθανασίου, όπως και ορισμένα από τα σκόπιμα υπερβολικά και περιπαιχτικά κουστούμια (κυρίως των Διαφουαρού) που σχεδίασε η Μανωλοπούλου, με τις «a la Κολωνάκι στυλ» τσάντες «Κανελλόπουλος» (αν διάβασα σωστά) να δεσπόζουν στα χέρια αλλά και γύρω από το σώμα (ως ένδυμα) της Μπελίνα (Σπυροπούλου).

Κάποιες τελευταίες σκέψεις

Μια παράσταση σε γενικές γραμμές ρέουσα και ευχάριστη, χωρίς (και ευτυχώς) λύσεις επιθεωρησιακής κοπής, όμως δεν μπορώ να την ονομάσω ιδιαίτερη ή φρέσκια. Η σκηνοθεσία του Αμπαζή δεν μας παρέδωσε κάτι ξεχωριστό για να θυμόμαστε. Γνωρίζοντας τη δουλειά του, το πόσο καλός είναι, ειδικά στη διαχείριση των απαιτήσεων του μουσικού θεάτρου, περίμενα κάτι πιο ανήσυχο και (δι)ερευνητικό. Είχε στη διάθεσή του καλό ανθρώπινο υλικό και θα μπορούσε και περισσότερα, εάν ήταν πιο αιχμηρή και κριτική η ματιά του, τουτέστιν, εάν επένδυε περισσότερο στη δυναμική του κειμένου και στην ιδέα/εικόνα της φυλακής και του ελέγχου του σώματος από τους κατέχοντες γνώση και εξουσία. Το υπογραμμίζω ειδικά αυτό το σημείο, γιατί πρόκειται για μια πτυχή που αφορά άμεσα την πραγματικότητά μας, η οποία έχει να επιδείξει άπειρους υποχόνδριους Αργκάν, όπως και άπειρα κέντρα εξουσίας (με απόλυτο άρχοντα-εξουσιαστή την υψηλή τεχνολογία), μα πιο πολύ έχει να επιδείξει, όπως και η Γαλλία του Λουδοβίκου, την ίδια  εξωφρενική αγάπη, σε βαθμό υστερίας, για την περφόρμανς του σώματος. Εξού και η εμμονή, μεταξύ πολλών άλλων εμμονών, με το body building, τις εμφυτεύσεις μαλλιών, τα τατουάζ, και φυσικά τις πλαστικές επεμβάσεις που έχουν ως στόχο τη δημιουργία ενός «άλλου» σώματος, την ικανοποίηση μιας φαντασίωσης, δηλαδή μιας ετερότητας, σε σημείο πλέον απώλειας κάθε έννοιας του «πραγματικού».

Όπως οι υπήκοοι του Λουδοβίκου έτσι και εμείς, τέσσερις αιώνες μετά,  ζούμε σε ένα παγκόσμιο θέατρο ψεύδους, στις επιτελέσεις του οποίου υποτάσσεται κάθε μορφή αναταραχής, όπως έξοχα δραματοποιεί την ιδέα ο πάντα επίκαιρος Ζαν Ζενέ στο Μπαλκόνι, εκεί όπου ιδεολόγοι, διανοούμενοι, επίσκοποι, επαναστάτες, προοδευτικοί, συντηρητικοί και στρατηγοί παραδίδονται αμαχητί στα θέλγητρα της θεατρικής επιτέλεσης, της μάσκας, απόλυτα υπάκουοι στις σκηνοθετικές οδηγίες των πουτάνων που εργάζονται στον «Σπίτι των ψευδαισθήσεων» της τσατσάς Ίρμα. Μια κατά φαντασίαν πραγματικότητα, που δεν είναι διόλου φανταστική.

Σημ. Πρώτη δημοσίευση parallaxi 26/03/2023

 

Share:

Η σπουδαία τέχνη είναι η τέχνη των ορίων

 



 

Αν και ως θεατής είμαι γενικά "καχύποπτος" με ο,τιδήποτε δηλώνεται ή προσφέρεται ως "ρεαλιστικό" ή ως "ρεαλισμός", δηλαδή με οτιδήποτε επιχειρεί να μου στερήσει ή να μου περιορίσει τη δυνατότητα να μπορώ να κρίνω με καθαρό βλέμμα κάποια πράγματα, αυτή τη φορά παρέδωσα τα όπλα. Για την παράδοση ευθύνεται αποκλειστικά η "παμφάγος" κινηματογραφική Φάλαινα. Πέρασε και μας πήρε όλους μαζί της. Ως πρόχειρη απόδειξη αρκεί αυτό: Μόλις άναψαν τα φώτα στο τέλος έβλεπες μια αίθουσα που προσπαθούσε άρον άρον να σκουπίσει το αποτύπωμα της ταινίας από το πρόσωπό της. Αυτή είναι και μια διαφορά ανάμεσα στο κλάμα και το γέλιο. Γελάμε δυνατά, συλλογικά και δημόσια και κλαίμε μόνοι και όσο γίνεται στα κρυφά, λες και ντρεπόμαστε γι' αυτό.


 Είχα υπόψη μου το θεατρικό έργο του Σάμιουελ Ντι Χάντερ, το οποίο έκανε πρεμιέρα το 2013, χωρίς όμως κάποια αξιοπρόσεχτη συνέχεια. Ξεχάστηκε γρήγορα. Και για να' μαι ειλικρινής δεν μπορούσα με τίποτα να το φανταστώ ως ταινία. Και μάλιστα αυτή τη μοναδική ταινία που παίζεται τώρα, το σενάριο της οποίας διαμόρφωσε ο ίδιος ο Χάντερ.


Εξαιρετική από όλες τις απόψεις η μεταφορά από το ένα είδος στο άλλο. Πυκνή, ρέουσα, ευφυής και κυρίως ευαίσθητη και ανθρώπινη στον τρόπο προβολής του "άλλου" σώματος (του υπερβολικά παχύσαρκου--στο θεατρικό έργο διαβάζουμε για ένα σώμα 600 pounds=272 κιλά. Για τη μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή με προσθετικά στην ταινία απαιτούνταν τέσσερις ώρες ημερησίως). Μια ταινία με θετικό πρόσημο απέναντι στη ζωή, σκηνοθετημένη στην κάθε λεπτομέρειά της από τον Ντάρεν Αρονόφσκι.


Στέκομαι ιδιαίτερα στην πολλών καρατιών ερμηνεία του Μπρένταν Φρέιζερ, η οποία δείχνει ότι η αμερικανική εκδοχή του στανισλαφσκικού ρεαλισμού, γνωστή ως ΜΕΘΟΔΟΣ (που καθιερώθηκε μέσω Λη Στράσμπεργκ, Ελία Καζάν και Group Theatre τη δεκαετία του 1930--είχε προηγηθεί η επίσκεψη Κωνσταντίν Στανισλάφσκι στην Αμερική το 1924) συνεχίζει να προκαλεί έντονες συγκινήσεις στον κινηματογράφο.


Ατελείωτη η λίστα με τους σπουδαίους "μαθητές" της. Επί τροχάδην αναφέρω: Ρόμπερτ ντε Νίρο, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Αλ Πατσίνο, Μέριλ Στριπ, Τζούλια Ρόμπερτς, Ντέζελ Ουάσινγκτον, Τζώνι Ντεπ, Ντάστιν Χόφμαν, Ντάνιελ Ντέι Λούις, Αν Χάθαγουεη, είναι κάποια από τα πιο σύγχρονα ονόματα που συνεχίζουν να διαφημίζουν με τις ερμηνείες τους τη Μέθοδο, η οποία πριν από αυτούς είχε αναδείξει τον Μάρλον Μπράντο, τον Μοντγκόμερι Κλιφτ, τον Πωλ Νιούμαν, τη Μέριλυν Μονρόε, τον Τζέιμς Ντην και δεκάδες άλλους.


Το ενδιαφέρον με τη Μέθοδο είναι το εξής:  ενώ βοηθά πολύ όταν η τελική στόχευση είναι η ρεαλιστική απεικόνιση/απόδοση της πραγματικότητας και της καθημερινότητας (μεταξύ άλλων, δείτε ως ενδεικτικό παράδειγμα πώς αποδίδει στα οικογενειακά δράματα), δεν προσφέρεται ιδιαίτερα όταν τα έργα είναι κλασικά (κυρίως σαιξπηρικά), όπου απαιτούνται άλλοι υποκριτικοί κώδικες (αυτό, με ορισμένες επιφυλάξεις, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εξηγεί και την απουσία αξιομνημόνευτων παραστάσεων κλασικών έργων από το ρεπερτόριο του αμερικανικού θεάτρου).


Σύμφωνα με πολλούς Άγγλους καλλιτέχνες που δούλεψαν στην Αμερική, οι αυστηρές αρχές της Μεθόδου, δεν έχουν την απαιτούμενη "χαλαρότητα" και "ευμεταβλητότητα" ώστε να (ανα)προσαρμόζονται εύκολα σε καταστάσεις πέρα από αυτό που βλέπουμε και βιώνουμε ως πραγματικότητα. Είναι ενδεικτικά τα σχόλια του Λώρενς Ολίβιε που έκανε κατά τη διάρκεια μιας συνεργασίας του με τον Ντάστιν Χόφμαν (στο Marathon Man, 1976), όταν έμαθε ότι ο πρωταγωνιστής του ξενύχτησε προσπαθώντας να βρει τρόπους ταύτισης με τον χαρακτήρα. Φέρεται να είπε, με το γνώριμο βρετανικό φλέγμα, ο Ολίβιε: "[Αντί για ξενύχτι ] ..ας προσπαθήσει να παίξει....είναι πολύ πιο εύκολο". Δήλωση μάλλον αναμενόμενη, γιατί ήταν ήδη γνωστό και από προηγούμενη συνεργασία του με ηθοποιούς της Μεθόδου ότι δεν ήταν φίλια προσκείμενος.


Ο δε Άλφρεντ Χίστκοκ, όταν σκηνοθετούσε την ταινία Tom Curtain, με πρωταγωνιστή τον Πωλ Νιούμαν, είπε το εξής χαρακτηριστικό σχετικά με τις αρχές της Μεθόδου: "Είναι εντελώς ανόητο. Πώς μπορείς να υποδυθείς τον θάνατο εάν προϋπόθεση είναι να τον έχεις ζήσει/βιώσει πρώτα;"


Σήμερα η μέθοδος, ειδικά στο θέατρο, δέχεται αυστηρό έλεγχο από διάφορες ομάδες που εκτιμούν ότι με τις «δυτικοκεντρικές» της αρχές τις αποκλείει, όμως δεν παύει να έχει μια ιδιαίτερη και ακόμη αξεπέραστη δυναμική ειδικά μπροστά στην κάμερα, κάτι που φάνηκε σε όλο της το μεγαλείο στη Φάλαινα.

Διάβασα τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει ορισμένοι κριτικοί αναφορικά με τον τρόπο που διαχειρίζεται την παχυσαρκία στην εν λόγω ταινία. Τις σέβομαι, όμως δεν συμφωνώ. Προσωπικά είδα στην ταινία αγάπη, κατανόηση και απέραντη συμπάθεια και καθόλου απόρριψη ή ειρωνεία ή απαξίωση. Είδα ένα καλλιτεχνικό ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ!!! Πηγαίνετε. Θα χαρείτε κινηματογράφο υψηλού επιπέδου. Κινηματογράφο βαθύτατα τρυφερό, ανθρώπινο και αισιόδοξο.

ΜΕΡΟΣ Β΄


Μετά τη Φάλαινα, επόμενη κινηματογραφική μου εξόρμηση Τα πνεύματα του Ινισέριν. Άλλο ένα διαμάντι, με την υπογραφή (σενάριο/σκηνοθεσία) του δαιμόνιου Ιρλανδού Μάρτιν Μακντόνα, ο οποίος σε κάθε καλλιτεχνικό εγχείρημά του (θεατρικό και κινηματογραφικό) βρίσκει τρόπους να μας ταράξει και να μας ξαφνιάσει, όπως κάποτε μας τάραζε και ξάφνιαζε με το "στα μούτρα σου θέατρο" η Σάρα Κέιν και ο Μαρκ Ρέιβενχιλ.


Στο μυαλό μου ο Μακντόνα είναι από τους σημαντικότερους αυτή τη στιγμή δημιουργούς παγκοσμίως. Η γραφή του συμπίπτει απόλυτα με αυτό που θεωρώ ως αξιόλογη καλλιτεχνική δημιουργία, που δεν είναι άλλη από την οριακή, εκεί όπου οι ταλαντώσεις ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, το γνωστό και το άγνωστο, το δοκιμασμένο και το καινούργιο, είναι, πέρα από έντονες, εντελώς απρόβλεπτες και άπιαστες, τουλάχιστο στο πλέγμα της δικής μου φαντασίας. Μια γραφή που διαρκώς δοκιμάζει τον ορίζοντα των προσδοκιών μου και με κάνει να τρέχω ασθμαίνοντας να την προλάβω και να την καταλάβω.


Για μένα έχει σημασία αυτή η προσληπτική δοκιμασία (όσο δύσβατη και να είναι), γιατί πιστεύω πως καμιά σπουδαία, ανθεκτική και ευεργετική δημιουργία δεν μπορεί να κινείται κάπου στο κέντρο. Στο κέντρο είναι κατά κανόνα τα ευπώλητα κλισέ, τα στερεότυπα, τα οικεία σχήματα, και γενικά τα "περιουσιακά" μας στοιχεία, δηλαδή όλα εκείνα που ήδη γνωρίζουμε, εκείνα με τα οποία μεγαλώνουμε, νιώθουμε ως «δικά μας» και τα οποία μπορούμε να διαχειριστούμε ή να φανταστούμε.


Είναι προφανές πως το κάθε κέντρο επιβάλλει την ακινησία (διαφορετικά δεν θα ήταν κέντρο), η οποία είναι και μια μορφή θανάτου—αφού μόνο τα πτώματα δεν κινούνται.  Ανοίγω μια μικρή παρένθεση εδώ για να προσθέσω, προς επίρρωση αυτής της σκέψης, ότι αν  μελετήσει κανείς προσεχτικά τη γεωμετρία των έργων του Σάμιουελ Μπέκετ, θα διαπιστώσει πως κάθε φορά που επιβάλλει τη σύγκλιση των δρωμένων προς το κέντρο υποδηλώνει και κάποιο μεταφορικό θάνατο του ζώντος σώματος, καταδικάζοντάς το στην χωρική ακινησία.


Αντίθετα, πέρα από το εφησυχαστικό (ή και "θανατερό") και γνώριμο "κέντρο", κατοικοεδρεύει η "άγρια", η "εκ-κεντρική" γοητεία του άγνωστου, του επικίνδυνου, του ολισθηρού. Εκεί όπου παιδεύεται (και μας παιδεύει) η γραφή ενός Φώκνερ, ενός Τζόυς, ενός Γιέητς, μιας Γουλφ, μιας Πλαθ, ενός Μπέκετ, μιας Τσέρτσιλ, ενός Ντοστογιέφσκι, ενός Σαίξπηρ, ενός Αισχύλου, ενός Ευριπίδη, ενός Σοφοκλή, η ζωγραφική ενός Πικάσο, ενός Κοκόσκα και ενός Νταλί, οι μουσικές συνθέσεις ενός Στραβίνσκι και ενός Κέιτζ. Με δυο λόγια: η οριακή τέχνη των αναζητητών μιας Terra incognita.


Αυτή την "άγνωστη γη" (του ανθρώπινου ψυχισμού και όχι μόνο) δραματοποιεί η καλπάζουσα και διαρκώς περίεργη, αιχμηρή και απρόβλεπτη  φαντασία του Μακντόνα. Ποιος θα περίμενε λ.χ. στην ταινία που κουβεντιάζουμε εδώ πως κάθε φορά που ο Πάτρικ (Μπρένταν Γκλίσον) ενοχλεί ή προσπαθεί να μιλήσει με τον φίλο του τον Κολμ (Κόλιν Φάρελ), με σκοπό το ξαναζωντάνεμα της φιλίας τους, αυτός θα κόβει ένα από τα αριστερά του δάχτυλα με ένα ψαλίδι κουρέματος προβάτων. Εκείνο που ως θεατής περιμένεις φυσιολογικά είναι την τιμωρία του Πάτρικ που σπάει τη συμφωνία και όχι την αυτοτιμωρία του Κολμ. Αυτά τα άλματα, αυτές οι υπερβάσεις του αναμενόμενου, κάνουν και την εμπειρία της θέασης τόσο εξαιρετική, σε μια ταινία όπου, αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα το συναρπαστικό, τουλάχιστο οπτικά/χωρικά.


Στα λιβάδια αυτού του φανταστικού νησιού στις παρυφές της Ιρλανδίας, δεν εκτυλίσσονται ούτε εξελίσσονται φοβερά εξωτερικά δρώμενα. Όλα είναι αγκυροβολημένα στα εσωτερικά, τα δύσβατα και κακοτράχαλα τοπία του ανθρώπινου ψυχισμού, των ανθρώπινων συναισθημάτων, εκεί όπου κατοικοεδρεύουν οι απρόβλεπτες και συχνά ωμές εκρήξεις.


Εκείνο που εντυπωσιάζει, μεταξύ πολλών άλλων, τόσο στη Φάλαινα όσο και στα Πνεύματα του Ινισέριν είναι η έντονη θεατρική αύρα που αποπνέουν. Λογικό βέβαια, αφού και οι δύο συγγραφείς (σεναριογράφοι), προερχόμενοι από το θέατρο, επενδύουν στα δρώμενά τους αυτό που γνωρίζουν καλύτερα: την αίσθηση της οικονομίας του σανιδιού. Ξέρουν τι πάει να πει κλιμάκωση, κορύφωση και αποκλιμάκωση. Πουθενά η φλυαρία, το περιττό, το ανούσιο, το κλισέ. Διάλογοι ουσιαστικοί, στοχαστικοί, περιεκτικοί και άκρως συναρπαστικοί. Σημειώνω τη λέξη "συναρπαστικοί", γιατί, σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες που προσπαθούν να μας εντυπωσιάσουν με βία (για τη βία), με αίμα (για το αίμα), με ατελείωτο πιστολίδι, σεξ, συγκρούσεις συμμοριών και αυτοκινήτων και άπειρα πτώματα, εδώ, όπως είπα, κυριαρχεί η απόλυτη λιτότητα. Μια λιτότητα, όμως, που κρύβει μια απίστευτη πολυπλοκότητα. Μια παραπλανητική λιτότητα. Μια "ύπουλη" λιτότητα, που κρύβει μέσα της ενεργά ηφαίστεια (η πλησιέστερη περίπτωση σεναριογράφου/θεατρικού συγγραφέα που μπορώ να σκεφτώ ότι θα μπορούσε να συνεξεταστεί με τον Μακντόνα είναι του επίσης ευφυέστατου και «παμπόνηρου»  Ντέιβιντ Μάμετ).


Χάρηκα πολύ και τις δύο ταινίες με πρωταγωνιστές τον τόσο ταλαιπωρημένο και κουτσουρεμένο στην εποχή μας Λόγο (και κυρίως διάλογο) και το πάσχον σώμα.

Δυο ταινίες που δεν φοβήθηκαν να φέρουν στο προσκήνιο και να αναμετρηθούν με το "αίνιγμα" Άνθρωπος και τον ανεξερεύνητο εσωτερικό του κόσμο, χωρίς ψεύτικα αγκωνάρια εντυπωσιασμού, χωρίς φρου φρου και αρώματα.

Δυο ταινίες στην κόψη του ξυραφιού. Δύο ταινίες οριακές. Η απόλυτη διαφήμιση της έβδομης τέχνης.


Ως φανατικός θεατρόφιλος χάρηκα πολύ και τις δύο  γιατί έδειξαν πόσο ευεργετική μπορεί να είναι η συνάντηση της αισθητικής του θεάτρου με τον κινηματογράφο. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στα πρώτα βήματα του κινηματογράφου αιμοδότης του (σε σενάρια και ηθοποιούς) ήταν το θέατρο.

Δυο "θεατρόμορφες" ταινίες σκοτεινές αλλά συνάμα αποκαλυπτικές και η καθεμιά με τον τρόπο της φωτεινές.

Δύο ταινίες που αξίζουν το χειροκρότημά μας.

Σημ. Πρώτη δημοσίευση parallaxi 28/02/2023

Share:

Αναγνώστες

Translate

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ / SAVAS PATSALIDIS

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ / SAVAS PATSALIDIS

CURRICULUM VITAE (CV)/ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Critical Stages/Scènes critiques

Critical Stages/Scènes critiques
The Journal of the International Association of Theatre Critics

USEFUL LINKS/ ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

ARTICLES IN ENGLISH

ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ-CURRENT REVIEWS (in Greek)

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ (FOR GENERAL READING)

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ (SCHOLARLY PUBLICATIONS--in Greek)

Περιεχόμενα

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Recent Posts