Είναι προφανές ότι οι καιροί
της κρίσης έχουν κάνει πολλούς νέους να καλλιεργούν μια πιο έντονη πολιτική
συνείδηση. Πράγμα που φαίνεται από τις τελικές επιλογές τους. Πριν, όμως,
σχολιάσω αυτό που είδα στη σκηνή του Vis Motrix (οι «Δίκαιοι» του Α. Καμί), θέλω να κάνω μια
ξεκάθαρη και άκρως προσωπική τοποθέτηση: θεωρώ τους Γάλλους φιλόσοφους και
κοινωνικούς στοχαστές που ασχολήθηκαν και με το θέατρο (βλ. Σαρτρ, Καμί, Ζιντ κ.λπ) μια απόλυτα
βαρετή συνομοταξία.
Πρόκειται για άτομα που δεν είχαν ιδέα από θέατρο και απλώς
το χρησιμοποίησαν για να αναδείξουν τη φιλοσοφία τους, αντί να κοιτάξουν, ως
όφειλαν, να αναδείξουν το θέατρο μέσα από τη φιλοσοφία.
Το αποτέλεσμα; Λογοδιάρροια, ατελείωτες, σχοινοτενείς προτάσεις,
ξεχειλωμένοι διάλογοι, πλατειάζοντες στοχασμοί και απολογισμοί, ανύπαρκτοι
χαρακτήρες, αδιάφορος αφηγηματικός καμβάς. Με δυο λόγια, τίποτα από ό,τι
θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι το θέατρο. Κι όμως κάποιοι επιμένουν να
καταπιάνονται μαζί τους. Όπως η Μαρία Γρίβα,
ας πούμε, η οποία, αν και στα πρώτα βήματά της στο χώρο της σκηνοθεσίας, οπότε περιμένεις
κάπως πιο «αβανταδόρικες» επιλογές, είχε το θάρρος , όπως και την άποψη, γι΄αυτό δεν κόμπιασε να πάρει το ρίσκο.
Και δεν απογοήτευσε. Μας οδήγησε, με λιτές όσο και ουσιαστικές επιλογές, στο στόχο χωρίς μουτζούρες και πασαλείμματα.
Στα όρια του ευμετάβλητου σκηνικού του Β. Ξώνογλου, έστησε ένα θέαμα
αλλοδιάδοχων πλάνων-εικόνων που κινήθηκαν με καθαρότητα και καλούς ρυθμούς
ανάμεσα στο δραματικό και το αφηγηματικό. Μ' εξαίρεση τα πλέον μακροσκελή
λογύδρια που αποσυμπίεζαν με τη φλυαρία τους τις καταστάσεις (ήθελαν γενναίο
κόψιμο), είδαμε να ζωντανεύουν και να πείθουν συγκρούσεις, διλήμματα, κίνητρα και αιτιάσεις.
Σκηνικοί εκτελεστές της σκηνοθετικής γραμμής, ένα καλά συντονισμένο και
αρμονικό καστ, που αν και χωρίς μεγάλη εμπειρία (οι περισσότεροι), ήταν
ψύχραιμο και σωστά τοποθετημένο απέναντι στον «επικίνδυνο» λογοκεντρισμό του
κειμένου. Αλφαβητικά: Κρίκος, Κωχ, Μπάρμπα, Παπαδόπουλος, Σακελλαρίου,
Τσάκουρη.
Συμπέρασμα: Μια απλή, όσο και ευανάγνωστη και χωρίς
διάθεση επίδειξης, δουλειά μιας νέας σκηνοθέτιδας που αφήνει υποσχέσεις. Άλλο
ένα δείγμα γραφής από το δυναμικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα σκηνοθεσίας του Τμήματος
Θεάτρου του ΑΠΘ.
Περί εξουσίας
Περνώ αμέσως
σ’ ένα άλλο έργο, επίσης από νέους, που φιλοξενήθηκε στη σκηνή του θεάτρου
“Αυλαία”. Πρόκειται για το «Η πατρίς
λυπάται πολύ», του Ρουμάνου εμιγκρέ Ματέι Βίσνιεκ, τον οποίο οι σκηνές μας
φιλοξενούν αρκετά συχνά, υποθέτω ένεκα των θεμάτων που τον απασχολούν (και μας
απασχολούν) --εθνικότητα, ταυτότητα, προδοσία, αλαζονεία εξουσίας, καιροσκοπισμός.
Έχοντας βιώσει το σταλινικό
καθεστώς Τσαουσέσκο, ο Βίσνιεκ είδε εκ των έσω πώς λειτουργούν τα οφίκια, η
ασυλία των ισχυρών και οι κρατικές υπηρεσίες και γι’ αυτό με κάθε ευκαιρία πυροβολεί
για να ξεσκεπάσει. Και καλά κάνει, μόνο που προσωπικά δεν μ’ αγγίζει ιδιαίτερα
ο τρόπος που διαχειρίζεται το υλικό του. Βρίσκω το τελικό αποτέλεσμα υπερβολικά
σχηματοποιημένο. Ναι μεν κρύβει ορισμένα εσωτερικά δρομολόγια, όμως του λείπουν
τα ξεπετάγματα της φαντασίας, οι απρόσμενες κλιμακώσεις και στροφές. Για να
αποκτήσει σκηνικό ενδιαφέρον και να συγκινήσει ζητά μια ιδιαίτερα εμπνευσμένη και
φευγάτη σκηνοθεσία και δυνατούς ηθοποιούς. Και αυτό δεν το είδαμε στη σκηνή του
«Αυλαία».
Η σκηνοθεσία
Ο Τριαντάφυλλος Δελλής στάθμισε τα συγγραφικά
δεδομένα και φαντάστηκε το παιχνίδι της εξουσίας να παίζεται σ’ ένα ψυχρό τοπίο
επιστημονικής φαντασίας, απειλητικό και αφιλόξενο, όπου η προσωπικότητα
ισοπεδώνεται μαζί με τα συναισθήματα. Ως εδώ καλά. Και εννοώ ως σκέψη, γιατί
στην πράξη βγήκε τελικά ένα ασπόνδυλο θέαμα
με ανερμήνευτους στόχους, που πιο πολύ λειτούργησε σα βιτρίνα τεσσάρων εικόνων,
που από την αρχή έδειχνε ότι δεν μπορεί να δώσει κάτι παραπάνω και κάτι πιο
μέσα. Η μορφολογική απλοϊκότητά δεν βοήθησε γιατί, εκτός των άλλων, δεν είχε
δική της γλώσσα. Ήταν ένα σκηνικό κατασκεύασμα φτιαγμένο από ξεκρέμαστα δάνεια,
εξορισμένα από το θέαμα.
Εάν η σκηνοθεσία είχε πιο ξεκάθαρους και
δουλεμένους αισθητικούς στόχους, θα είχε δει την ανάγκη να πυκνώσει όλους τους
ετερογενείς κώδικες, ώστε να καταλήξει σε ένα όλον, όπου τίποτα δεν θα φάνταζε
ψεύτικο ή εκβιαστικά παρόν. Και αναφέρομαι, πέρα από τη χρήση της τεχνολογίας, και
στη διαχείριση του σώματος. Από τη στιγμή που η σκηνοθεσία αποφάσισε να
επενδύσει στη δυναμική του, όφειλε να το οδηγήσει σ’ ένα σκηνικό γκέστους ικανό
να διαγράψει πειστικά τα δρομολόγια της σκέψης του συγγραφέα, αποκαλύπτοντας
τις όποιες εγκιβωτισμένες εντάσεις των ίδιων των θεμάτων. Η ανεπάρκεια καθαρής
άποψης εκδηλώθηκε στην παράσταση ως άρρυθμη διασταύρωση σώματος-επεισοδίων.
Ερμηνείες
Βλέπω
δεκάδες περφόρμανς σωματικού θεάτρου και εξομολογούμαι την άπωσή μου για το
χώρο, όταν δεν υπηρετείται σωστά, ευφάνταστα και με καλές στοχεύσεις. Χίλιες
φορές οι πιο λακωνικές σωματικές εντυπώσεις, σωστά εκτελεσμένες παρά
κινησιολογική φλυαρία και ασυμφωνία. Και δεν φτάνει αυτό, για άλλη μια φορά η
ακοή μου υπέστη τη βάσανο του άμουσου λόγου. Το σχολιάζω ως γενικότερο πρόβλημα
της εποχής. Η κυριαρχία της εικόνας έχει καταβαραθρώσει την άρθρωση, το βάθος
φωνής, τους χρωματισμούς.
Οι ερμηνευτές, Α. Κωχ, Σ. Πίττας, Γ. Σοφικίτης,
μολονότι ίδρωσαν, μολονότι κατέθεσαν μόχθο (φάνηκε, δε λέω), δεν έπεισαν τελικά
αν δρούσαν ως οργανικά στοιχεία της σύνθεσης ή απρόσκλητοι επισκέπτες σε ένα
θέαμα που έτυχε να συνυπάρχουν. Με εμφανώς καλύτερο υποκριτικό οπλοστάσιο η
Δήμητρα Λαρεντζάκη, όμως χωρίς πλαίσιο
να τη στηρίξει. Χάθηκε κι αυτή μαζί με τους υπόλοιπους.
Συμπέρασμα: πειραματίζομαι σημαίνει ξέρω καλά με τι έχω να
κάνω. Όταν δεν είμαι σίγουρος, καλύτερα να μην δοκιμάζω ή αν δοκιμάζω, σταματώ
στα όρια που μπορώ να διαχειριστώ.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
1/03/2014