Η
«Ανάκριση» είναι ένα ορατόριο σε έντεκα ωδές που στηρίζονται στα πρακτικά της
δίκης στελεχών του ναζισμού που έγιναν στο διάστημα 1963-65 στη Φρανκφούρτη. Ο
συγγραφέας του έργου, Πέτερ Βάις, δεν είναι καθηγητής Ιστορίας, όμως ξέρει από Ιστορία
και, το πιο σημαντικό, ξέρει πως μια ιστορία, για να είναι πλήρης, δεν αρκεί να
παρουσιάσει τα γεγονότα σε απλή παράταξη σαν στρατιωτάκια. Πρέπει να εμβαθύνει
κιόλας, να καταδυθεί στην ψυχή των πρωταγωνιστών, κυρίως των θυμάτων, ώστε να
δώσει και την ηθική διάσταση των γεγονότων. Και αυτό ακριβώς κάνει.
Κάποιος
που δεν γνωρίζει τον τρόπο γραφής του και ακούει όλες αυτές τις στατιστικές
λεπτομέρειες --τόση ήταν η μερίδα φαγητού, έτσι ήταν οι τουαλέτες, αυτές οι
αρρώστιες θέριζαν κ.λπ-- σίγουρα θα διερωτηθεί, «προς τι όλα αυτά»; Γιατί ο
συγγραφέας κυνηγά το δέντρο και αφήνει το δάσος; Κι όμως, έχουν σημασία, γιατί αυτά
τα «μικρά» και υποτίθεται «δευτερεύοντα» είναι που κρύβουν το μεγαλύτερο τρόμο.
Τα
ντοκουμέντα που φέρνει στο φως ο Βάις, και ο τρόπος της θεατρικής εκμετάλλευσής τους, θα τον εντάξουν αμέσως
στην ευρύτερη κατηγορία των συγγραφέων «θεάτρου-ντοκουμέντο», ένα είδος γραφής
που θεριεύει κυριολεκτικά σε στιγμές έντονης πολιτικοκοινωνικής δοκιμασίας. Όταν
το κοινωνικό σώμα σείεται, τότε το θέατρο, ο πιο άμεσος σεισμογράφος του,
πετάει τη μάσκα και στέκεται «ακάλυπτο» μπροστά στο θεατή, μ’ ένα και μοναδικό
σκοπό: να του αραδιάσει φιμωμένες αλήθειες
με αποδείξεις και με τρόπο που μόνο αυτό ξέρει.
Το
πώς θα διαχειριστεί ο κάθε καλλιτέχνης αυτή την ιδιαίτερη επικοινωνιακή
δυναμική, είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος, γιατί καθορίζει και τις σχέσεις
σκηνής/πλατείας, αλήθειας/ψέματος. Και εννοείται ότι, όσο περνά ο καιρός, ο
τρόπος διαχείρισης αλλάζει. Μπορεί πενήντα χρόνια μετά την πρεμιέρα της
«Ανάκρισης» το θέμα να συγκινεί εξίσου έντονα, όμως το πώς θα αλώσει την
πλατεία είναι ένα μεγάλο ζητούμενο. Ένας άλλος κόσμος κάθεται σήμερα στην
πλατεία. Και αυτός έχει πάει πέρα από τον Μπρεχτ, χωρίς κατ’ ανάγκη ν’ ακυρώνει
τον Μπρεχτ (βλ. το μεταδραματικό στιλ ομάδων
όπως Rimini
Protokoll,
Culture
Clash,
She
She
Pop,
μεταξύ άλλων).
Η παράσταση που φωνάζει
Αντιλαμβάνομαι
την αγωνία των συντελεστών της παράστασης που είδαμε στο θέατρο «Εγνατία» να
καταθέσουν πολιτικό λόγο. Οι καιροί είναι και δύσκολοι και πονηροί. Πρέπει να
είμαστε προσεκτικοί. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί τα πάντα, και κυρίως επιλογές όπου
περισσεύει το κήρυγμα και απουσιάζει η φρεσκάδα.
Ο
Σταύρος Τσακίρης επιδόθηκε σε έναν άπελπι αγώνα να διατρυπήσει το κέλυφος των
ντοκουμέντων, με λάθος κλειδιά ή, μάλλον καλύτερα, με σκουριασμένα κλειδιά. Άφησε
ανεκμετάλλευτη την παρουσία του σώματος στα δρώμενα, ενός σώματος που, στο
σύγχρονο θέατρο ντοκουμέντο, δεν είναι ένας παθητικός μεταφορέας μηνυμάτων,
αλλά ένας ορατός, δρων όγκος που εισπράττει και σχολιάζει τη βία. Εμμένοντας σε
μια ξεπερασμένη υποκριτική γραμμή, η σκηνοθεσία κατέληξε σε ένα προβλέψιμο και
βαρετό θέαμα με «καλύτερο» εκφραστή την Εύα Κοταμανίδου, της οποίας το παίξιμο χαρακτήριζε
ο στόμφος, στόμφος ενοχλητικός, παλιός και άκαιρος που ψεύτιζε τις (βιωμένες) εμπειρίες
και τα συναισθήματα που ανέλαβε να κομίσει στο σανίδι.
Ο
Κώστας Καζακος κουρασμένος και σχεδόν αδιάφορος, περιορίστηκε σε έναν εντελώς
διεκπεραιωτικό ρόλο (του ανακριτή), χωρίς τίποτα το ιδαίτερο. Και ο
Κωνσταντίνος Καζάκος, λίγος σε αυτό που κλήθηκε να κάνει. Μια εξωτερική
επίδειξη ναζιστικής μαγκιάς χωρίς πειθώ, όπως χωρίς πειθώ και ο Ντίνος Καρύδης
και οι υπόλοιποι «κατηγορούμενοι», Σπύρος Τσεκούρας (Μπόγκερ) και Ευθύμης
Ξυπολιτάς (Κλερ). Ούτε καν ως
καρικατούρες δεν μέτρησαν. Βρήκα εντελώς ανέμπνευστη τη σκηνική τους παρουσία,
με χειρότερο το δικηγόρο υπεράσπισής τους (Δημήτρης Καλαντζής). Κακή φωνητική
απόδοση, κακό παίξιμο.
Σε
μια κάπως καλύτερη σφαίρα, με μια πιο φυσική συμπεριφορά, κινήθηκαν οι
«μάρτυρες» Γιάννης Γούνας και Χάρης Χαραλάμπους. Με λιγότερη έπαρση και
περισσότερο φορτίο στη φωνή τους, ήταν πιο ανθρώπινοι, πιο πονεμένοι, πιο κοντά
μας. Ενεργοποίησαν, σε στιγμές, γνωστικά και συνειδησιακά βάθη. Η Τζένη Κόλλια
αχρείαστα στομφώδης, ενώ κάπως πιο γειωμένη η Μαρία Τζάνη.
Κερασάκι στην τούρτα
Ο
Βάις ξέρουμε ότι θέλει το έργο ανοικτό και καλά κάνει (μα και ο Μπρεχτ το ίδιο
δεν ήθελε;). Το να θέλει κάποιος ντε και καλά να το κλείσει μια κι έξω με ένα
δικό του επίλογο-σφήνα, με γεια του με χαρά του. Ο κόσμος, όμως, που πληρώνει
εισιτήριο έχει απαιτήσεις και δεν μπορεί να καταδικάζεται στη θέση του πρόβατου
και να ακούει το λογύδριο του όποιου δημοσιογράφου-κατηχητή, λες και βρίσκεται
σε κομματική συγκέντρωση. Είναι εξευτελιστικό. Και να πω και το άλλο.
Εάν
οι συντελεστές της παράστασης πίστευαν
ότι ο στόχος επετεύχθη, ότι πέτυχαν (που σημαίνει μας έπεισαν μέσα από την
δουλειά που έκαναν), γιατί αναζήτησαν να οπλίσουν κι άλλο το πάλεμα των
βιωμένων εμπειριών μ’ ένα ξύλινο ρεπορτάζ-κερασάκι σαν κι αυτό; Γιατί δεν μας
άφησαν να τους κρίνουμε με βάση ό,τι υλοποιήθηκε; Προς τι αυτή η διδακτική
πρεμούρα; Γιατί να την υποστούμε;
Συμπέρασμα:
Θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής: Βρίσκω αποκρουστική την οποιαδήποτε προσπάθεια
εγκλωβισμού της σκέψης μου στη σκέψη κάποιων άλλων. Η ικανή τέχνη δεν προπαγανδίζει,
απλά υπονοεί, αφήνοντας το νόημά της στη διάθεση του δέκτη. Εκεί όπου το
φυλακίζει, παύει να υφίσταται ως τέχνη. Δεν είναι τυχαίο που όσο καιρό ήταν
στην εξουσία ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Μάο και οι όμοιοί τους δεν είχαν να
επιδείξουν ούτε ένα αξιόλογο έργο τέχνης, παρά μόνο αυτοκτονίες αξιόλογων
συγγραφέων. Αν αυτό λέει κάτι.