Πρόσφατα
είδα τρεις παραστάσεις του έργου του Μπέκετ «Ευτυχισμένες μέρες» σε διαφορετικά
μέρη και διαφορετικές γλώσσες, όμως σχεδόν πανομοιότυπες, λες και είχαν τον
ίδιο σκηνοθέτη. Και δεν είναι η πρώτη φορά που το διαπιστώνω αυτό. Θα ‘λεγα πως
είναι ο κανόνας παρά η εξαίρεση στις αναγνώσεις του μπεκετικού εργου, του
οποίου οι ιδέες μπορεί να συναρπάζουν, όμως η σκηνική τους υλοποίηση είναι
συχνά προβλέψιμη, σε σημείο κουραστικό. Και δεν φταίνε οι σκηνοθέτες ούτε οι
ηθοποιοί γι' αυτό. Τα αίτια εντοπίζονται
στα ίδια τα καλά σχεδιασμένα όριά τους.
Το χέρι του θεού
Ενώ
στα περισσότερα έργα τα όριά τους τα δοκιμάζει ο νους εκείνων που τ’ ανεβάζουν (γι’ αυτό και κυμαίνονται), στον
Μπέκετ τα (επιτρεπτά). όρια της ανάγνωσης τα βάζει ο ίδιος εντός του κειμένου.
Δηλαδή, παράλληλα με την ολοκλήρωση της ιστορίας, γράφει και ένα είδος «βιβλίου σκηνής», ώστε
να είναι σίγουρος πως όλα θα υλοποιηθούν
σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Θα ‘λεγε κανείς πως είναι η απάντησή του
στο "θάνατο του συγγραφέα".
Και
αυτό είναι το παράδοξο, γιατί ο καλλιτέχνης που έγραψε μετά τη Χιροσίμα τα
πλέον ανοικτά και μινιμαλιστικά έργα του αιώνα που πέρασε, είναι αυτός που
ασκεί την πλέον σκληρή εξουσία επάνω σε όλους τους συντελεστές της παράστασης
(εννοείται και τους δέκτες). Αυτός που με τόσο πάθος άφησε τον Λάκι να
καταλύσει όλες τις βεβαιότητες της δυτικής σκέψης στον "Γκοντό",
αυτός που κατήργησε τους γνώριμους θεατρικούς κώδικες, τις καθιερωμένες
ιεραρχίες, τους κανόνες του επικοινωνιακού παιχνιδιού, είναι αυτός ακριβώς που
επιβάλλει σε όσους ασχολούνται μαζί του τις πιο άκαμπτες αρχές. Από τη μια
ακυρώνει το ισχύον σύστημα ως επικοινωνιακά και αισθητικά αναποτελεσματικό και
στη θέση του προτάσσει ένα άλλο, εντελώς αφιλόξενο στις προσωπικές προθέσεις σκηνοθετών, ηθοποιών, σκηνογράφων κ.λπ. Σαν
να λέει ότι τα πράγματα δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να λειτουργούν χωρίς
αυτόν. Πρόκειται για μια «δικτατορία»
του ενός λόγου, που πρώτοι εισπράττουν οι χαρακτήρες του.
Η Ελένη Δημοπούλου στις Ευτυχισμένες μέρες, Πειραματική Σκηνή, "Άντον", Θεσσαλονίκη 2012.
Για
παράδειγμα, η Γουίνι, έτσι όπως είναι ακινητοποιημένη σε έναν τεράστιο σωρό, το
μόνο που της επιτρέπεται να κάνει είναι να τον ακούει και να τον υπακούει. Οι
συγγραφικές οδηγίες (πολλαπλάσιες του ρόλου), πολύ πριν αρθρώσει, την έχουν ήδη
(προ)ορίσει. Όπως έχουν (προ)ορίσει και τους δύο λακέδες στον «Γκοντό». Ο
Μπέκετ-Γκοντό-συγγραφέας-θεός, τους παιδεύει και εκπαιδεύει να τον περιμένουν,
πείθοντάς τους ότι μόνο αυτός μπορεί να δώσει τη λύση, που όμως δεν θα τη δώσει
για να μην απαλλαγούν απ' αυτόν (όπως και οι κατοπινοί ερμηνευτές τους).
Σε
άλλα έργα ακινητοποιεί μέλη του σώματος κάτω από προβολείς, υπογραμμίζει τα
πάντα που τον ενδιαφέρουν, ώστε όλοι να νιώθουν ποιος κάνει κουμάντο, σε σημείο
να πει ο Γερμανός ηθοποιός, και πρωταγωνιστής σε πολλά έργα του, Κ. Χερμ, ότι
είναι «χαρά να δουλεύεις τα έργα του, αλλά όχι να παίζεις σ’ αυτά». Κι αν παρ' ελπίδα κάποιος τολμούσε να κάνει
του κεφαλιού του, ο Μπέκετ έβρισκε τρόπους να τον «τιμωρήσει», είτε αφαιρώντας
του το δικαίωμα να ανεβάσει ξανά έργο του είτε σέρνοντάς τον στα δικαστήρια για
μη σεβασμό των πνευματικών του δικαιωμάτων (και εδώ μιλάμε για πολύ γνωστά
ονόματα όπως η Τζόαν Ακαλάιτις και ο Αντρέ Γκρέγκορι, μεταξύ άλλων που πλήρωσαν
το τίμημα της ανεξαρτητοποίησής τους).
Το "στόμα" της ηθοποιού Lisa Dawn στο Νot I, Πανεπιστήμιο του Reading, 2013
Και
είμαι βέβαιος πως αν ζούσε σήμερα και είχε την εποπτεία επάνω στις διάφορες
παραστάσεις των έργων του, θα ήταν όλο και πιο απασχολημένος με λογής λογής
δικαστικές προσφυγές, γιατί όσο περνά ο καιρός πολλαπλασιάζονται εκείνοι που
βλέπουν το αδιέξοδο αυτής της ελεγκτικής νοοτροπίας. Βλέπουν ότι η ατμόσφαιρα
φυλακής που επιβάλλουν οι συγγραφικές του οδηγίες (και επάνω στον ίδιο το
θεατή, εννοείται) απειλούν να τους αφαιρέσουν όλη τη ζωτικότητά τους. Βλέπουν
ότι οι οδηγίες του μπορεί να προστατεύουν την ακεραιότητα της πρώτης γραφής,
δεν την προστατεύουν όμως από τη φθορά του χρόνου. Άλλωστε, η ίδια η θεατρική
ιστορία έχει δείξει πως όσο πιο κλειστό είναι ένα έργο, τόσο πιο ευάλωττο στο
ροκάνισμα του χρόνου.
Όπως
λέει η γνωστή Αγγλίδα σκηνοθέτιδα Ντ. Γουώρνερ, το μπεκετικό έργο μπορεί να
είναι πολύ σπουδαίο, όμως για να συνεχίσει να συγκινεί, όπως του αρμόζει, έχει
ανάγκη από πιο τολμηρές αναγνώσεις που θα το ανοίξουν ώστε να μπει φρέσκος
αέρας.
Συγκρίσεις
Κι
εδώ είναι η ειδοποιός διαφορά του με τα
αρχαία ή τα σεξπηρικά κείμενα, για παράδειγμα; Το ότι αντέχουν στην πίεση του
χρόνου δεν το οφείλουν μόνο στα πανανθρώπινα νοήματά τους, αλλά και στο ότι
αφήνουν χώρο στη φαντασία των εκάστοτε ερμηνευτών να δοκιμάσουν και να
δοκιμαστούν, ώστε να φτάσουν στο σημείο εκείνο που θα τους επιτρέψει να θέσουν
τα όρια στο κείμενο της δικής τους παράστασής. Επιλογή απόλυτα φυσιολογική για
την οντολογία ενός ζωντανού οικοσυστήματος, το οποίο επιβιώνει μέσα από την
άρνηση οποιασδήποτε προσπάθειας μόνιμης «ιδιοκτησίας» είτε των νοημάτων του
είτε της αισθητικής του.
Μάλιστα,
το πολύ ενδιαφέρον (όσο και αντιφατικό) εδώ είναι ότι ο ίδιος ο Μπέκετ, όταν
σκηνοθετούσε τα έργα του, δεν είχε κανένα πρόβλημα να συντρέξει μ’ αυτήν την
άποψη, ν' αλλάξει δηλαδή πράγματα που είχε γράψει, βλέποντας ότι η
παροντικότητα του θεατρικού γεγονότος του επέβαλλε μια άλλη μεταχείριση των
δεδομένων, όχι κατ’ ανάγκη σύμφωνη με τις εντός του κειμένου οδηγίες. Απλώς δεν
ενέκρινε αυτή τη δυνατότητα στους άλλους, γιατί τους ήθελε περσόνες στη
διευρυμένη φυλακή των έργων του, ήτοι σε μια μόνιμη κατάσταση αναμονής των
υποδείξεών του (αλά Βλάντιμιρ/Έστραγκον).
Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία
23/02/2014