Peter Weiss
Είδα πρόσφατα την παράσταση του έργου του Πέτερ Βάις
«Ανάκριση» (σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη). Δεν μου άρεσε, όμως ήταν ένα ερέθισμα να
γράψω αυτό το κείμενο, καθώς συνέπεσε με μια σειρά σύγχρονων εκδοχών του
συγκεκριμένου θεατρικού υποείδους, «θέατρο ντοκουμέντο», που κάποτε ανήκε στις
εναλλακτικές προτάσεις και συνήθως το παρακολουθούσαν οι πιο ψαγμένοι
θεατρόφιλοι και που τώρα, ελέω κρίσης,
όλοι το δοκιμάζουν (ή το φιλοξενούν).
Κάποια
παραδείγματα
Το ΚΘΒΕ εγκαινίασε τη σεζόν με μια περφόρμανς,
συμπαραγωγή με το Εθνικό Θέατρο του Γκρατς, με τον τίτλο «Ελλάδα/Αυστρία»,
βασισμένη σε ρεπορτάζ εφημερίδων σχετικά με την κρίση στην Ελλάδα (πώς την
αντιμετωπίζουν οι ξένοι και πώς αντιμετωπίζουμε εμείς αυτούς). Και σκοπεύει να
κλείσει τη σεζόν με άλλη μία συμπαραγωγή (με το Κρατικό Θέατρο Κωνσταντίας), με
τον τίτλο «Utopia: work in progress» (σε σκηνοθεσία των Τσινικόρη και Αζά). Πριν από λίγες
εβδομάδες, πάλι το ΚΘΒΕ, συνεργάστηκε για την υλοποίηση της περφόρμανς «Ορυχείο
Ίψεν: Ένας εχθρός του λαού» --η πρόταση είχε κερδίσει την υποτροφία του
Υπουργείου Πολιτισμού της Νορβηγίας (Βασιλειάδου/Πεχλιβανίδης)-- με θέμα την
εξόρυξη χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής. Παρουσιάστηκε με τεράστια επιτυχία
στην Αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου της Δημαρχίας, εκεί δηλαδή που γίνεται ο
δημόσιος διάλογος για τα θέματα της πόλης. Την ίδια εβδομάδα, στο θέατρο
«Μελίνα Μερκούρη», στην Καλαμαριά, η ομάδα «Εν Δυνάμει», στην οποία εμπλέκονται
και άτομα με αναπηρία, μας συγκλόνισε κυριολεκτικά με μια βιωματική περφόρμανς
(«Ο άνθρωπος ανεμιστήρας», σε σκηνοθεσία της ταλαντούχας Έλενας Ευθυμίου —σημειώστε
αυτό το όνομα).
Στέκομαι επιλεκτικά σε κάποια πρόσφατα θεσσαλονικιώτικα
παραδείγματα, που ενδεχομένως να μην γνωρίζει το κοινό της Αθήνας, το οποίο,
ούτως ή άλλως, έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε πολλαπλάσιες
προσπάθειες αυτού του τύπου. Ένεκα περιορισμένου χώρου, παρακάμπτω το ζήτημα
που εγείρει η εντυπωσιακή δημοφιλία του είδους (και κατά πόσο αφαιρεί από την
«επικινδυνότητά» του), και στέκομαι στο πιο προφανές που λέει ότι, σε στιγμές
πολιτικής κρίσης, το θέατρο πετάει τη μάσκα και στέκεται γυμνό μπροστά στο
θεατή, με σκοπό να εκθέσει την αλήθεια με ένα δικό του τρόπο. Αυτό τουλάχιστο
μας δείχνει και η ιστορία του.
Μια ιστορία που μας πάει πίσω στους εναλλακτικούς καλλιτέχνες
της οικονομικής ύφεσης στην Αμερική και
στους Γερμανούς καλλιτέχνες του μεσοπολέμου
(Πίσκατορ), στα πατριωτικά έργα των Γάλλων και των Αμερικανών στις μεγάλες τους
επαναστάσεις, στις αναγεννησιακές δραματικές ιστορίες πολιτικών εγκλημάτων, σε
μια εποχή ιδιαίτερης έντασης και κοινωνικών αναταράξεων, στα μεσαιωνικά
μυστήρια και τις περιβαλλοντικές
επιτελέσεις τους, και, βεβαίως στον πρώτο διδάξαντα, τον Φρύνιχο και στην
"Άλωση της Μιλήτου".
Δράμα
και αντικειμενικότητα
Πολλοί έχουν την τάση να μπερδεύουν το ιστορικό δράμα
(όπως το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» λ.χ. ή «Ρήγας Βελεστινλής») με το θέατρο
ντοκουμέντο. Σίγουρα υπάρχουν ομοιότητες, όμως οι διαφορές είναι πολύ περισσότερες
και πιο ουσιαστικές . Σημειώνω μόνο μία: το ιστορικό δράμα ναι μεν αντλεί θέματα
και ιδέες από την ιστορία προκειμένου να φωτίσει γεγονότα ή πρόσωπα, όμως η
σχέση του με την αλήθεια είναι πολύ χαλαρή,
σε αντίθεση με το ντοκουμέντο, όπου όλα αποτελούν ένα γεγονός που
υποστηρίζεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται --συνεντεύξεις, περιγραφές
από αυτόπτες μάρτυρες κ.λπ.
Για παράδειγμα, στην «Ανάκριση», ο Βάις μας «βομβαρδίζει»
με απίστευτες λεπτομέρειες, που αφορούν το φαγητό, τις τουαλέτες, τις αρρώστιες
των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.λπ., λεπτομέρειες που ενώ στην
αρχή μας φαίνονται μάλλον περιττές, καθώς συσσωρεύονται, πυκνώνουν την πρώτη (γενική)
εικόνα και της δίνουν μια άλλη διάσταση, πολύ πιο τρομακτική. Μας κάνουν να δούμε
πιο ξεκάθαρα πώς μέσα από τις «μικρές ειδήσεις», τις ενίοτε «μπανάλ», μπορεί να βγει η πιο ανατριχιαστική είδηση,
το μεγαλύτερο κακό.
Το θέατρο-ντοκουμέντο, με τα αποδεικτικά στοιχεία θέλει
να κερδίσει την αξιοπιστία που για κάποιους έχουν (ακόμη…) οι ειδήσεις. Ως
θεατρική έκφραση είναι, τρόπον τινά, η απάντηση ενός πραγματιστικού αιώνα (του
20ού) στο ιστορικό δράμα πιο ρομαντικών
εποχών. H θέση του είναι στο σημείο όπου τέμνεται η τέχνη με την
πολιτική. Ο στόχος είναι πολύ συγκεκριμένος: ο επαναπροσδιορισμός των ιστορικών
δεδομένων μέσα από την τεχνική της αποδόμησης. Κατάλυση του πλαισίου της
ρεαλιστικής αισθητικής και η συνακόλουθη δημιουργία ρωγμών στα τοιχώματα του
σκηνικού κόσμου που επιτρέπουν στο θεατή να δει, με μια άλλη ματιά, τις σημαντικές,
πλην όμως φιμωμένες αλήθειες.
Οι συγγραφείς δεν κρύβουν τις διδακτικές τους προθέσεις,
γι’ αυτό και αφήνουν τη λέξη να
κυριαρχήσει σε βάρος της αισθητικής, όχι όμως και της αντικειμενικότητας.
Κάποιες φορές παρατηρείται μια σκόπιμη στρέβλωση των δεδομένων, ώστε να
λειτουργήσει πιο ακαριαία το θέαμα, όμως σε γενικές γραμμές φορούν το προσωπείο
του αντικειμενικού σχολιαστή. Θέλουν να πείσουν και παράλληλα να πυροδοτήσουν
το διάλογο με το κοινό και αυτό ξέρουν ότι θα το πετύχουν όταν δεν εκβιάζουν τα
συμπεράσματα (τακτική που αγνόησε ο σκηνοθέτης της «Ανάκρισης», εν προκειμένω, βάζοντας
το δημοσιογράφο να «γράψει» τον κραυγαλέο του επίλογο). Οι ηθοποιοί ή οι «ειδικοί
της καθημερινότητας» (βλ. Ρίμινι Πρότοκολ, Culture Clash κ.λπ) καλούνται να παρουσιάσουν (κι όχι να υποδυθούν)
όλες τις θέσεις και ο θεατής αποφασίζει (αυτό άλλωστε δεν εννοεί και ο Μπρεχτ
με το «ανοικτό τέλος;).
Γενικά η τάση να χρησιμοποιούνται ιστορικά στοιχεία στο
θέατρο είναι τόσο παλιά όσο και η ιστορία του. Το αληθινό πάντα γοητεύει. Το
θέμα είναι πόση πραγματικότητα μπορεί να χωρέσει το θέατρο ώστε να μην
αυτοακυρωθεί και από «θεατρικό» γεγονός να γίνει θέατρο του «γεγονότος»;
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
9/03/2014