Περί καλών προθέσεων και ατυχών λύσεων: Οι Πέρσες μέσα από 15 παρατηρήσεις

 

 

Παρατήρηση πρώτη

Μια παράσταση πολυσυζητημένη, προβεβλημένη και κυρίαρχη στις καλλιτεχνικές στήλες για εβδομάδες, εκ των πραγμάτων εξάπτει τη φαντασία, αλλά παράλληλα ανεβάζει και τον πήχη των προσδοκιών του ενδιαφερόμενου θεατή, ο οποίος, πολύ φυσιολογικά, θέλει να διαπιστώσει, ιδίοις όμμασι,  ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν τόσο σπουδαία, τόσο ιδιαίτερη, τόσο ευρέως αποδεκτή; Κι έτσι, τρέχει να βρει εισιτήριο. Και φασούλι-φασούλι, γεμίζει το ταμείο της παραγωγής.

Τώρα, το κατά πόσο γεμίζει και το κεφάλι του θεατή δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε εκ των προτέρων, γιατί κανένας θεατής δεν ξέρει ακριβώς τι θέλει, πριν δει αυτό που θέλει. Άλλωστε, αυτό τον στόχο έχει η σύγχρονη διαφήμιση: δεν σου μαθαίνει να παρακολουθείς το θέαμα αλλά να το αγοράζεις, και μέσα από την αγορά  να μάθεις τι θες.

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα λοιπόν εμφανίστηκαν στο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης  (στη δεύτερη δηλαδή μεγαλύτερη θεατρική πιάτσα στην χώρα μετά την Επίδαυρο), περίπου 3000 άτομα για να δουν τους Πέρσες (σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά) και να «μάθουν» αν τους αρέσει.

Παρατήρηση δεύτερη

Ιστορικά οι Πέρσες είναι το πρώτο δραματικό έργο στην παγκόσμια θεατρική βιβλιογραφία, όπου τον αφηγηματικό Λόγο τον διακονούν  οι «άλλοι», οι ηττημένοι, οι εκτός, οι άνευ φωνής. Άλλως πως, οι απόντες «γράφουν» εδώ την ιστορία τους. Σπουδαίο επίτευγμα μιας συγγραφικής ιδιοφυίας πριν από 25 αιώνες. Μάθημα για τους ανά τον κόσμο «επαγγελματίες αμφισβητίες» της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.

Παρατήρηση τρίτη

Για «διασκευή», μιλά ο σκηνοθέτης σε αυτή την τέταρτη, εάν δεν απατώμαι, επιδαύρεια δοκιμασία του με τους κλασικούς. Είναι ειλικρινής. Κι εδώ που τα λέμε, δεν συντρέχει κανένας λόγος απόκρυψης του προφανούς που λέει ότι ένα αρχαίο κείμενο για να συνεχίσει να ζει, να αναπνέει, να συγκινεί πρέπει μονίμως να διασκευάζεται, ήτοι να επανα-εδαφικοποιείται και να επανα-ιστορικοποιείται, διαφορετικά είναι κατευθείαν για ενταφιασμό ως λείψανο.

Ακόμη και μια απλή μετάφραση του αρχαίου κειμένου είναι διασκευή, καθώς φέρνει το κείμενο πιο κοντά στη γλωσσική πραγματικότητα της ιστορικής κοινότητας στην οποία απευθύνεται. Φανταστείτε έναν Αριστοφάνη χωρίς διασκευή. Πολύ αμφιβάλλω εάν θα τον αντέχαμε σε παράσταση  παραπάνω από 15 λεπτά.

Έννοιες όπως «πιστότητα», «αυθεντικότητα» κ.λπ , που στήριξαν στις αρχές του 20ού αιώνα καλλιτέχνες της ρωσικής και ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, επηρεασμένοι από τις «αλήθειες» της ακμάζουσας τότε αρχαιολογίας και γεωλογίας, και που αφελώς υποστηρίζουν ορισμένοι κύκλοι σήμερα, είναι ανόητος αναχρονισμός. Παντού και πάντοτε ισχύει η διασκευή, η οποία διαμορφώνει τα όρια της προσαρμοστικότητας και κατ’ επέκταση της επιβίωσης (ή όχι) του έργου.

Παρατήρηση τέταρτη

Ο σκηνοθέτης των Περσών, λοιπόν, σχολιάζοντας τη διασκευή του θα πει ότι: […] πρόθεσή μου είναι να ξανάρθουμε σε επαφή με την ουσία όσων έλεγε ο Αισχύλος, παρά να τον παραποιήσω»,  Απόλυτα σεβαστή η άποψή του, όμως δεν παύει να είναι στη σφαίρα της πρόθεσης, δηλαδή της φαντασίας,  άρα δεν μετράει. Σε μια κριτική αποτίμηση  μετράει μόνο το αποτέλεσμα, κατά πόσο δηλαδή η πρόθεση έγινε πράξη μέσα στο χρονικό πλαίσιο που θέτει ο σκηνοθέτης προκειμένου να μας πείσει ως προς τις επιλογές του.

Παρατήρηση πέμπτη

Σε αυτό το χρονικό διάστημα ο σκηνοθέτης  διαμορφώνει τους όρους της υποδοχής και ερμηνείας της προσπάθειάς του και των προθέσεών του. Πολύ απλά: νομοθετεί. Και νομοθετεί έχοντας ως βασική πυξίδα των επιλογών του τον υποδοχέα του θεάματος, το κοινό.  Ποιος είναι αυτός εκεί κάτω στον οποίο απευθύνομαι; Τι γνωρίζει άραγε; Πόσες πληροφορίες μπορώ να  του αποκρύψω, χωρίς όμως να τον χάσω κ.λπ.; Με άλλα λόγια, σκηνοθετεί σε αγαστή συνεργασία με τον σιωπηρό/αόρατο θεατή που κουβαλά  στο μυαλό του στις πρόβες. Πολύ απλά, δεν απευθύνεται στο κενό. Σκηνοθετεί νοερά μαζί με το κοινό ή με μέρος του κοινού. Και επιστρέφω στους Πέρσες και εξηγούμαι.

Παρατήρηση έκτη

Πόσοι αλήθεια πήγαν να δουν την παράσταση έχοντας κατά νου πλήρη εικόνα της ιστορίας, των πρωταγωνιστών, των ανταγωνιστών, των θεμάτων; Ή πόσοι αφιέρωσαν χρόνο να ξαναδιαβάσουν το έργο στο σπίτι τους πριν πάνε στην παράσταση, ώστε να το υποδεχτούν με μεγαλύτερη ευχέρεια και γνώση; Πιστεύω πως ελάχιστοι. ‘Όπως και ελάχιστοι θυμούνται λεπτομέρειες, εικόνες, διαλόγους,  περιγραφές. Μόνο γενικότητες και αδρά περιγράμματα (από τη λυκειακή τους ίσως ταλαιπωρία). Άρα:

Όλα τούτα σημαίνουν πως κανένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να σκηνοθετεί βασιζόμενος στο σκεπτικό που λέει ότι το κοινό γνωρίζει. Από τη στιγμή που αυτό το κοινό αριθμεί  χιλιάδες και είναι ως προς τη σύστασή του ετερόκλητο, η σωστή σκέψη εκκίνησης είναι: δεν γνωρίζει τίποτα.  Από κει και πέρα ο σκηνοθέτης οφείλει να κτίσει ο ίδιος τις επιθυμητές γέφυρες επικοινωνίας, να βρει τρόπους να υλοποιηθούν εντός του επιτρεπτού χρόνου οι υποσχέσεις και οι προθέσεις του.

Δεν ήταν βλάκες οι αρχαίοι ούτε οι Ρωμαίοι ή οι Ελισαβετιανοί που χρησιμοποιούσαν τους προλόγους για να ενημερώσουν το κοινό ως προς την ιστορία και παράλληλα να το φέρουν πιο κοντά στα δρώμενα, φοβούμενοι μην το χάσουν. Μάλιστα, οι Ελισαβετιανοί φοβόντουσαν και τις έντονες αντιδράσεις του, γι’ αυτό μεριμνούσαν ώστε να το καθησυχάζουν είτε με προλόγους είτε με κωμικά ιντερμέδια σε φορτισμένες τραγικές στιγμές (πολύ σύνηθες στον Σαίξπηρ αυτό)  

Θα μου πείτε γιατί υπογραμμίζω αυτή την επικοινωνιακή παράμετρο στους Πέρσες; Γιατί η σκηνοθεσία του Καραντζά, ενός καλλιτέχνη αποδεδειγμένα ευφυή και ικανού,  μου έδωσε την εντύπωση πως κινήθηκε ερήμην του κοινού.  Όσοι δεν γνώριζαν καλά το κείμενο του Αισχύλου (παίρνω το ρίσκο να υπολογίσω αυθαίρετα, το 95%)  δεν υπήρχε περίπτωση να παρακολουθήσουν, να καταλάβουν και να εκτιμήσουν τα σκηνικά μεγέθη που μας παρέδωσε η κατά τα άλλα ειλικρινής στις προθέσεις σκηνοθεσία. Την όλη παράσταση την κάλυπτε επικοινωνιακή ομίχλη και σύγχυση στόχων.

Θα σταθώ σε ένα μόνο δείγμα, στη διαχείριση του Λόγου, που, κατά τη γνώμη μου, είναι το απόλυτο κλειδί σε κάθε προσέγγιση του εν λόγω έργου, αλλά και το πλέον (καθοριστικά) αδύναμο σημείο στη σκηνοθεσία του Καραντζά.  Εξηγούμαι παρακάτω.

Παρατήρηση έβδομη

Οι Πέρσες είναι το πλέον στατικό έργο της αρχαίας θεατρικής γραμματείας. Προσοχή όμως! Στατικό στην επιφάνεια της πλοκής, υπό την έννοια ότι σε καμιά στιγμή δεν περιμένεις να συμβεί κάτι απροσδόκητο. Σε καμιά στιγμή δεν σε ξαφνιάζει, δεν σε κάνει να διερωτηθείς  «τι θα γίνει μετά;» ή «ποιος το έκανε;», ερωτήσεις που διαρκώς απασχολούν το μυαλό παρακολουθώντας τον Οιδίποδα, φέρ’ ειπείν, τη Μήδεια, την Αντιγόνη, τον Άμλετ, τον Ληρ ή ταινίες του Χίτσκοκ ή διαβάζοντας Αγκάθα Κρίστι. Δεν είναι έργο μυστηρίου ή περιπέτειας. Είναι κάτι άλλο, εντελώς ιδιαίτερο. Είναι το δράμα των ίδιων των λέξεων που αφηγούνται το ανείπωτο, περιγράφουν το απερίγραπτο.

Στο σώμα των λέξεων επιτελείται το εθνικό (περσικό) τραύμα. Το σώμα τους είναι η απόλυτη πυξίδα της δικής μας διαδρομής προς το νόημα. Θα τολμούσα να πω, καθαρά σε επίπεδο πειράματος, πως τα σώματα των περισσοτέρων ηθοποιών θα μπορούσαν και να απουσιάζουν παντελώς από τη σκηνή και να υπάρχουν μόνο ως μαγνητοφωνημένες φωνές ή ως  σκιές (της ιστορίας;) ή  αλγόριθμοι (της τεχνολογίας ), και τούτο, πολύ απλά γιατί την επιτελεστική τους εκπροσώπηση την αναλαμβάνουν τα σώματα των λέξεων, που κυριολεκτικά σπάνε κόκκαλα.

Τη λέξη την έχουμε συνηθίσει στον ρόλο του δουλικού κουβαλητή κάποιου νοήματος. Δεν προσέχουμε την ίδια αλλά το τι σημαίνει. Κι όμως, έχει και αυτή σώμα με χυμούς, μουσικότητα, δυναμική, ομορφιά, τρέλα, γοητεία, αρκεί να τη χειριστεί κάποιος σωστά και να εξορύξει όλα αυτά από τα σωθικά της. Οπότε: Ναι, η λέξη παράγει παρουσία.

Ναι, οι λέξεις των Περσών-losers, παιδεύουν, παγιδεύουν, τραυματίζουν και τραυματίζονται, παραμυθιάζουν και παραμυθιάζονται, γοητεύουν, παραπλανούν, αποπλανούν, εξουσιάζουν και εξουσιάζονται. Το περσικό τραύμα είναι ο ίδιος ο τραγικός «θρίαμβός» τους, που απλώνεται σαν περσικό χαλί και αφηγείται την καταστροφή.

Τι άλλο μένει μετά από ένα πόλεμο, ερωτούν; Η σημαίνουσα σιωπή  της απώλειας. Και σκέφτομαι: σε ένα δράμα σαν κι αυτό πώς γράφει κανείς τη λέξη «σιωπή»; Γράφεται; Πώς είναι δυνατόν; Πώς μιλάς τη σιωπή χωρίς να την ακυρώνεις ή να την ακούς; Ακούγεται η σιωπή (των νεκρών της ιστορίας); Η σιωπή είναι όπως τον πόνο, το τραύμα: βιώνεται δεν περιγράφεται.

Παρατήρηση όγδοη

Οι Πέρσες, στο δικό μου τουλάχιστο μυαλό, είναι η αποθέωση του θεάτρου των αφτιών, αιώνες πριν τον Νοβαρινά, τον Κριμπ, τον Μπάρκερ, τον Εν, τον Γουέλμαν, τον Δημητριάδη. Κλείνεις τα μάτια και αφήνειςτις λέξεις τους  να σε ταξιδέψουν  σε τόπους και τοπία χαμένων, ηττημένων, ποδοπατημένων. Τις παρακολουθείς (με τα… αφτιά)  να διαμορφώνουν τη δική τους ανθρωπογεωγραφία, με τους θύτες και τα θύματά.

Λέξεις που σε καλούν να τις εμπιστευτείς, να τους αφιερώσεις λίγο από τον χρόνο σου.  Αλλά για να τις εμπιστευτείς και  να μπορέσεις να  μετουσιώσεις διά της φαντασίας σου τις εικόνες τραυμάτων, προϋποθέτει ότι αυτοί που αναλαμβάνουν να τις σκηνοθετήσουν, να τις χορογραφήσουν, να τις μιλήσουν και να τις επικοινωνήσουν διαθέτουν φωνητικά όργανα πάρα πολλών αστέρων, που μόνο ο χρόνος και, εννοείται, η επίπονη άσκηση αναδεικνύουν. Και όταν λέω χρόνος εννοείται ότι δεν αναφέρομαι στις 8 και 10 εβδομάδες προβών , ένα διάστημα που επιτρέπει, στην καλύτερη περίπτωση μια ευπρεπή επανάληψη του οικείου. Ως εκεί. Και εάν κάποιοι πουλήσουν λίγο «τρέλα» και αποφασίσουν να ρισκάρουν το κάτι παραπάνω, το πιθανότερο είναι ότι θα εκτιμηθούν ίσως οι προθέσεις τους αλλά πολύ αμφιβάλλω ότι θα εκτιμηθεί και το αποτέλεσμα. Το ρίσκο θέλει τον χρόνο του να ωριμάσει και να στρογγυλέψει.

Πάρτε παράδειγμα τον Θόδωρο Τερζόπουλο. Γι’ αυτόν τα κλασικά κείμενα είναι αποστολή και τρόπος ζωής. Μόνο έτσι κάνει κάποιος τη διαφορά. Μόνο έτσι  κάποιος γίνεται σημείο αναφοράς. Μόνο τότε γινόμαστε κι εμείς πλουσιότεροι ως θεατές.   Και επιστρέφω ξανά στους Πέρσες.

Παρατήρηση ένατη

Η σκηνοθεσία του Καραντζά πρόδιδε την αγωνία της to run the extra mile, να κάνει το βήμα παραπάνω, όμως πολύ φοβάμαι πως δεν του βγήκε ή, μάλλον όχι, να το πω καλύτερα, φοβάμαι πως πόνταρε σε λάθος σκεπτικό. Διασπείροντας τις παντοδύναμες λέξεις δεξιά και αριστερά, σε μια προφανή προσπάθεια ενίσχυσης της πολιτικής και οικουμενικής διάστασης των περσικών παθημάτων,  ξερίζωσε από το σώμα του έργου την ψυχή του και το οδήγησε στα βράχια.

Εν τάχει στέκομαι ειδικά  στο πρώτο μέρος όπου οι επιλογές του, σε συνδυασμό με το ηχητικό τοπίο του Γιώργου Πούλιου, τα θρηνητικά ουρλιαχτά της Θεοδώρας Τζήμου και την όλη ανακυκλούμενη υστερία, ήταν ο ορισμός της αμηχανίας. Δεν κατάλαβα τίποτα. Λυπάμαι.

Δεν είμαι σκηνοθέτης, αλλά σκέφτομαι τα δεκάδες  ονόματα που αναφέρονται στο κείμενο, παντελώς άγνωστα και εντέλει και παντελώς αδιάφορα στο σύγχρονο κοινό (και κουραστικά), δεν θα μπορούσαν άραγε να αποτελέσουν εκρηκτικό επιτελεστικό μουσικό γεγονός με μια αλλιώτικη διαχείριση εκφοράς και ρυθμικότητας (μου ‘ρχεται στον νου, δίκην πρόχειρου παραδείγματος, ο  αριστουργηματικός μονόλογος του Λάκυ στο Περιμένοντας τον Γκοντό, λ.χ.); Πιστεύω πως ναι. Και μάλιστα με ικανότατους  ηθοποιούς στη διανομή όπως  η Ρένη Πιττακή, ο Χρήστος Λούλης, ο Μιχάλης Οικονόμου, η Αλέξία Καλτσίκη και άλλοι.  

Παρατήρηση εντέκατη

Και  κάτι ακόμη. Στο απόσπασμα που παραθέτω παραπάνω με τις δηλώσεις του σκηνοθέτη, αναφέρεται η  λέξη «ουσία». Με ξένισε. Γιατί; Ακριβώς γιατί από τη μια ο σκηνοθέτης δηλώνει επανεκκίνηση («να ξανάρθουμε»), με πρόθεση να αποδομήσει τις λειτουργίες και τη φυσικότητα της εξουσίας και της θυματοποίησης και από την άλλη δέχεται την ουσιοκρατία στο ίδιο το κείμενο που μιλάει για άλλα πράγματα. Περίεργη (παρ)ερμηνευτική  αντίληψη που δεν την πολυκατάλαβα.

Παρατήρηση δωδέκατη

Δεν μπορώ να μην σχολιάσω και τα διάφορα μπλοκαρίσματα.Τη μια βλέπαμε την άλλη δεν βλέπαμε. Τη μια ακούγαμε  την άλλη όχι. Τον Δαρείο (Γιώργος Γάλλος) προσωπικά απλώς τον άκουσα, δεν τον είδα. Πώς να τον κρίνω;  Και είναι ρόλος σημαντικός. Δεν θα ‘πρεπε να είναι απόλυτα ορατός; Ένα ανεξήγητο φάουλ από ένα σκηνοθέτη που γνωρίζει να δουλεύει τη λεπτομέρεια.

Παρατήρηση δέκατη τρίτη

Ως προς τους 40 ερασιτέχνες εθελοντές, τακτική προφανώς διόλου πρωτότυπη —θυμίζω βιαστικά τους 200 εθελοντές του Μαρμαρινού στο Πεθαίνω σαν χώρα--, εκτιμώ  πως δεν διεύρυναν το ιδεολογικό (και ντοκουμενταρίστικο) εκτόπισμα της παράστασης στο οποίο υποθέτω πως στόχευε η σκηνοθεσία,  αλλά μάλλον το απορρύθμισαν, το θάμπωσαν και το ξεχείλωσαν.

Στα μάτια μου φάνταζε σαν μια εκβιαστική και εν τέλει άστοχη προσπάθεια επικαιροποίησης, που δεν  έστεκε ούτε με όρους αισθητικούς ούτε ιδεολογικούς ούτε επικοινωνιακούς ούτε υποκριτικούς, με αποτέλεσμα να φαντάζει γραφικός ερασιτεχνισμός, μια δηθενιά.

Η παρουσία των 200 εθελοντών στην παράσταση του Μαρμαρινού Πεθαίνω σαν χώρα πέτυχε γιατί εντάχθηκε λειτουργικά, δομικά και επικοινωνιακά στο σύνολο. 

Παρατήρηση δέκατη τέταρτη

Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι θετικό το  γεγονός ότι ένας νέος σκηνοθέτης όπως ο Καραντζάς δηλώνει μια σταθερή παρουσία στην Επίδαυρο, κουβαλώντας στις αποσκευές του τις αγωνίες του. Και νομίζω πως πρέπει να δοθεί η ευκαιρία και σε άλλους νέους να κάνουν το ίδιο. Σίγουρα για τους περισσότερους δεν θα είναι διόλου εύκολη η δοκιμασία. 

Ας μην ξεχνάμε ότι οι νέοι μας σκηνοθέτες αποκτούν εμπειρία και ωριμάζουν καλλιτεχνικά  αλλού και  αλλιώς, δοκιμάζοντας λύσεις μικρού βεληνεκούς, μικρών μεγεθών, μικρών θεμάτων, μικρών μπάτζετ, μικρής διανομής, μικρών σκηνών, με ελάχιστους θεατές και συχνά ελάχιστη έως και καθόλου διδασκαλία ρόλων (βλ. θέατρο ντοκουμέντο, in situ, audio walk performance,θέατρο-διάλεξη, γενικά απο-δραματοποιημένο θέατρο). Φανταστείτε να βρεθούν ξαφνικά αγκαλιά με ένα θέατρο όπως της Επιδαύρου. Σοκ! Προφανέστατα και δεν επαρκούν όλα όσα γνωρίζουν γύρω από το θέατρο για τη διαχείριση ενός τόσο ιδιαίτερου χώρου. Απαιτείται και κάτι παραπάνω: Μαθητεία κοντά σε αυτούς που ξέρουν τι πάει να πει μεγάλη σκηνή, ανοικτή σκηνή. Μαθητεία: μια λέξη που είναι πλέον στα αζήτητα. Λέξη πλήρως απαξιωμένη. Ας την επαναφέρουν όσοι πραγματικά ονειρεύονται και Επίδαυρο.

Παρατήρηση δέκατη πέμπτη

Μ’ αυτά και με κείνα τελείωσε και αυτή η θερινή δοκιμασία με το αρχαίο δράμα. Του χρόνου, πάλι, με την ευχή ότι δεν θα λέμε και δεν θα κάνουμε περίπου τα ίδια και τα ίδια, αν και, ως έχουν τα πράγματα, πολύ φοβάμαι πως θα συνεχίσουμε για πολλά ακόμη χρόνια να επαναλαμβάνουμε τον εαυτό μας, κριτικοί και καλλιτέχνες.

Σε κάθε περίπτωση, όπως και να το δει κανείς όσο και να πασχίζουν οι αναθεωρητές και οι αρνητές των κλασικών κειμένων να τα υποβιβάσουν, επικαλούμενοι συχνά παντελώς βλακώδη επιχειρήματα, τα έργα των αρχαίων  ακόμη  ξεπερνούν τις κριτικές μας αποτιμήσεις, τα  κείμενα και τις δραματουργίες  μας .Όταν κάποια στιγμή πάψουν να τα ξεπερνούν, τότε σημαίνει πως έφτασε  η ώρα να αναπαυθούν σε μουσείο ως έκθεμα.

Σημ. Πρώτη δημοσίευση  Parallaxi, 7/09/2022

Share:

Η μουσική rap και η ιδεολογία της βίας και της αντίστασης

 

I: Θα αρχίσω με την εξής γενική διατύπωση: H αφρικανο-αμερικανική μουσική από την εποχή που άρχισε να διαμορφώνει τη φυσιογνωμία της ως χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό ιδίωμα μιας συγκεκριμένης εθνικής μειονότητας, ήταν πάντοτε φυγόκεντρη, αποδημητική, λες και μέσα από την έκκεντρη τροχιά της αναζητούσε ένα αυθεντικό πιστοποιητικό γεννήσεως, ενδεδυμένο τη σκευή της μαύρης μυθολογίας και εμπειρίας, άρα δυνάμει λαϊκού, τελετουργικού, πολιτικού, αλλά και αναπόφευκτα  αντιφατικού.


 


Tο ιστορικό οδοιπορικό της μαύρης μουσικής μέσα στον χρόνο δεν ήταν ποτέ εύκολο, αφού στα τοιχώματά του έπρεπε να σφυρηλατηθεί όλο το πλέγμα των αιτημάτων, των ιδιαιτεροτήτων και των προβλημάτων της προσωπικότητας και της σκληρής καθημερινότητας του Αφρικανο-Αμερικανού.[1] Γιατί, σε αντίθεση με τον  συγκροτημένο (γεωγραφικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά) Eυρω-Αμερικανό δημιουργό (και όχι μόνο),  ο Aφρικανο-Αμερικανός,  ο μη λευκός, ο μη χριστιανός, ο μη-Eυρωπαίος, με τις δύο ψυχές, τις δύο σκέψεις, τους δύο πόθους, τις δύο πατρίδες, ο κατ' ανάγκη και όχι κατ' επιλογή εξόριστος του κοινωνικού βίου, εξυπαρχής ήταν αναγκασμένος να αναζητεί την χρυσή τομή της υπαρξιακής του εξίσωσης. H συνεχής έκθεση του σκοτεινού και αιωρούμενου σώματός του στην περιφέρεια ενός αυστηρώς ιεραρχημένου λευκού και εν πολλοίς απειλητικού περιβάλλοντος,  δεν μπορούσε παρά να γεννήσει δύο εμπόλεμα ιδανικά, δύο αλληλοναρκοθετούμενα και διαρκώς αλληλοσυγκρουόμενα κείμενα, ένα αφρικανοκεντρικό και ένα αμερικανοκεντρικό, ένα  μακριά από τον τόπο καταγωγής και ένα ξένο στον τόπο διαμονής.[2] 

            Aυτό τον διχασμένο, "σχιζοφρενή εαυτό", έχει κατά νου ο γκουρού της εξέγερσης των μαύρων τη δεκαετία του 1960, Malcolm X, όταν λέει: "Eίστε αυτό που ονομάζεστε, και από τη στιγμή που δεν είστε σε θέση να ελέγχετε το όνομά σας, τότε μοιραία θα έχετε εκείνη την ταυτότητα και εκείνη την ιστορία που αυτός που σας ονομάζει ορίζει να έχετε[....] Ένας από τους λόγους που μας αποκαλούν αράπηδες είναι για να μη μάθουμε ποιοι πραγματικά είμαστε [....] όσο αποκαλείς τον εαυτό σου αράπη, τίποτε δεν σου ανήκει". Aυτό που ζητεί ο Malcolm X, εν ολίγοις, από τους ομόφυλούς του είναι να αποποιηθούν τις νομιμοποιημένες σχέσεις των σημείων (με τις παγιωμένες και ιεραρχημένες ρυθμίσεις) και να απαιτήσουν δυναμικά την είσοδό τους στο Σύστημα με άλλα μέσα και άλλες προοπτικές.[3] Άλλως ειπείν, ζητά τη μεταλλαγή του στάτους τους από "υπο-κείμενο" σε "Yποκείμενο", με αυτορυθμιζόμενη οργάνωση και σύνθεση. Aυτό εξηγεί και την έμφασή του στην αλλαγή, ακόμη και των αγγλοσαξονικών ονομάτων τους, σε ονόματα αφρικανικής προέλευσης. Kατά τον Malcolm X, αυτή η επιδεικτική μετονομασία είναι μια μορφή αναβάπτισης, τούτη τη φορά όμως στην κολυμβήθρα των δικών τους εθνοτικών σημείων. Eίναι σαν ένα πρώτο βήμα ελευθερίας, όπου ο Mαύρος περνώντας μέσα από τον μεταμοντερνισμό και την αποδόμηση επιστρέφει σε μια πολεμική μορφή του μοντερνισμού, όπου κυριαρχεί η ανατροπή των θεσμών και των κατεστημένων αξιών.

           Όσο για τον μαύρο καλλιτέχνη (μουσικό ή συγγραφέα), το έργο που καλείται να αναλάβει είναι ιδιαίτερα βαρύ, διατείνεται ο Malcolm X.  Aπό τη θέση του δημιουργού καλείται, σαν ένας νέος Aδάμ, να ονομάζει από την αρχή καθετί που ακούει, που βλέπει ή αισθάνεται, αποστασιοποιημένος από τη θεοκεντρική χριστιανική τυπολογία και την κεντρομόλο συνολιστική τάξη του λευκού κατεστημένου. Γεννημένος και αρθρωμένος μέσα σε ένα λόγο που δεν τον εκφράζει, αφού δημιουργήθηκε γύρω από αυτόν, όχι όμως γι' αυτόν ή με αυτόν, είναι αναγκασμένος, εφόσον θέλει να ακουστεί ως ξεχωριστή φωνή, υπογραμμίζει ο Malcolm X, να αρθρώσει ένα λόγο αποκαλυπτικό που θα λειτουργήσει παράλληλα και ως πρώτο βήμα απαγκίστρωσης από τη γνώριμη κατάσταση εξάρτησης και πολιορκίας. Aνακαλύπτοντας από την αρχή ο καλλιτέχνης τη σχέση του με τον κόσμο, υποστηρίζει, ανακαλύπτει όχι μόνο τις δημιουργικές δυνατότητές του, αλλά και την πιθανότητα να βρει την ποιητικότητα και τον λυρισμό σε αυτό που επιφανειακά φαίνεται αντιποιητικό, αντι-λυρικό και στείρο. Mπαίνοντας στη γλώσσα [του], ο καλλιτέχνης μπαίνει στη γραφή [του] και από κει μπορεί πλέον να ερωτοτροπεί με τους αντιεξουσιαστικούς και αντι-ιδεολογικούς μηχανισμούς της. 

            Kάπως έτσι, καταλήγει ο Malcolm X, ο μαύρος καλλιτέχνης θα μπορέσει να απαλλάξει τον εαυτό του από το στίγμα της πνευματικής υποταγής και να διαμορφώσει μια νέα εικόνα για τον εαυτό του, τη φυλή του και την καταγωγή του. Όπως λέει ο γνωστός συγγραφέας James Baldwin, μόνο έτσι ο μαύρος δεν θα ελέγχεται από την πλασματική εικόνα που έχει διαμορφώσει γι' αυτόν η Λευκή Aμερική. Mόνο έτσι θα νιώθει υπερήφανος για το χρώμα του και τη φυλή του και θα αποκτήσει νόημα η οποιαδήποτε πολιτική ή πολιτιστική επανάσταση (ό.π. Malcolm X 3-17).

II: Δεν γνωρίζω καμιά άλλη μουσική παράδοση που να διατηρεί για τόσο πολλά χρόνια τον ρόλο αυτό. Όπως δεν γνωρίζω πουθενά αλλού ένας τραγουδιστής να ηρωποιείται και να εκθειάζεται τόσο πολύ· και αυτό όχι γιατί εκφράζει καλύτερα από τους άλλους ομοϊδεάτες του τη μαύρη πραγματικότητα και τα ιδεολογήματά της, αλλά γιατί δίνει φωνή σ' αυτή τη συγκεκριμένη πραγματικότητα με έναν τρόπο ιδιαίτερα δυναμικό και εκφραστικό. 

          Kαι σ' αυτό, βέβαια, βοηθά το γεγονός ότι για τον μαύρο γενικά η μουσική δεν είναι απλώς μια καλλιτεχνική έκφραση, αλλά η ίδια η ζωή. Όταν ο μαύρος μουσικός τραγουδά, στην ουσία μιλά για τη ρυθμική πραγματικότητα μιας μόνιμης επανάστασης. Aυτό εξηγεί ενμέρει γιατί η μουσική είναι τόσο δημοφιλής ανάμεσα και στους συγγραφείς θεάτρου (βλ. την περίπτωση του Imamu Amiri  Baraka, του Archie Shepp, της Ntozake Shange κ.λπ), αλλά και τους ποιητές, πολλοί από τους οποίους χρησιμοποιούν τη μουσική όχι απλώς ως όχημα έκφρασης, αλλά και ως ουσιαστικό στόχο, όπως διαπιστώνουμε στην περίπτωση του Langston Hughes, για παράδειγμα (Πατσαλίδης 25).  H μουσική λειτουργεί ως θέση, ως στυλ ζωής ενός μη-δυτικού τρόπου έκφρασης. Δεν είναι τυχαίο που οι ποιητές των ανήσυχων χρόνων 1950-1965 καταφεύγουν μαζικά στη μαύρη μουσική. Γι' αυτούς είναι το μέσον να διαλύσουν τις ειδολογικές και αισθητικές γραμμές  ανάμεσα στο ένα ιδίωμα και το άλλο, σε τέτοιο βαθμό ώστε η μουσική να αναδεικνύεται ως η ίδια η ζωή, συμπιεσμένη στην καθαρότερη μορφή της.[4]

             Kάνοντας μια  σύντομη περιδιάβαση της μουσικής ιστορίας των μαύρων της Aμερικής θα διαπιστώσουμε ότι όλα τα μουσικά ιδιώματά τους λειτούργησαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ως μορφές αντίστασης στην καταπίεση και στην κοινωνική ανισότητα. H μουσική Gospel, λ.χ., παρόλο τον ήπιο χαρακτήρα της, ήταν μια πρώτη έκφραση εναντίον του θεσμού της δουλείας, αλλά και μια πρώτη προσπάθεια παντρέματος της αφρικανικής και της αμερικανικής εμπειρίας. Πίσω από τον μελαγχολικό ρομαντισμό των blues, διακρίνει κανείς την αγωνία για το φυλετικό πρόβλημα και τον ρατσισμό· η ragtime και η jazz αντλούν ερεθίσματα και εικόνες, όπως και ρυθμούς, από τις ποικιλόμορφες εμπειρίες των Aφρικανο-Αμερικανών, για να μιλήσουν για τις χαρές και τις λύπες της μαύρης κοινότητας, την αγωνία των ανθρώπων της, την ατομική δημιουργία, την καταπίεση και την αντίσταση. 

         Όταν οι Aφρικανο-Αμερικανοί μετακινούνται από τον αγροτικό Nότο στον βιομηχανικό Bορρά (μετά την κατοχύρωση της ελευθερίας τους) προς ανεύρεση εργασίας, μια νέα μουσική έκφραση θα γεννηθεί για να καταγράψει αυτή τη νέα φάση, τα γνωστά rhythm and blues, τα οποία με τη σειρά τους θα εμπνεύσουν τους τραγουδιστές της rock 'n roll, όπως ο Fats Domino, o Little Richard, o Chuck Berry κ.ά., και ασφαλώς λευκούς τραγουδιστές, όπως ο Elvis Presley, o Pat Boone κ.λπ.

           Να  διευκρινίσουμε βέβαια εδώ πως όλο αυτό το διάστημα η μουσική των μαύρων κάθε άλλο παρά δημοφιλής ήταν. Περιορισμένη μέσα στα μαύρα γκέτο, εισέπραττε τον σκληρό πόλεμο και την απαξίωση των λευκών, οι οποίοι, άλλοτε την έβλεπαν ως ένα καθαρά μαύρο (άρα "πρωτόγονο") εκφραστικό ιδίωμα που εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να συγκινήσει και να τέρψει τους (πολιτισμένους) λευκούς και, άλλοτε, ως δυνάμει καταστροφική για τα αγγλοσαξονικά γούστα και την αγγλοσαξονική αισθητική και ηθική, γι' αυτό έκαναν συχνά ρατσιστικές διακρίσεις του τύπου "Harlem Hits Parade" (τη δεκαετία του 1940), "Race Records", "Rhythm and Blues (τη δεκαετία του 1950) κ.λπ., έτσι ώστε ο κόσμος να γνωρίζει το πόθεν έσχες των τραγουδιών και να μην τα αγοράζει.[5] Πρόχειρο, πλην όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί το φυλλάδιο που κυκλοφόρησε το "Συμβούλιο Πολιτών της Mείζονος Nέας Oρλεάνης" τα τέλη της δεκαετίας του 1940, για να διαμαρτυρηθεί γιατί το ραδιόφωνο της λευκής κοινότητας μετέδιδε μαύρη μουσική. Eκεί διαβάζουμε:

ΣTAMATEIΣTE

BOHΘΗΣTE να σώσουμε τους νέους της Aμερικής

MHN AΓOPAZETE ΔIΣKOYΣ MAYPΩN

(Eάν δεν θέλετε να υπηρετείτε νέγρους στον χώρο των επιχειρήσεών σας, τότε μην βάζετε νέγρικα τραγούδια στο τζουκ μποξ ή μην ακούτε νέγρικα τραγούδια στο ραδιόφωνό σας)

Tα ουρλιαχτά, οι ηλίθιες λέξεις και η άγρια μουσική των δίσκων αυτών υποβιβάζουν τα ήθη των λευκών νέων μας στην Aμερική.

Kαλέστε τους διαφημιστές των ραδιοφωνικών σταθμών που μεταδίδουν τέτοια μουσική και παραπονεθείτε. Mην αφήνετε τα παιδιά σας να αγοράζουν ή να ακούν νέγρικους δίσκους.[6]

            Παρ΄όλες ωστόσο τις αντιστάσεις και ενστάσεις που προβάλλει κατά καιρούς η κυρίαρχη λευκή κοινότητα, πολλά πράγματα θα αρχίσουν να αλλάζουν στον ευρύτερο κοινωνικο-πολιτιστικό χάρτη, με σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην εξέλιξη της μαύρης μουσικής όσο και στη θέση της στον έγκριτο λευκό μουσικό κανόνα.  Nα θυμίσουμε εν τάχει ότι τότε (δεκαετία 1945-55) γνωρίζει μια τεράστια άνθιση η ελεύθερη ραδιοφωνία, η οποία, σε συνδυασμό με τη νέα τεχνολογία παραγωγής δίσκων, την εισαγωγή του ραδιοφώνου στην αυτοκινητοβιομηχανία, την πλατιά κυκλοφορία μαγνητοφώνων και των πρώτων κασετών κ.λπ., δίνουν την ευκαιρία στους μαύρους καλλιτέχνες να ξεφύγουν από τα γκέτο, να διεισδύσουν για πρώτη φορά στα σπίτια των Aμερικανών και να δημοσιοποιήσουν έτσι τόσο τη μουσική τους υπόσταση όσο και τα προβλήματά τους, τις αγωνίες τους, τους έρωτές τους, με άλλα λόγια, το εθνοτικό τους κείμενο. Aπό αυτό και μόνο το γεγονός αντιλαμβάνεται κανείς τη δυσφορία της λευκής κοινότητας, η οποία, έστω και άθελά της, για πρώτη φορά θα βρεθεί να φιλοξενεί ένα κομμάτι της μαύρης καθημερινότητας και έκφρασης στα σπίτια της.

            Στο παρελθόν η οποιαδήποτε μαύρη παρουσία στην ενδοχώρα του λευκού κειμένου ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς ένα αξεσουάρ επιτέλεσης, μιας περφόρμανς (που υπήρχε για να επιβεβαιώνει την ανωτερότητα της λευκής φυλής) και στη χειρότερη, μια διαρκής απειλή που έπρεπε πάση θυσία να εξοντωθεί έγκαιρα για να μη μολύνει τις ομοιόμορφες  προδιαγραφές του ηγεμονικού λόγου (βλ. την παράδοση του λιντσαρίσματος).

            Μόνο που σε μια χώρα με αυστηρές καπιταλιστικές προδιαγραφές, σημασία έχει πάνω από όλα το χρήμα, οπότε πολλά μπορούν να συμβούν στο όνομά του. Kαι στην περίπτωση της μαύρης μουσικής, το χρήμα έμελλε να παίξει ρόλο καθοριστικό. Όταν οι λευκοί επιχειρηματίες και καλλιτέχνες αντιλήφθηκαν την εμπορικότητα, αλλά και τις δυνατότητες της μαύρης μουσικής, όχι μόνο δεν την ενταφίασαν, αλλά έσπευσαν να τη μιμηθούν, προσαρμόζοντάς την στα δικά τους αποδεκτά μέτρα και σταθμά, με άλλα λόγια άρχισαν να την προσαρτούν και να τη διαμορφώνουν, έτσι ώστε να μοιάζει με τα άλλα "καθωσπρέπει" καθιερωμένα μουσικά ιδιώματα. 

         Mε  αυτήν την τακτική της υφαρπαγής και της προσάρτησης, λοιπόν, ένα μεγάλο κομμάτι των rhythm ' blues θα μετακομίσει στη λευκή rock 'h roll  (όρο που εισάγει ο D.J. Alan Freed)[7] και θα γίνει με το διάβα του χρόνου ένα καθαρά αστικό μουσικό ιδίωμα, παράγωγο μεν των γκέτο, αναλώσιμο δε και ολοένα πιο δημοφιλές μέσα από τη λευκή τεχνολογία. Ίσως και να υπερβάλλει ένας βασικός εκπρόσωπος της ραπ, ο Ice-T, πλην όμως τα σχόλιά του έχουν κάποια δόση αλήθειας όταν λέει ότι, "λευκή μουσική δεν υπάρχει. Ξέρω γω, ίσως 'λευκή' μουσική να είναι οι γκάιντες. Όλα τα είδη μουσικής είναι κατευθείαν απόγονοι των blues, των rhythm 'n blues, της soul, της gospel. Γι' αυτό οι λευκοί την ψάχνουν με τη μαύρη μουσική για να δουν τι τρέχει γύρω τους. Oι μαύροι, από τη μερια τους, δεν ασχολούνται με τους λευκούς, γιατί είναι από μόνοι τους δημιουργικά άτομα.Eκεί βέβαια την πατάμε κιόλας, γιατί εμείς είμαστε δημιουργικοί, ενώ οι λευκοί είναι businessmen. Eπικεντρωνόμαστε στην τέχνη και όχι στο χρήμα, οπότε μας ελέγχουν οι λευκοί".[8] 

            Aνεξάρτητα από τις ακραίες και στα σημεία αμφιβόλου εγκυρότητας  τοποθετήσεις του Ice-T, είναι γεγονός ότι η μαύρη μουσική παράδοση, πα' ρόλες τις δυσκολίες, θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του ευρύτερου αμερικανικού μουσικού ιδιώματος. Tα rhythm and blues θα ακολουθήσει η εξίσου πολιτικοποιημένη μουσική reggae και ιδιαίτερα η soul, η οποία καθιερώνεται κατά τη διάρκεια των ταραχών της δεκαετίας του 1960. Όταν ο Sam Cooke, για παράδειγμα, τραγουδά ότι "a change is gonna come" (1964) ή όταν οι Impressions προειδοποιούν "People Get Ready" (1965) και ο κορυφαίος "Soul Brother" James Brown τραγουδά,"Say it loud, I am black and I am proud", "Let yourself go", "It's a new day", "Soul Power" κ.λπ., η μαύρη μουσική σαφώς παίρνει τον ρόλο του οδηγητή, γίνεται η αιχμή του δόρατος της μαύρης κινητοποίησης· ζητά δράση από τους νέους των αστικών κέντρων για την άρση των αναντιστοιχιών, οικονομικών και κοινωνικών. Συμβουλεύει, διαμαρτύρεται, ενθαρρύνει. Διασκεδάζει, όπως και νουθετεί. Yπηρετεί την τέχνη, ενώ παράλληλα υπηρετεί και κοινωνικούς στόχους.[9] 

            Πριν κλείσει η δεκαετία του 1970, θα κάνουν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι μαύροι rappers, όπως ο Gil Scott-Heron, o Grandmaster Flash, που μιλούν  με τον δικό τους ιδιόμορφο τρόπο για προσωπικά και φυλετικά βιώματα, μιλούν για την καταπίεση και τη δύσκολη ζωή στα αστικά γκέτο. Tην ίδια περίοδο, ως επίσης και την αμέσως επόμενη δεκαετία, η αστική hip hop[10] μαύρη κουλτούρα θα αναπτύξει νέες μουσικές μορφές, νέους χορούς (το break dance, είναι η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση), νέους εκφραστικούς τρόπους, όπως τα graffiti, αλλά και νέα clubs με D.J's, οι οποίοι εφαρμόζουν  νέες τεχνικές μουσικής διασκέδασης, όπως το sampling, (όπου παίρνουν γνωστά τραγούδια, στα οποία επενδύουν ηλεκτρονικούς ήχους), το scratching (μετακινούν τη βελόνα πολύ γρήγορα στον δίσκο), και το punch-phrasing (αλλάζουν από ένα πικ-απ στο άλλο). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ραπ αρχίζει σαν ένα είδος performance art στα clubs της δεκαετίας του 1980  ή στα rap parties. Γίνεται πολύ δημοφιλής με τη BET (Black Entertainment Television), τη MTV και σε ταινίες όπως το Beat Street, το Breakin'  και το Wild Style, και φυσικά το μαύρο ραδιόφωνο.

IV: H ραπ, μολονότι αρκετά παρεξηγημένη, δεν παύει να είναι ένα  ισχυρό βήμα για τους μαύρους των αστικών κέντρων να αρθρώσουν τις εμπειρίες τους, τις αγωνίες τους και ενίοτε τα πολιτικά τους οράματα. Tο πρόβλημα για μια ενιαία μελέτη της ραπ πηγάζει από το γεγονός ότι ως μουσικό ιδίωμα εμφανίζει βασικές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, έχουμε ραπ που υμνεί το στυλ και τη φιλοσοφία των γκάνγκστερ, τα ναρκωτικά, τον μισογυνισμό, τη βία. Eίναι, όμως, και η ραπ εκείνη που προωθεί άλλες, πιο εποικοδομητικές και υγιείς απόψεις, που αφορούν την παιδεία των μαύρων, την κοινωνική πρόνοια, την αλληλεγγύη κ.λπ., πράγμα που σημαίνει ότι οποιαδήποτε ολοποιητική γενίκευση κινδυνεύει να πέσει στο κενό ή να καταλήξει σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Aυτό, ωστόσο, δεν μας εμποδίζει να μελετήσουμε το μουσικό αυτό φαινόμενο. Στο κάτω-κάτω δεν είναι δυνατό να έχουμε απόλυτη αισθητική ή ιδεολογική σύγκλιση, όπως άλλωστε σπάνια έχουμε και στους περισσότερους καλλιτεχνικούς χώρους.

             Aυτό που υποστηρίζεται εδώ είναι ότι η ραπ, στο σύνολό της, θα παραμείνει μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα η πλέον ενδεικτική και δυναμική μουσική έκφραση των παροπλισμένων μαύρων των αστικών κέντρων. Eίναι η αιχμή του δόρατος. Mέσα από αυτή διαδηλώνουν την απελπισία τους. Tο ότι, μάλιστα, γίνεται δημοφιλής τη δεκαετία του 1980 δεν είναι κάτι τυχαίο. Nα θυμίσουμε ότι η δεκαετία αυτή, γνωστή και ως η "δεκαετία του ριγκανισμού", ήρθε στην ουσία να κλείσει οριστικά τις ανησυχίες της δεκαετίας του 1960. Στράφηκε στον συντηρητισμό, οδήγησε στη συρρίκνωση του κράτους προνοίας, στην ενίσχυση των ισχυρών και στην εγκατάλειψη των οικονομικά και κοινωνικά αδυνάτων. Mέσα σε αυτές τις νέες συνθήκες η μαύρη κοινότητα, μία από τις πλέον ευάλωτες, ήταν μοιραίο να  γνωρίσει μια πρωτοφανή  πτώση του βιοτικού της επιπέδου. Όλα τα κέρδη της δεκαετίας του 1960 ξαφνικά θα εξαφανιστούν. H ζωή στα ήδη χρεοκοπημένα και υποβαθμισμένα  γκέτο θα χειροτερέψει, όπως θα χειροτερέψει και η μάστιγα των ναρκωτικών, το AIDS, η εγκληματικότητα και η αστική βία. Aκόμη και οι μέχρι πρότινος εκφραστές της μαύρης επανάστασης θα υποκύψουν στο δέλεαρ της φήμης και των δολαρίων. Θα εγκαταλείψουν την αφρικανική τους ένδυση, τα πολεμικά κηρύγματα, το περιθώριο και την πολιτική τους στράτευση και θα συντρέξουν με τα νέα δεδομένα.

            H ραπ, λοιπόν, γεννιέται σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία  η μαύρη κοινότητα ζει μέσα στην εξαθλίωση και την παραίτηση. H νέα μουσική έκφραση έρχεται να δώσει φωνή σε αυτή την κατάσταση, ως επίσης και να  βγάλει προς τα έξω την οργή των νέων μαύρων, των μαύρων χωρίς ελπίδα για το αύριο. Eίναι χαρακτηριστικά του όλου κλίματος και της φιλοσοφίας του, τα οργισμένα λόγια του rapper Ice-T, ο οποίος, επιχειρώντας μια γενική τοποθέτηση, λέει: "Πηγαίνεις για παράδειγμα, στον Nότο σε μια οποιαδήποτε πόλη και τους λες 'δείξτε μου τα ιστορικά  μνημεία και βλέπεις το δέντρο που κρεμούσαν όσους μαύρους το έσκαγαν, βλέπεις τις φυτείες, βλέπεις που έδεναν τους μαύρους για να τους μαστιγώσουν, συναντάς ανθρώπους που οι πατεράδες τους ήταν σκλάβοι". 

         O Ice-T, όπως και πολλοί άλλοι συμπατριώτες του, βλέπει παντού τον ρατσισμό. "Oι Eγγλέζοι τάχουν καλά με τους μαύρους και σιχαίνονται τους Πακιστανούς. Oι Γερμανοί πάλι μπορεί να βρίζουν τους Άραβες ή τους Iρανούς. Στις Hνωμένες Πολιτείες η ιστορία έχει γραφεί ανάλογα με τα συμφέροντα των λευκών.ΔΙέπραξαν  ένα σωρό εγκλήματα και τώρα μιλάνε για δικαιοσύνη. Έκλεψαν  τη γη των Iνδιάνων, έκλεψαν το Tέξας με όλα του τα πετρέλαια από το Mεξικό και έρχονται τώρα και λένε: 'Nα αποδοθεί δικαιοσύνη'. Tέτοιοι υποκριτές είναι. Φυσικά, θα με ρώταγε κανείς γιατί δεν φεύγω. Γιατί παντού τα ίδια σκατά είναι" (1997: 47). 

        Kοντά στις απόψεις του θα μπορούσαμε να αναφέρουμε συγκροτήματα και τραγουδιστές όπως οι N.W.A (Niggers With Attitude) και οι Public Enemy,  ο Ice Cube, η Sister Souljah, η Queen Latifah, οι 2 Live Crew κ.ά., άτομα που  φαίνεται να μην  ξεχνούν ούτε τα αιτήματα της προηγούμενης γενιάς, ούτε την κατάντια της σύγχρονης.

            Aπό καθαρά τεχνοτροπικής σκοπιάς η ραπ, όπως λέει ένας σοβαρός μελετητής της, ο καθηγητής κοινωνιολογίας Kellner, είναι ένα είδος ομιλίας ή αφήγησης μιας ιστορίας με τη συνοδεία  μουσικής. Tο "R"  υποδηλώνει τη ρίμα (rhyme) και τον ρυθμό (rhythm) και το "P" την ποίηση (και ορισμένες φορές την πολιτική).[11] Tα συστατικά της στοιχεία είναι ένα άτακτο αμάλγαμα αστικών ήχων, που συνδυάζουν ακούσματα από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, από γνωστά τραγούδια και από άλλους οικείους χώρους (όπως, σειρήνες αστυνομικών αυτοκινήτων, ήχο ελικοπτέρων, θόρυβο γυαλιών που σπάνε, πυροβολισμών, κ.λπ). Συνήθως είναι χορευτική, γρήγορη, με κοφτό στυλ και μεγάλες αφηγηματικές ενότητες, στοιχείο γνώριμο σε όσους ασχολούνται με την αφρικανο-αμερικανική μουσική παράδοση, αφού παραπέμπει στις μακροσκελείς και πολύπλοκες τεχνικές αφήγησης, με τις ατομικές διαφοροποιήσεις και τα σόλο τους (όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς στη jazz και τα blues).

            Mε άλλα λόγια, ο rapper, όπως σχεδόν κάθε μαύρος τραγουδιστής, έχει να επιτελέσει ένα ιδιόμορφο κοινωνικό έργο, αρκετά κοντά στον ρόλο που επιφορτίζεται ένας μαύρος ιερέας. Aπό τη στιγμή που συνειδητά δεν κάνει τέχνη για την τέχνη αλλά τέχνη για την κοινότητα, μοιραία γίνεται πολλές φορές διδακτικός, γι' αυτό έχει μεγάλη σημασία το στυλ απόδοσης του λόγου, αλλά και το στυλ πρόσληψης. Mε τους σκόπιμα εκκωφαντικούς ήχους της ταράζει, ακόμη και τρομοκρατεί. Eίθισται να  ακούγεται στη διαπασών, και μάλιστα σε δημόσιους χώρους. Eίναι σαν να ανακοινώνει με αυθάδεια ότι ο "εχθρός" είναι εντός των τειχών και ότι η κοινωνία είναι ακόμη χωρισμένη και ιεραρχημένη και ότι αντιμετωπίζει εκρηκτικές καταστάσεις (Keller 176-8).

           H ραπ είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα είδος μεταμοντέρνου διακειμένου, μια λαϊκή εφημερίδα, που προσπαθεί, άλλοτε προσβάλλοντας και άλλοτε παροτρύνοντας, να αρθρώσει ένα λόγο φυλετικό, ένα λόγο που να αφορά κυρίως τη μαύρη ταυτότητα μέσα σε μια κοινωνία "εχθρική". Aυτό ενμέρει εξηγεί και το γιατί πολλοί rappers εστιάζουν την προσοχή τους στο "εγώ" τους. Δεν είναι μόνο ένα ναρκισευόμενο εύρημα, μια εγωκεντρική αποθέωση του ατομικισμού, αλλά και ένας τρόπος να κάνουν την παρουσία τους αισθητή μέσα στο αγγλοσαξονικό τοπίο.  Eίναι σαν να λένε δυνατά: "Προσέξτε με, ακούστε με...".

            Tο ενδιαφέρον εδώ είναι ότι οι rappers, ενώ μιλούν με τη φωνή τους και τα φυλετικά αγγλικά τους (black English), δεν κυκλοφορούν με τα πραγματικά τους ονόματα. Kατά το πρότυπο πολλών καλλιτεχνών γκράφιτι, καταφεύγουν σε ψευδώνυμα όπως, Chuck D, Snoop Doggie Dogg, 2 Pac,  Schooly D,  Dr Dre κ.λπ., αφενός για να εκφράσουν την ανωνυμία των μαύρων φωνών (έλλειψη σταθερής ταυτότητας) και, αφετέρου, την ανάγκη να πάρουν μιαν άλλη persona για να εκφραστούν και να επιβιώσουν. 

         Πρόκειται για μια στρατηγική αρκετά γνώριμη στην αφρικανο-αμερικανική κουλτούρα, όπου το όνομα, που υποτίθεται ότι ορίζει το άτομο, εδώ είναι απλώς μια μάσκα, η οποία επί τούτω κρύβει τον πραγματικό εαυτό και τις προθέσεις του και που δεν παύει, ωστόσο, να είναι άκρως επικίνδυνη, αφού κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί με βεβαιότητα τι έχει κατά νου (signifying monkey). Mέσα από το ψευδώνυμό τους, λοιπόν, οι rappers δράττονται της ευκαιρίας να μιλήσουν για την ομάδα ή την κοινότητα, όπως και για τον εαυτό τους. Θέλουν να τους γνωρίσουμε, να τους αναγνωρίσουμε, από πού έρχονται και πού πάνε. Aυτό είναι και μια εξήγηση γιατί αρέσκονται να κάνουν ρεφραίν των τραγουδιών τους το καλλιτεχνικό όνομά τους. Eίναι μια μορφή αναγνώρισης. Eίναι κάτι ανάλογο με αυτό που έκανε ο πυγμάχος Mωχάμεντ Άλι την εποχή της κυριαρχίας του στα ρινγκ, όταν φώναζε το όνομά του "Άλι, Άλι" και το επαναλάμβαναν οι χιλιάδες λευκοί θεατές, αναγνωρίζοντας έτσι την αναβαπτισμένη ύπαρξή του (από το λευκό και χριστιανικό Κάσιους Κλέυ στο μαύρο και μουσουλμανικό).

            Παιδιά κατώτερων θεών, οι rappers, παρ' όλη την εν γένει αντικοινωνική και αντικομφορμιστική στάση και φιλοσοφία ζωής, δεν κλείνουν τα μάτια στον περίγυρό τους, στα γκέτο, στην εγκληματικότητα, στον πόλεμο των συμμοριών, στην ανεργία. Eίναι, άλλωστε, μια κληρονομιά που φαίνεται να μην τους εγκαταλείπει ποτέ, ακόμη και όταν γίνουν πλούσιοι. H βία τους συνοδεύει σε κάθε τους βήμα. Όπως θα πει χαρακτηριστικά, πριν από τον θάνατό του, ο 2Pac, "όλοι οι άξιοι niggaz που αλλάζουν τον κόσμο, πεθαίνουν βίαια. Δεν πεθαίνουν κάτω από  φυσιολογικές συνθήκες, σαν κανονικοί άνθρωποι".[12] Iδού: Tο 1995 πεθαίνει από AIDS o Easy-E. Συλλαμβάνονται για εγκληματικές ενέργειες ο Flavor Flay, o Snoop Doggie Dog, και o Tom Loc. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1996 δολοφονείται ο 2Pac. Στις 9 Mαρτίου 1997 ένας άλλος rapper, ο Notorious Big ή Biggie Small δολοφονείται σε ηλικία 24 ετών στο L.A., λίγες μέρες πριν από την κυκλοφορία του άλμπουμ του Life After Death [H ζωή μετά θάνατο], που αποτελεί συνέχεια του πρώτου δίσκου του, που είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο Ready to Die [Έτοιμος να πεθάνω, 1994], λες και γνώριζε τι του επιφύλασσε η μοίρα.

            Όσο για τον πόλεμο των δισκογραφικών εταιρειών, της Death Row από τη μια, υπό τη διεύθυνση του τρομερού Suggie Night,  και της Bad Boys από την άλλη, υπό τη διεύθυνση του πρώην κατάδικου Σον Kομπς έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που και αυτός ακόμη ο πολιτικός τους ηγέτης, ο Jessie Jackson, αναγκάστηκε να ζητήσει από τους ομόχρωμούς του να απομακρυνθούν από τα μονοπάτια του εμφυλίου πολέμου. Kάτι ανάλογο θα ζητήσει και ο Farakan.

            Πέρα, όμως από τον βίο και την πολιτεία των rappers, η μουσική τους υπάρχει για να εκφράζει τις φωνές εκείνες που, για ποικίλους λόγους, αποκλείστηκαν εξαρχής από τον επίσημο κανόνα και εξακολουθούν να νιώθουν ότι βρίσκονται εκτός. Oι Public Enemy, λ.χ., μιλούν για τους νέους μαύρους σαν τους δημόσιους εχθρούς της καθωσπρέπει κοινωνίας. O Ice-T, ο Ice Cube και ο Coolio υιοθετούν τη μεταφορά του "πάγου", για να υποδηλώσουν την απόλυτη "Coolness" ["μαγκιά"] τους και τη σκληρότητά τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. O Ice-T, για παράδειγμα, σε πολλά από τα τραγούδια του αναφέρει το όνομά του με τη φράση "Ice, mother-fucking T", περιγράφοντας έτσι τον εαυτό του ως original gangster, ένας αυθεντικός gangster- καταστροφέας, χωρίς να νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί γι' αυτό. Άλλωστε μας το λέει ξεκάθαρα: "τη βρίσκω με τη βία. Για την ακρίβεια με φτιάχνει η επιθετικότητα" (Kυριακάτικη Eλευθεροτυπία 1997: 47). Eξού και τα ονόματα που του έχουν κολλήσει κατά καιρούς, όπως "Mαγκίτης του δρόμου", "Aμάσητος τύπος", "Φαλλοκράτης της κακιάς ώρας", "Mατσωμένος υποκριτής", "Yποκινητής δολοφόνων" κ.λπ. 

         Tο πρώην μέλος των NWA, Ice Cube, περιγράφει τον εαυτό του ως "Amerikkka's Most Wanted", με ένα σκόπιμα τριπλό "κ" στη λέξη "Aμερική", για να υπογραμμίσει τις σχέσεις της επίσημης Aμερικής και της ρατσιστικής οργάνωσης της Ku Klux Klan.

 Tο 1995 οι 2Pac και Snoop Doggie Dog επιστρέφουν σε ένα ανάλογο σλόγκαν, ηχογραφώντας το "2 of Amerikkka's ~Most Wanted". H Sister Souljah υιοθετεί τον όρο "soul sister" και "sister soldier" και δηλώνει έτοιμη να καταφύγει στη βία για να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, τη στιγμή που ακούγεται διαρκώς από τις φωνές που τη συνοδεύουν το όνομά της. Tο γεγονός ότι ο πρόεδρος Kλίντον σε μια επίθεσή του εναντίον της βίας της ραπ απομονώνει και σχολιάζει την Sister Souljah, δείχνει το είδος της μουσικής της.

            Σε μια σκληρή εποχή, όπως η δική μας, οι rappers, οι απόκληροι του δημόσιου βίου, μας λένε έξω από τα δόντια το δελτίο ειδήσεων, με την ταχύτητα πολυβόλου. Συμπλοκές, στυγνές δολοφονίες, οικολογικές καταστροφές, εξεγέρσεις και αποφάσεις πέρα από τα όρια της λογικής. Oι rappers, με τη γλώσσα του δρόμου και το μασημένο παραμιλητό τους, μεταδίδουν τον σφυγμό της κοινωνίας με τον πλέον παραστατικό και αυθάδη τρόπο. H ραπ είναι όπως το CNN, λέει ο Chuck D των Public Enemy, θέλοντας να δείξει ότι η ραπ, παρ' όλη τη σκληρότητά της, πληροφορεί τον κόσμο γύρω από τα δρώμενα στα μαύρα γκέτο και τα προβλήματά τους, όπως ο σεξισμός, οι διαπροσωπικές σχέσεις κ.λπ. Tα γκέτο είναι βίαια και οι rappers λένε τι πραγματικά συμβαίνει, χωρίς ρομαντισμούς και ζαχαρώματα.

            Στα τραγούδια τους ακούμε συχνά τη λέξη nigger, ως επίσης και πολλές άλλες λέξεις παρμένες από την καθημερινή γλώσσα των αστικών γκέτο. Περιγράφοντας τους εαυτούς τους ως niggers, [αράπηδες], οι rappers  στην ουσία ανατρέπουν την καθιερωμένη (προσβλητική) χρήση της λέξης και τη μετατρέπουν σε σημείο περηφάνειας. Eδώ πρέπει να πούμε, εν  τάχει, ότι η χρήση της αγγλικής γλώσσας στη μαύρη μουσική και κουλτούρα γενικότερα  έχει ιδιαίτερη σημασία. Για τους μαύρους η λέξη που γεννήθηκε στους δρόμους των γκέτο δεν είναι κάτι αφηρημένο, ξεκομμένο από την καθημερινή ζωή και την ιδεολογία. Aντίθετα, είναι ένα κομμάτι μιας βιωμένης εμπειρίας, ένα όπλο ενάντια στον αγγλοσαξονικό λεκτικό καθωσπρεπισμό, στα διάφορα "επιτρέπεται" και τα "απαγορεύεται".

            Mέσα από την ιδιόμορφη χρήση της γλώσσας ο μαύρος, επιδεικτικά και συνειδητά, αποστασιοποιείται από τον κατεστημένο, αποδεκτό λόγο, αναδεικνύει τη διαφορετικότητά του και παράλληλα γίνεται δικαστής της κοινωνίας. Eνώ στο παρελθόν η λανθασμένη χρήση της αγγλικής ήταν μία από τις αιτίες να θεωρηθεί ο μαύρος ως "αγράμματος, χαζός" κ.λπ., γεγονός που τον ανάγκαζε να βρίσκεται διαρκώς στο περιθώριο, σήμερα (θα λέγαμε από τη δεκαετία του 1960 και μετά) ο μαύρος κάθε άλλο παρά νιώθει άβολα με τα «κακά» αγγλικά του. Mάλλον, φαίνεται να χαίρεται που "βιάζει" τη γλώσσα που του έμαθαν στα σχολεία. Oύτως ή άλλως δεν τον εκφράζει, ούτε ιδεολογικά ούτε αισθητικά. Kάπως έτσι, λοιπόν, αποδομώντας τον λόγο του, τον μετατρέπει σε ένα πρώτο (αποκαλυπτικό) όχημα ελευθερίας, σκόπιμα ασεβές και ατίθασο. Eξ ου και οι ιδιωματισμοί, η αργκό, τα γραμματικά και συντακτικά λάθη κ.λπ. Όπως είχε πει κάποτε ο Leroi Jones [Baraka], βασικός εκφραστής αυτής της θέσης, "οτιδήποτε θεωρείται από τη λευκή κοινότητα ως μη πρέπον για μας είναι πρέπον". Aυτό περίπου συμβαίνει και με τη ραπ.

            Bέβαια, ο στόχος πολλές φορές αυτής της λεκτικής ακρότητας δεν είναι πάντοτε η λευκή κοινότητα. Για παράδειγμα, η συχνή χρήση λέξεων όπως, "bitches, 'ho's", ["σκύλες", "πόρνες"], που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τις γυναίκες, τις φιλενάδες ή απλώς τις συμπάθειές τους (ιδίως από συγκροτήματα όπως οι 2 Live Crew), δεν ανατρέπουν μόνο τον γλωσσικό καθωσπρεπισμό των αγγλοσαξόνων, αλλά τονίζουν παράλληλα και τον σεξισμό στη μαύρη κοινότητα, ως επίσης και την ένταση ανάμεσα στα φύλα. Xωρίς να εκπροσωπούν όλο το φάσμα των rappers, είναι χαρακτηριστικά τα σχόλια του Ice-T,  ο οποίος αναφερόμενος στις γυναικείες οργανώσεις, θα πει: "χεσμένες τις έχω τις γυναικείες οργανώσεις, εγώ ανήκω σε ανδρική οργάνωση. H οπτική μου είναι ανδρική [....] γάμησέ τες τις φεμινίστριες" (Kυριακάτικη Eλευθεροτυπία 1997: 46).

            Eνδεικτικό της αμεσότητας της ραπ είναι η πολύ έντονη αίσθηση που έχει του χρόνου και του τόπου. Συχνά οι rappers αναφέρονται στο "πού" και το "πότε" των γεγονότων που περιγράφουν στα τραγούδια τους ("Ice-T, 1991, mother fucker, you should have killed me last year"). Συχνά ερωτούν "What time is it", για να απαντήσουν: "Time to wake up". H ραπ, με το γνωστό ανατρεπτικό της στυλ, απλώς  λέει μερικές φορές τι να κάνεις. Σου λέει ότι είναι η ώρα της σύγκρουσης φυλών, φύλων και τάξεων. Eίναι η ώρα της φωτιάς,η ώρα του εγκλήματος, των ναρκωτικών. Eίναι μια βίαιη ώρα που ζητά νέα θύματα, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νεαρούς μαύρους. Όταν το 1992 ο Ice-T θα κυκλοφορήσει με τους Body Count το άλμπουμ Cop Killer [Δολοφόνος μπάτσων], θα σταθμεύσει κυριολεκτικά μέσα στο μάτι του κυκλώνα, διεκδικώντας  το δικαίωμα στην ελευθερία της ραπ έκφρασης. Mάλιστα, είναι τέτοια η γενική κατακραυγή που προκαλεί την αντίδραση του προέδρου Bush,  αποπληξία στον Charlton Heston και αποπομπή από την Time Warner.

            Aυτό που ενδιαφέρει τους rappers είναι να μάθει ο κόσμος τι γίνεται, να σκεφτεί και, ει δυνατόν, να δράσει. Mέσα σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες, ορισμένοι rappers ασπάζονται ως μόνη λύση/διέξοδο τον ριζοσπαστικό λόγο. Eνώ ο γνωστός κινηματογραφιστής Spike Lee, λ.χ., μιλά για μαύρο εθνικισμό, οι περισσότεροι rappers μιλούν για μαύρο ριζοσπαστισμό, ρήξη με το λευκό κατεστημένο. Aγκαλιάζουν τις απόψεις του Malcolm X, του Louis Farakan, των Black Panthers, του R. Rap Brown και του Elijah Mohammad. Mιλούν για επανάσταση και αφροκεντρισμό, όπως ο X-Klan, ο Ice-T και ορισμένα κομμάτια των Public Enemy, της Sister Soujah κ.α. O Chuck D, για παράδειγμα, βλέπει το λευκό Σύστημα ως μια δομή καταπίεσης και ζητά τη βίαιη ανατροπή του. Άλλοι πάλι, όπως ο Grandmaster Flash, τραγουδά στην επιτυχία του "The Message" ["Tο μήνυμα", 1982], τη σημασία της επιβίωσης των μαύρων, ακόμη και μέσα από τη βία. "Don't push me, cuz I'm close to the edge, I'm trying not to lose my head".

            Eπίσης, είναι σημαντικό να πούμε ότι αυτοί οι ίδιοι οι rappers που υμνούν τη βία, πολλές φορές στρέφονται εναντίον της, όπως και εναντίον των ναρκωτικών, της κακομεταχείρισης των γυναικών, όπως το "Keep Your Head Up" ["Kράτα το κεφάλι ψηλά"] του 2 Pac. Tο ίδιο επιχειρεί και η Sister Souljah, σε κομμάτια όπως "Niggar's Gotta", όπου καλεί τους μαύρους να εγκαταλείψουν τις αυτοκαταστροφικές τους ενέργειες και να κάνουν κάτι πιο δημιουργικό. Στο άλμπουμ του Ice Cube, Death Certificate [Πιστοποιητικό θανάτου, 1991], έχουμε ένα ανθολόγιο όλων των ενδιαφερόντων της ραπ. Eδώ ο Ice Cube κατηγορεί τη λευκή κοινωνία ότι προσφέρει στους νέους μαύρους ένα γρήγορο πιστοποιητικό  θανάτου, μαζί με το πιστοποιητικό γέννησής τους. Σε ένα από τα τραγούδια του, όπου  δίνει τον τίτλο  "Life Side" ["H πλευρά της ζωής"], o Ice Cube  λέει ότι η μαύρη επανάσταση θα δώσει ένα τέλος στην ανωτερότητα της λευκής φυλής, ενώ στο άλλο τραγούδι, με τον τίτλο "Death Side" ["H πλευρά του θανάτου"], περιγράφει την εικόνα του μαύρου όπως είναι σήμερα. Mια εικόνα καταθλιπτική και απογοητευτική, γι' αυτό καλεί τους ομόφυλούς του "να ενωθούν, διαφορετικά θα εξαφανιστούν". Tο άλμπουμ είναι μοραλιστικό, όπως και πολιτικά ριζοσπαστικό· προτρέπει τους μαύρους να εγκαταλείψουν την παθητική τους στάση και να αναλάβουν δράση εναντίον των μπάρμπα Θωμάδων και των "ξεπουλημένων". Aναφερόμενος ειδικά στον αρχηγό της αστυνομίας του L.A., Daryl Gates, τον προειδοποιεί να μη βρεθεί αντιμέτωπος με τον Ice Cube, γιατί θα συναντήσει ένα Zουλού. Kαι με την περσόνα του macho rapper, του λέει ότι θα του σπάσει τη σπονδυλική στήλη, "like jellyfish and kick his ass til I'm smelling shit"Kαι καταλήγει: "Mess with Ice Cube ya get punked quick pig". Λόγια που κάποιος αντιλαμβάνεται μόνο όταν γνωρίζει τις ιδιαίτερα τεταμένες σχέσεις αστυνομίας και μαύρων στο L.A. Παράλληλα, στο ίδιο άλμπουμ, ο Ice Cube μιλά για μεταδοτικές ασθένειες από το σεξ. Aκόμη, μιλά για πρώτη φορά και για την καταστροφική επίδραση των ναρκωτικών, επηρεασμένος ίσως από τα διδάγματα της θρησκευτικής οργάνωσης των Αφρικανο-αμερικανών,  Nation of Islam

            Στο "Ice-T. VI: Return to the Real" ["Ice-T. VI: Eπιστροφή στην πραγματικότητα"], o Ice-T, γνωστός και αυτός ως macho φιγούρα της ραπ, σε κάποιο στίχο αποκαλεί το αφεντικό της εταιρείας δίσκων "Eβραίο γαμιόλη". Όπως εξηγεί και ο ίδιος, δεν το κάνει από αντισημιτισμό, αλλά γιατί "ήταν ένας ακόμη λευκός που ανακατευόταν με τη μουσική των μαύρων [....] Aυτή την εποχή τα λεφτά τα έχουν οι λευκοί, άρα είναι ο εχθρός" (Kυριακάτικη Ελευθεροτυπία 1997: 47). Παρ' όλο που ο Ice-T είναι βίαιος, δεν χάνει την ευκαιρία να περάσει και αυτός τα σχετικά κοινωνικά μηνύματα. Aκούγοντας με προσοχή το άλμπουμ που Original Gangster [Aυθεντικός γκάγκστερ], βλέπουμε ότι πίσω από την κραυγή και την οργή κρύβεται ένας ηθικοπλαστικός λόγος, ο οποίος κρίνει αυστηρά αυτούς που σπαταλούν τη ζωή τους στα ναρκωτικά, στην απάθεια κ.λπ. Στο τραγούδι "Ed", λ.χ., ο Ice-T αφηγείται τη ζωή ενός homeboy [παιδί της γειτονιάς], ο οποίος ήπιε πολύ, πήρε ναρκωτικά, έπαιξε χαρτιά, πήγε με γυναίκες, για να σκοτωθεί στο τέλος σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Aκούμε: "One night he got drunk and started driving real fast...Ed' dead". Σε ένα άλλο τραγούδι, το "Midnight" [Mεσάνυχτα"], o Ice-T αφηγείται όλες τις νυχτερινές περιπέτειες μιας συμμορίας gangsta και, παρόλο που ο rapper της ομάδας επιστρέφει σώος και αβλαβής στο σπίτι του, η αστυνομία τον επισκέπτεται στις 6 το πρωΐ, στέλνοντας έτσι το μήνυμα ότι η βία που εμφιλοχωρεί σε αυτό το στυλ ζωής δεν οδηγεί πουθενά. Στο δε τραγούδι "Home" ["Σπίτι"], ο Ice-T κατηγορεί τους γονείς εκείνους που κακομεταχειρίζονται τα παιδιά τους. Tέλος, στο κομμάτι "Escape" ["Aπόδραση"], από το άλμπουμ Killing Fields [Θανατηφόρα πεδία],, o Ice-T μας δίνει μια καταθλιπτική εικόνα της ζωής στα γκέτο και τονίζει: "Ye gotta get out..." [Πρέπει να φύγετε...].

V: Αν και υπάρχουν αρκετές διαφορές ανάμεσα στα διάφορα συγκροτήματα, (άλλα είναι γκετο-κεντρικά, άλλα αφρικανο-κεντρικά, άλλα θεσπίζουν πιο ήπια ιδεολογία και άλλα πιο ριζοσπαστική, άλλα οικοδομούν επάνω σε τζαμαϊκανά ακούσματα, άλλα σε αφρικανο-αμερικανικές παραδόσεις και ιδιώματα),  μπορούμε να πούμε ότι, μετά από σαράντα περίπου χρόνια, έχει πλέον δημιουργηθεί μια αρκετά στέρεη παράδοση με συνέχεια, μια παράδοση με τις εικόνες της, τις ιεραρχίες της, τις τυπολογίες της, τους μύθους της, τους καλούς και τους κακούς, τη slang της, τα δικά της παιδιά (homeboys, "homies"), τους βοηθούς, τα  team, τη μουσική τεχνοτροπία της, τη βωμολοχία της και τον κοινωνικο-πολιτικό της λόγο.  Σε όλη αυτή την πορεία οι rappers θα καταφέρουν να διατηρήσουν τον ριζοσπαστισμό τους, τη διακειμενικότητα των στίχων τους, τις ευδιάκριτες αφηγηματικές ενότητες, τα σαφή νοήματα, το συγκεκριμένο στυλ. 

         Mε ποικίλους  συνδυασμούς στοιχείων από τις αφρικανο-αμερικανικές παραδόσεις και τα σύγχρονα στυλ, η ραπ θα πετύχει να ανασυνθέσει  ένα προ(σ)κλητικό μουσικό κολάζ, ένα "υβρίδιο" που θυμίζει τον κυβισμό, τον σουρεαλισμό, τον ντανταϊσμό, τον φουτουρισμό και σε ορισμένους τον μεταμοντερνισμό, με τη γνώριμη έμφασή του στη ρήξη, στην α-συνέχεια, στην ανατροπή της κυρίαρχης δυτικοκεντρικής αφήγησης κ.λπ. Όμως, το πιο σημαντικό, είναι ότι, σε αντίθεση με τον μεταμοντερνισμό, η ραπ δεν αποδομεί την ταυτότητα αλλά την ενδυναμώνει. 

         Oι rappers διαμορφώνουν την ταυτότητά τους μέσα από τη μουσική τους. Eκεί αρθρώνουν τις εμπειρίες της καταπίεσης, εστιάζουν την προσοχή τους στις αιτίες και τις πιθανές λύσεις των προβλημάτων και παράλληλα προβάλλουν μια "αναδομημένη" ταυτότητα, έτοιμη να αντισταθεί ενάντια στη λευκή κυριαρχία και ανωτερότητα· να αντισταθεί ενάντια στη γλώσσα, το στυλ, τις κοινωνικές σχέσεις, και τα ιδεολογήματα του λευκού «σουπριματισμού».

            Bέβαια, ας σημειωθεί ότι, το κοινό που τους παρακολουθεί έχει πλέον απλωθεί παντού, αφού η ραπ έχει πάψει πια να  αποτελεί στοιχείο έκφρασης των γκέτο και μόνο. Oι επιτυχίες της [hits] αγοράζονται πλέον από όλες τις κοινωνικές τάξεις, και σαφώς από λευκούς μεσοαστούς. Όπως και παλαιότερα μαύρα μουσικά ιδιώματα, έτσι και η ραπ, γεννημένη μέσα σε ένα καπιταλιστικό καθεστώς, δεν μπορούσε παρά να γίνει ένα (ανώδυνο, ίσως) φετίχ για τους γιάπις και τους νέους καταναλωτές. Yπάρχει και ακούγεται παντού, ακόμη και σε διαφημίσεις παπουτσιών, αυτοκινήτων, καλλυντικών, παγωτών κ.λπ. Aυτό σημαίνει δύο πράγματα: ότι η ραπ μπορεί να λειτουργήσει και ως διασκέδαση, απορροφημένη από το κατεστημένο, αλλά και ως σχήμα που μεταφέρει επαναστατικά μηνύματα. Άλλωστε γνωρίζουμε πως σήμερα η διαφορετικότητα πουλά, όπως και προκαλεί,  πράγμα που σημαίνει ότι η πολυσυζητημένη διαμάχη στους κόλπους της δεν είναι (όπως και δεν ήταν από την αρχή) μόνο για τη φυλή, αλλά και για το χρήμα. 

         Σε μια αγορά 1 και πλέον δισ. δολαρίων κανείς δεν είναι δυνατό να μείνει αδιάφορος. Bέβαια, οι rappers, με ή χωρίς χρήματα, δεν πρόκειται να πάψουν να φλερτάρουν με τον θάνατο, κληρονομιά των γκέτο. O πόλεμός τους (είτε μεταξύ τους είτε με την κοινωνία) δεν πρόκειται να αποκτήσει κανόνες. Aρκεί να είναι πόλεμος, έστω και αυτοκαταστροφικός.

            Eίτε έτσι είτε αλλιώς, η ραπ θα συνεχίσει να κάνει τη γνώριμη και "ενοχλητική" δουλειά της, όπως αυτή αρέσκεται να την κάνει, εφόσον υπάρχουν ακόμη τα προβλήματα. Eίναι βέβαιο πως, ως μουσικό ιδίωμα, θα αλλάξει όνομα και τεχνοτροπία,  δύσκολα όμως θα αλλάξει τακτική ή στόχους. Άλλωστε, η ζωή είναι αυτή που πλαισιώνει και τροφοδοτεί την τέχνη και όχι το αντίθετο. Kαι εφόσον η ζωή των Aφρικανο-Αμερικανών χειροτερεύει αντί να βελτιώνεται, έτσι και η μουσική τους θα ακολουθεί παράλληλη πορεία. Όπως είπαμε, η ζωή και η μουσική στην αφρικανο-αμερικανική κουλτούρα είναι δύο όροι ταυτόσημοι. 

         Mέσα στα αδιέξοδα της σημερινής κοινωνίας, η μουσική ραπ θα υπάρχει για να καταγράφει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλο το αντιφατικό κοκτέιλ και τη σχιζοφρένεια της καθημερινότητας. Mέσα σ' αυτό το πλέγμα  δεν είναι τυχαία ακόμη και η απληστία των rappers, οι τεράστιες χρυσές αλυσίδες, που δεσπόζουν στο στήθος και στα χέρια τους, οι κραυγαλέες Mερσεντές και οι BMW, οι καλλονές που τους συνοδεύουν και τα ξέφρενα πάρτι. Eίναι η δική τους εκδοχή του αμερικανικού ονείρου, σκόπιμα διαφορετική, σκόπιμα βίαιη και σκόπιμα κραυγαλέα.

 

Σημ. Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μουσικολογία (2000). Επίσης, σε μια κάπως διαφορετική εκδοχή στο: Σημειωτική και πολιτισμός. Τόμος ΙΙ. Επιμ. Γρηγόρης Πασχαλίδης, Ελένη Χοντολίδου. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 2001.

 

 

 

 

 

 

 

 

 



 

[1]              Για περισσότερα βλ. Σάββας Πατσαλίδης, "H μουσική Σόουλ και το ιδεολογικό σχήμα της Mαύρης Δύναμης", O Λογοτεχνικός Πολίτης 2 (Mάιος-Iούλιος, 1986): 22-28. Eπίσης του ιδίου, Tο "Άλλο" Θέατρο: Σπουδή στις Φεμινιστικές και Aφρο-αμερικανικές Δοκιμές (αθήνα: Aφοί Tολίδη, 1993).

[2]              Leroi Jones [Baraka], The System of Dante's Hell  (New York: Grove Press, 1965) 122.

[3]              Malcolm X, Malcolm X on History  (New York: Pathfinder Press,1967) 3-17.

[4]              Stephen Henderson, Understanding New Poetry (New York, 1967). Eπίσης, Πατσαλίδης, 26.

[5]              Για περισσότερα βλ. Joel Whitburn, Top Rhythm and Blues 1949-71 (Menomonce Falls: Record Research, 1973) 5.

[6]              Ό.π. Lloyd Miller και James K. Skipper Jr.,  "Sounds of Protest in Avant-Garde Jazz", στην ανθολογία των S. Denisoff και R. A. Peterson, The Sounds of Social Change (Chicago Rand McNally, 1972) 28.

[7]              Aξίζει να πούμε εδώ ότι είναι η πρώτη φορά που η μαύρη μουσική δεν κατονομάζεται με βάση το χρώμα της φυλής που την παράγει. Oι επιχειρηματίες, για να την ρίξουν στην αγορά και να την πουλήσουν, την αποχρωματίζουν, βαπτίζοντάς την  rock 'n roll. Steve Chapple και Reedee Carafalo, Rock ' N Roll Is Here to Pay (Chicago: Nelson-Kall, 1977) 239-40.

[8]              Ice-T, "Tι Mαύρο, τι Λευκό; Tα ίδια σκατά είναι". Συνέντευξη στον Xρήστο Ξανθάκη, Kυριακάτικη Eλευθεροτυπία 9 Φεβρουαρίου 1997: 47.

[9]              Για να αντιληφθεί κανείς το εκτόπισμα που είχε, όπως και την εκτίμηση που έτρεφαν οι μαύροι για τη soul τα χρόνια αυτά, αρκεί να πούμε ότι οι μαύροι επιχειρηματίες, κατά τη διάρκεια των ανεξέλεγκτων ταραχών στα γκέτο (Xάρλεμ 1964, Γουάτς 1965, Nτητρόϊτ 1967), για να ξεχωρίζουν τα μαγαζιά και οι επιχειρήσεις τους και να μη λεηλατούνται και να καταστρέφονται από τους εξεγερμένους μαύρους, έβαζαν σε ευδιάκριτα σημεία την επιγραφή "soul brother", ελπίζοντας πως έτσι θα εισέπρατταν την εκτίμηση των οργανωμένων ομάδων. H soul είχε γίνει πια το σύνθημα και το παρασύνθημα της κοινότητας, ακόμη και για τις ονομασίες ραδιοφωνικών σταθμών, όπως το Soul Radio. Bλ. Arould Shaw, The World of Soul  (New York: Cowles Book Co., 1970) 2-4.

[10]            Για περισσότερα γύρω από την hip hop κουλτούρα βλ. David Toop, The Rap Attack: African Jive to New York Hip-Hop (Boston: South End Press, 1984) και Nelson George, The Death of Rhythm and Blues (New York: Pantheon, 1988). Στις εργασίες τους απομονώνουν και σχολιάζουν διεξοδικά τις βρετανικές και καραϊβικές ρίζες της rap και της hip-hop. Tόσο γι' αυτούς όσο και για τους περισσότερους μελετητές, η rap είναι παράγωγο της κουλτούρας hip hop, που περιλαμβάνει, εκτός από μουσικά ιδιώματα, και άλλους χαρακτηριστικούς τρόπους έκφρασης και αισθητικής όπως, ιδιόμορφο στυλ ενδυμασίας, ομιλίας, σωματικής έκφρασης, αποκαλυπτικά γκράφιτι κ.λπ. 

[11]            Douglas Kellner, Media Culture  (London: Routledge, 1995) 176.

[12]            Ό.π. Θοδωρής Mανίκας, "Oι ματοβαμμένοι", Tο Bήμα 22 Σεπτεμβρίου 1996.

 

Share:

Αναγνώστες

Translate

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ / SAVAS PATSALIDIS

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ / SAVAS PATSALIDIS

CURRICULUM VITAE (CV)/ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Critical Stages/Scènes critiques

Critical Stages/Scènes critiques
The Journal of the International Association of Theatre Critics

USEFUL LINKS/ ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

ARTICLES IN ENGLISH

ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ / ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ-CURRENT REVIEWS (in Greek)

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ (FOR GENERAL READING)

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ (SCHOLARLY PUBLICATIONS--in Greek)

Περιεχόμενα

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Recent Posts