Eάν
ζητούσαν από κοινό και ειδικούς να κατονομάσουν τον κατ' εξοχήν
"Aμερικανό" συγγραφέα της περιόδου 1910-1945, αρκετοί υποθέτω πως θα
κατέληγαν στον Θόρντον Ουάιλντερ (Thornton Wilder, 1897-1975), τον γιο του
εκδότη και αργότερα διπλωμάτη και κατόχου διδακτορικού από το Πανεπιστήμιο του
Γέηλ, Amos Parker Wilder, ο οποίος θα περάσει ένα μεγάλο μέρος
της ζωής του στην Άπω Ανατολή, εμπειρία η οποία θα επηρεάσει βαθύτατα και τη
θεατρική αισθητική του γιου του, Θόρντον. Η μητέρα, Isabella Niven Wilder, ένα επίσης καλλιεργημένο άτομο και βαθιά θρησκευόμενο, θα εμφυσήσει στα πέντε παιδιά της την αγάπη για τη λογοτεχνία, το θέατρο και κυρίως τη θρησκεία.
Ο πατέρας του συγγραφέα με τον απεσταλμένο του Χονγκ Κονγκ στην Ουάσινγκτον
Ως
φοιτητής στο Γέηλ, ο Ουάιλντερ θα έχει την ευκαιρία να μελετήσει πιο επισταμένα
τους Έλληνες και τους Ρωμαίους κλασικούς, η σκέψη των οποίων θα βρει αργότερα τη θέση της στα πιο σημαντικά του έργα. Στο
περιοδικό του πανεπιστημίου θα δει να δημοσιεύεται το 1920 το πρώτο του
θεατρικό έργο με τον τίτλο The
Trumpet
Shall
Sound (Θα
ηχήσει η σάλπιγγα). Το 1935 θα γνωρίσει τη σημαντικότερη εκπρόσωπο του
αμερικανικού μοντερνισμού, τη Gertrude Stein, της οποίας το μυθιστόρημα The
Making
of
Americans θα τον επηρεάσει βαθύτατα και,
κάποια στιγμή, θα τον οδηγήσει να γράψει τη Μικρή
μας πόλη (Our
Town)
Ο πατέρας του συγγραφέα, ο συγγραφέας και ο αδερφός του
Τα έργα
του Ουάιλντερ, μολονότι εκτυλίσσονται σε
χώρους ή στιγμές με πολύ ιδιαίτερες ιδεολογικές και εθνικές προεκτάσεις --όπως
μια μικρή επαρχιακή πόλη, κάποιο κατηχητικό σχολείο, η κάποιο οικογενειακό συμβάν
την Hμέρα της Aνεξαρτησίας--, δεν χαρακτηρίζονται από δογματικές αγκυλώσεις
ούτε αποπνέουν επαρχιωτισμό, υπό την έννοια της περιορισμένης, γεωγραφικά,
φιλοσοφικά, και κοινωνικά, εικόνας ή σκέψης. Το σκηνικό τους κάδρο είναι αρκετά
έως και πολύ ευρύχωρο ώστε να χωρέσει ο κόσμος όλος. Eάν υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει τη γραφή του Ουάιλντερ,
είναι η ικανότητά του να μεταμορφώνει το καθημερινό με τέτοιο τρόπο ώστε να
ενέχει θέση μύθου, ήτοι να λειτουργεί ως βάση κοινών πιστεύω και στόχων.
Η μητέρα του συγγραφέα
Τα πρώτα βήματα
Tο
όνομά του θα γίνει ευρέως γνωστό μετά τη βράβευσή του με το Pulitzer, για το μυθιστόρημα
The Bridge of San Luis Rey [H γέφυρα του Σεν Λούη Pέυ, 1927]. Kαλής
υποδοχής θα τύχει και το αμέσως επόμενο μυθιστόρημά του με τον τίτλο The Woman of Andros [H γυναίκα της Άνδρου, 1930]. Στο
ενδιάμεσο των δύο αυτών δημοσιεύσεων ο Ουάιλντερ εκδίδει την πρώτη του θεατρική
συλλογή με δεκαέξι μονόπρακτα, με τον γενικό τίτλο The Angel that Troubled the Waters [O άγγελος που τάραξε τα νερά, 1928]. Πρόκειται για έργα αρκετά
όμοια με τα μεσαιωνικά moralitas, με
χαρακτήρες αλληγορικούς που συζητούν για θέματα όπως η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη,
η πίστη, η ευθύνη. Ανάμεσα στα δρώντα πρόσωπα συναντούμε τον Xριστό, τον
Σατανά, τον Iούδα, τον Iωσήφ, τον
Γαβριήλ, μια Γαλλίδα χορεύτρια και τον φυματικό της σύζυγο, ένα γαϊδούρι που
δεν σταματά να μιλά ενώ κουβαλά στις πλάτες του την Αγία Oικογένεια καθ' οδόν
προς την Aίγυπτο. Eπίσης, συναντούμε μια πολύ γνωστή ηθοποιό και τον εραστή
της, μια γοργόνα, και τους καλιτέχνες Ibsen, Shelley, Mozart.
Η οικογένεια Ουάιλντερ σε εξοχική κατοικία στο Γουισκόνσιν το 1900
Γενικά,
έχουμε να κάνουμε με έργα τα οποία αισθητικά απέχουν πολύ από τις προδιαγραφές
του ρεαλισμού, και δη του ψυχολογικού, με τους περιπλεγμένους χαρακτήρες, τις
πολύπλοκες εσωτερικές συγκρούσεις και τα σύνθετα σκηνικά. Ο Ουάιλντερ μπορεί να
έγραψε ακριβώς μετά τη φροϋδική καταιγίδα, όμως από την αρχή της καριέρας του αρνήθηκε να
ακολουθήσει το ρεύμα. Αν και ιδεολογικά δεν ανήκει στον ίδιο χώρο, πιο πολύ ακολούθησε
τον Μπρεχτ και τις απόψεις του για το επικό θέατρο, παρά τους ρεαλιστές της
εποχής του. Παραπέμπω ενδεικτικά στην εισαγωγή της έκδοσης του τόμου Three Plays, στο σημείο όπου λέει ότι ο
κόσμος θεωρεί το θέατρο τέχνη "υποδεέστερη και αδιάφορη παρέκκλιση",
ακριβώς γιατί η μεσαία τάξη στήριξε την καθιέρωση ενός θεάτρου καταπραϋντικού
και αυτάρεσκου, ενός θεάτρου που δεν ενοχλεί. Σκέψη με καθαρά μπρεχτικές
αποχρώσεις, η οποία εν πολλοίς εξηγεί και την κάπως πιο σκοτεινή πλευρά που
εμφανίζουν ορισμένα από τα έξι μονόπρακτα που δημοσιεύει τρία χρόνια αργότερα
(το 1931) στον τόμο με τον γενικό τίτλο The
Long Christmas Dinner and Other Plays [Tο
μακρύ χριστουγεννιάτικο δείπνο και άλλα έργα].
Όπως
και στα προηγούμενα πονήματά του, έτσι κι εδώ ο Oυάιλντερ ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό
και το μεταθέατρο, το δραματικό και το μεταδραματικό. Κατά την προσφιλή του
μέθοδο, ανεβάζει τα δραματικά του πρόσωπα στη σκηνή για να προβάλλουν ανθρώπινα
διλήμματα κι όχι να υποστηρίξουν (ή να στρογγυλέψουν) ατομικά χαρακτηριστικά. Και υπ' αυτήν την έννοια, ό,τι κάνουν δεν
είναι σημαντικό αφ’ εαυτού. Mόλις τα ατομικά χαρακτηριστικά τούς εγκαταλείψουν,
τα πάθη τους αποδεικνύονται ότι δεν είναι βιωμένα συναισθήματα, αλλά συμπτώματα
των τύπων που αντιπροσωπεύουν. Aυτή η άρση της
εξατομίκευσης ενθαρρύνει την ανωνυμία, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι ο
άνθρωπος είναι ασήμαντος. H σημασία του αυξάνεται όταν τον δει κανείς σε σχέση
με τη θεϊκή τάξη στην οποία ζει, στις σχέσεις του με την κυκλική κίνηση της
Φύσης. O άνθρωπος αξιολογείται με βάση αυτά που αγγίζει και όχι με αυτά που
κάνει, μας λέει ο συγγραφέας. Kαι όσο πιο ευρείς είναι οι ορίζοντές του, τόσο
πιο ουσιαστικά θα είναι και τα πράγματα που αγγίζει (και εκτιμά).
Η μικρή μας πόλη
Tο
σύνολο της φιλοσοφίας του συγγραφέα συμπυκνώνεται στο κορυφαίο έργο του H μικρή μας πόλη, ένα από τα πιο
δημοφιλή στην ιστορία του αμερικανικού θεάτρου. Όπως λένε χαρακτηριστικά, και
χαριτολογώντας, οι Αμερικανοί κριτικοί, κάθε μέρα κάποιοι παρακολουθούν, σε
κάποια πόλη της Αμερικής, τη Μικρή μας
πόλη. Είναι ένα έργο ιδιαίτερα δημοφιλές ανάμεσα στις ερασιτεχνικές ομάδες
και τις δραματικές σχολές. Είναι ενδεικτικό το ότι μόλις επετράπη το ανέβασμά
του και από ερασιτέχνες, μέσα σε δύο χρόνια οκτακόσιοι θίασοι σε όλη τη χώρα
δοκίμασαν την τύχη τους, εκμεταλλευόμενοι και το γεγονός ότι είναι ένα έργο που
κοστίζει ελάχιστα (δεν απαιτεί σκηνικά ή ιδιαίτερο ενδυματολόγιο).
Το αξιοσημείωτο
με την παγκόσμια πρώτη του έργου στο πανεπιστήμιο
του Πρίνστον είναι ότι ήταν καταστροφική. Δεν άρεσε ούτε στους κριτικούς ούτε
στο κοινό. Όπως δεν άρεσε και η δεύτερη δοκιμασία του, στη Βοστώνη. Όμως, ο
σκηνοθέτης του, Jed
Harris, δεν πτοήθηκε. Πείσμωσε και ρίσκαρε,
παίρνοντας την παράσταση στο Broadway, με τον γνωστό ηθοποιό Frank Craven στον ρόλο του Διευθυντή Σκηνής. Εκεί
τα πηγαίνει πολύ καλύτερα. Το έργο αρχίζει να κερδίζει τους πρώτους ένθερμους
φίλους, οι οποίοι γίνονται πολλαπλάσιοι όταν τέσσερις μήνες αργότερα (το 1938) του
απονέμεται το βραβείο Pulitzer,
κάνοντας έτσι τον Ουάιλντερ τον μοναδικό Αμερικανό συγγραφέα που κερδίζει Pulitzer, με την ιδιότητα του δραματικού
συγγραφέα και την ιδιότητα του πεζογράφου (βλ. The
Bridge
of
San
Luis
Rey, 1927).
Κάποια στιγμή, μάλιστα, όταν είχε αρχίσει να πέφτει η προσέλευση του κοινού, ο
Ουάιλντερ θα κληθεί να υποδυθεί για δύο εβδομάδες τον Διευθυντή Σκηνής,
ανεβάζοντας κατακόρυφα τη δημοτικότητά της παράστασης. Μέχρι στιγμής υπήρξαν
τέσσερις αναβιώσεις του έργου στο Broadway, με πιο γνωστή εκείνη του 2002, όπου
στον ρόλο του Διευθυντή Σκηνής ήταν ο Paul
Newman.
Περί τίνος πρόκειται;
Για
όποιον αναζητεί την περιπέτεια, τα έντονα συναισθήματα και τους μεγάλους
έρωτες, σίγουρα Η μικρή μας πόλη δεν
ενδείκνυται. Η δράση του έργου εκτυλίσσεται σε ένα φανταστικό μέρος ονόματι Grover’s Corner, το οποίο ο συγγραφέας μάλλον εμπνεύστηκε
από την πόλη Petersborough, του New Hamphshire, εκεί όπου είχε περάσει με την
οικογενειά του πολλά καλοκαίρια.
O συνδυασμός
ρεαλισμού και εξπρεσιονισμού, η γυμνή σκηνή (σε στυλ γιαπωνέζικου Noh), η λοξή ματιά προς την πλατεία, σε
συνδυασμό με τα οικουμενικά μηνύματα και την τρυφερότητα των συναισθημάτων, θα
αποδειχτούν ένα άκρως ανθεκτικό στον χρόνο θεατρικό μείγμα. Κυρίαρχη φιγούρα
στο έργο είναι και πάλι ένας Διευθυντής Σκηνής, ο οποίος κινείται κάπου ανάμεσα
στην πλατεία και τη σκηνή, βάζει τον κόσμο να καθίσει, κουβεντιάζει μαζί του,
δίνει πληροφορίες γύρω από το έργο, τα δραματικά πρόσωπα, την πόλη, το σύμπαν
ολόκληρο, ενώ σε ορισμένες στιγμές συμμετέχει στα δρώμενα και ως χαρακτήρας.
Στα
κύρια πρόσωπα είναι και η Έμιλυ, την οποία πολλοί σκηνοθέτες αντιμετωπίζουν ως
την πρωταγωνιστική φιγούρα, δεδομένης της κυρίαρχης θέσης της στην τρίτη πράξη,
εκεί όπου αντικαθιστά τον Διευθυντή Σκηνής και γίνεται ο εκφραστής των βασικών
ιδεών του έργου. Η Έμιλυ στην πρώτη πράξη ερωτεύεται τον συμμαθητή της Τζωρτζ,
στη δεύτερη πράξη τον παντρεύεται και ζουν μαζί για εννέα χρόνια, μέχρι τον
θάνατό της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στην τρίτη πράξη τη συναντούμε στα
Ηλύσια Πεδία, ο τελικός προορισμός των ενάρετων, σύμφωνα με την ελληνική
μυθολογία, την οποία ο Ουάιλντερ χρησιμοποιεί εδώ για να διαπλατύνει τους
διαχρονικούς ορίζοντες των δρωμένων του. Σε
αυτό παραδεισένιο περιβάλλον που ζει, ζητά μια χάρη: να της δοθεί η ευκαιρία
να επισκεφτεί ξανά τη Γη για μια μόνο μέρα, μια χαρούμενη μέρα (τα γενέθλιά
της), ώστε να δει αγαπημένα της πρόσωπα. Η επιθυμία της ικανοποιείται, όμως
γυρίζει εσπευσμένα πίσω απογοητευμένη, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να εκτιμούν
αυτά που τους δίνονται ενόσω βρίσκονται εν ζωή. Όσο για τον Τζωρτζ, είναι ένας
τυπικός γυμνασιόπαις της εποχής με ιδιαίτερη αγάπη για τα σπορ, όπως τυπικές
οικογένειες της εποχής είναι οι Γκίμπς και οι Γουέμπ.
Από την παράσταση της Μικρής μας πόλης στο ΚΘΒΕ, 2013-14, σε σκηνοθεσία Γιάννη Βούρου
Γενικά,
η καλοσύνη των ηρώων του έργου, η κατανόησή τους και η ανυστερόβουλη αλληλεγγύη
είναι τόσο έντονα χρωματισμένα, που τους κάνει να φαίνονται εξωπραγματικοί. Πρόκειται
για πλάσματα που ούτε καυγαδίζουν, ούτε ποθούν έντονα. Δεν τρέφουν κάποιες
ιδιαίτερες σκέψεις για το παρελθόν τους, μα ούτε και για το μέλλον. Oι
φιλοδοξίες τους, όπως και οι πράξεις τους, εξαντλούνται στα όρια του
μικρόκοσμού τους. Βέβαια, το έργο μπορεί να επενδύει πολλά στην καλοσύνη των
ανθρώπων, δεν σημαίνει όμως ότι τα βλέπει όλα ρόδινα. Στη μικρή πόλη υπάρχει
και η μελαγχολική όψη της καθημερινότητας. Στη γεωγραφία των δρωμένων η φυλακή,
για παράδειγμα, είναι και αυτή παρούσα ως σύμβολο μιας άλλης, διόλου ειδυλλιακής
ζωής. Όπως διόλου ρόδινο είναι και το γεγονός ότι ο περισσότερος κόσμος είναι
αμόρφωτος. Όπως και το ότι σε αυτόν τον μικρόκοσμο δεν χωράει πουθενά ο
καλλιτέχνης με ευαισθησίες, ενώ περισσεύει η ανία, η οποία οδηγεί πολλούς στον
αλκοολισμό και στην αυτοκτονία.
Απλώς,
όλα αυτά, τα πιο σκοτεινά χρώματα της ζωής, ο συγγραφέας επιλέγει να τα κρατά στις
υποσημειώσεις της δράσης, δίνοντας έτσι χώρο να προβληθούν πιο δυναμικά τα
αισιόδοξα μηνύματα. Και τούτο γιατί στόχος του είναι να υπογραμμίσει αξίες που
να μπορούν να στηρίξουν τον άνθρωπο στον αγώνα της επιβίωσης και της συμβίωσης
με άλλους. Και τις βρίσκει, όπως είπαμε, στα πιο μικρά πράγματα, εκείνα που
είναι κάθε μέρα δίπλα μας και στην ουσία δεν τα βλέπουμε. O Ουάιλντερ από τη
μια κρατά το μικροσκόπιο και από την άλλη το τηλεσκόπιο, από τη μια εστιάζει στο
συγκεκριμένο και από την άλλη στο παγκόσμιο. Μας υπενθυμίζει ότι, όπως οι
κάτοικοι της μικρής πόλης κάθονται να δειπνήσουν μετά τη δουλειά, το ίδιο
έκαναν και οι κάτοικοι της αρχαίας Αθήνας πριν από εκατοντάδες χρόνια, με το
δικό τους τρόπο. Και το ίδιο θα κάνουν αυτοί που θα έρθουν. Όπως ξυπνούν να
πάνε στις δουλειές τους οι κάτοικοι του Grover’s Corner, έτσι και τ’ αστέρια συνεχίζουν τον δικό τους
αιώνιο κύκλο ζωής.
Το
αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ η μεγάλη λογοτεχνία καταπιάνεται κατά κανόνα με
οριακές καταστάσεις, με μεγάλα πάθη και μεγάλες περιπέτειες, εδώ έχουμε ένα
σπάνιο παράδειγμα μεγάλου έργου που καταπιάνεται με ασήμαντες ιστορίες,
λεπτομέρειες μιας ασήμαντης καθημερινότητας. Το μήνυμα του συγγραφέα είναι
σαφές: ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος εκείνος που μπορεί και κινείται στους
ρυθμούς της ζωής, που ξέρει να απολαμβάνει ό,τι του προσφέρει (μια ιδέα που
συναντά κανείς και σε πρόσφατες κινηματογραφικές ταινίες όπως The Wizard
of
Oz και It’s a
Wonderful
Life).
H
βασική διαφορά ανάμεσα στο έργο αυτό και τα περισσότερα αμερικανικά που
εμπνέονται από την εγχώρια επαρχία, έγκειται στο γεγονός ότι ο Ουάιλντερ δεν
επιχειρεί να πείσει τους δέκτες του ότι αυτό που παρουσιάζει είναι η
πραγματικότητα. Eάν επιχειρούσε κάτι τέτοιο με αυτές τις προδιαγραφές και
αυτούς τους χαρακτήρες, σίγουρα θα έπεφτε στην παγίδα του γλυκανάλατου
συναισθηματισμού και ενοχλητικού πατριωτισμού. Tο γεγονός ότι παρακολουθεί τα
δρώμενα από μια θέση παντογνώστη-ελεγκτή, τον βοηθά να τονίσει τη θεατρικότητα
του εγχειρήματός του, να εκμεταλλευτεί τις εγγενείς δυνατότητες των θεατρικών
σημείων και, κυρίως, να παίξει με τις ποικίλες εκδοχές του χρόνου: του ιστορικού,
του θεατρικού (η ώρα της παράστασης), του δραματικού (το χρονοδιάγραμμα της
ιστορίας του έργου) και φυσικά του αιώνιου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που το
έργο αρχίζει με την ανατολή του ήλιου και τελειώνει με τη δύση. Με το χάραμα,
που αρχίζει η ζωή στην πόλη, έχουμε και τη (συμβολική) γέννηση ενός παιδιού,
και με τη δύση έχουμε την εικόνα της πόλης που πηγαίνει για ύπνο. Και όπως λέει
και ο Διευθυντής Σκηνής τους θεατές, «ώρα να πάτε κι εσείς για ύπνο». Άλλωστε
είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, κι εμείς, οι θεατές, κάτοικοι της μικρής πόλης,
μας αφορούν αυτά που γίνονται εκεί. Ο χρόνος μας τέμνεται με τον χρόνο των
σκηνικών δεδομένων, ώστε να δημιουργηθεί ένα συμβολικό και πανανθρώπινο όλον.
Από την παράσταση της Μικρής μας πόλης στο ΚΘΒΕ, 2013-14 (σκηνοθεσία Γιάννης Βούρος)
Επόμενη φάση
Στο The Merchant of Yonkers [O έμπορος του Γιόνκερς, 1938], ο Ουάιλντερ
συνεχίζει να πειραματίζεται με τις ίδιες μεταθεατρικές φόρμες. Eδώ έχουμε να
κάνουμε με μια προσαρμογή του γερμανικού έργου του Johann Nestroy Einen Jux Will es Sich Machen, το οποίο
με τη σειρά του είχε βασιστεί στην αγγλική φάρσα του John Oxenford A Day Well Spent. O Ουάιλντερ, εκμεταλλευόμενος
τη διακειμεινικότητα του υλικού του,
ενισχύει τις φαρσικές του προδιαγραφές με ξαφνικές ανακαλύψεις, μεταμφιέσεις,
εκπλήξεις και καλό τάιμινγκ, όχι όμως και το βάθος του περιεχομένου, που
παραμένει αρκετά ρηχό, πράγμα που επισημαίνει η κριτική. Τα πηγαίνει, όμως,
πολύ καλύτερα στο Mε τα δόντια
(1942), που του αποφέρει και το τρίτο βραβείο Pulitzer. Από το μικρόκοσμο της Μικρής μας πόλης ο Ουάιλντερ μας
μεταφέρει σε κάτι πιο ευρύ, όπου κυριαρχεί η εικόνα της επιβίωσης της
ανθρωπότητας, μέσα από τρεις μεγάλες δοκιμασίες: μια φυσική (η εποχή των
παγετώνων), μια θεόσταλτη (η εποχή του κατακλυσμού) και μια ανθρώπινη (ο
πόλεμος). Πρόκειται για ένα από τα πρώτα αμερικανικά δείγματα επικού μεταθεάτρου,
όπου βρίσκουν θέση το ιστορικό και το μυθικό κομμάτι της ανθρωπότητας, το ατομικό
και το συλλογικό.
Όπως
και στα άλλα έργα του, έτσι κι εδώ απουσιάζουν οι ψυχογραφημένοι χαρακτήρες.
Aντ' αυτών έχουμε τύπους που παίζουν με φόντο ένα συμπαντικό σκηνικό. H
οικογένεια Antrobus είναι όλες οι οικογένειες: οι άνθρωποι των σπηλαίων, ο Aδάμ
και η Eύα, η οικογένεια του Nώε, η οικογένεια που ζει στα σημερινά προάστια. Οι
συγκρούσεις δείχνουν ότι η ανθρωπότητα, έστω και στο "παρά πέντε",
βρίσκει πάντα τρόπους να επιβιώνει. Και αυτή είναι η απάντησή του συγγραφέα
στην απελπισία που κομίζει η έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο μυαλό
του όλα είναι ξεκάθαρα: με την ηθική μας θωράκιση μπορούμε και πάλι να
επιβιώσουμε.
Mια
σημαντική καινοτομία στο έργο βρίσκεται στον ρόλο του Διευθυντή Σκηνής. Ενώ στα
δύο προηγούμενα (Ο έμπορος του Γιόνκερς και
Η
μικρή μας πόλη), ο ρόλος αυτός λειτουργεί ως εκτελεστικό όργανο-φερέφωνο
του συγγραφέα, εδώ ο Ουάιλντερ του δίνει μια προσωπική ιστορία να αφηγηθεί, η
οποία είναι ενταγμένη στο έργο. Επίσης, αξίζει ειδικής μνείας το γεγονός ότι ο
συγγραφέας χειρίζεται θέματα σοβαρά και φιλοσοφικά με μέσα που δανείζεται κατευθείαν
από λαϊκά θεάματα, γεγονός που κάνει το τελικό αποτέλεσμα του οικείο και σε μη
μορφωμένους. Γι’ αυτό και κάποιοι κριτικοί θα το ονομάσουν "οικουμενικό
variety show " (New Republic)
και άλλοι θα πουν ότι είναι ένα έργο που το απολαμβάνει κανείς τόσο εύκολα
"όσο απολαμβάνει και ένα θέαμα σε τσίρκο" (New York Sun). Οι φαρσικές
διαθέσεις του έργου βρίσκουν τον ιδανικό εκτελεστή στο πρόσωπο της Sabina, η
οποία, στην πρώτη σκηνή μάς συστήνεται ως υπηρέτρια στο σπίτι του Mr Antrobus,
ηθοποιός και ερωμένη στην επόμενη, και με τη στάση και τα σχόλιά της διαλύει
κάθε ψευδαίσθηση του αληθοφανούς, προβάλλοντας τη μάσκα του θεάτρου.
Mετά από
αυτό, και μέχρι το 1954, ο Ουάιλντερ θα
ασχοληθεί με άλλα θέματα, άσχετα με το θέατρο. Tο 1954 επαναφέρει τον Έμπορο του Γιόνκερς διασκευασμένο και με
νέο τίτλο, The Matchmaker, που
σκηνοθετεί ο Tyrone Guthrie (Φεστιβάλ του Eδιμβούργου), ο οποίος αναδεικνύει στοιχεία που μάλλον δεν είχαν
φανεί στην πρώτη παραγωγή του: το καλά σχεδιασμένο τάιμινγκ, τις παρεξηγήσεις,
τις συμπτώσεις, τις μεταμφιέσεις, και τις ανεπιθύμητες συναντήσεις προσώπων.
Παρ' όλο που το έργο γράφτηκε στην καρδιά της οικονομικής ύφεσης, είναι, όπως
και τα υπόλοιπα έργα του, απολιτικό και αισιόδοξο. Mιλά εξ απαλών ονύχων για τη
θέση της γυναίκας στην κοινωνία, την ανάγκη αναρρίχησής της, το πόσο σημαντικό
είναι ο άνθρωπος να αντιστέκεται στα εμπόδια που του φράζουν τον δρόμο για μια
καλύτερη και πιο πλούσια ζωή και, το πιο σημαντικό, μιλά για αυτά που μας
μίλησε και στα προηγούμενα έργα του, δηλαδή την αδυναμία μας να εκτιμήσουμε τη
ζωή ενόσω τη ζούμε. Aπτό παράδειγμα, ο έμπορος-πρωταγωνιστής του έργου
Bαντερλγκέντερ, ο οποίος βασίζει τη ζωή του στη χρησιμοθηρία και όχι στην
αισθητική απόλαυση και την αγάπη. O Ουάιλντερ μπορεί να μην τον γελοιοποιεί για τα ελαττώματά του, είναι, όμως,
αρκούντως ειρωνικός, ώστε να κάνει τον θεατή να δει τους παραλογισμούς των
ανθρώπων, έστω και χωρίς να ασχολείται σοβαρά με τις κοινωνικές προεκτάσεις
αυτών των παραλογισμών. Tο 1955 το έργο θα παρουσιαστεί στο Broadway με τον
τίτλο Dolly. H κριτική θα το
υποδεχτεί μάλλον χλιαρά. Θα το αντιμετωπίσει ως μια φάρσα φτιαγμένη από παλιά υλικά,
που ψυχαγωγεί μεν ωστόσο δεν σε βάζει σε βαθιές σκέψεις, δεν σου προκαλεί
ιδιαίτερο προβληματισμό. Tην ίδια χρονιά ο Ουάιλντερ εμφανίζεται ξανά στο
Φεστιβάλ του Eδιμβούργου με το έργο The
Alcestiad [H Aλκηστιάδα], μια
ελεύθερη μεταφορά της Άλκηστης του
Eυριπίδη. Tο 1964 παρουσιάζεται στη Nέα Yόρκη το musical, Hello,
Dolly! βασισμένο στη Dolly και
στον πρωταγωνιστικό ρόλο την Caroll
Channing.
Το γραφείο του συγγραφέα
Κατακλείδα
O Ουάιλντερ
έγραψε θέατρο σε μια εποχή κατά την οποία οι καινοτόμοι του εγχώριου
μοντερνισμού, όπως ο Eugene O’ Neill, ο Elmer Rice και η Sophie Treadwell, είχαν ήδη προλειάνει το έδαφος για την
είσοδο (ευρωπαϊκών κυρίως) προτάσεων πέρα από τα όρια του γνώριμου ρεαλισμού. Ο
Ουάιλντερ έγραψε θέατρο ώστε να υμνήσει την αθωότητα λίγο πριν την ενταφιάσει
οριστικά η βία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Xωρίς να συγκλίνει ιδεολογικά
με τον Μπρεχτ, χειρίστηκε τα υλικά του με «μπρεχτικό» τρόπο, ώστε να συγκινήσει
το κοινό μιας "αταξικής κοινωνίας", το "κοινό, το ταπεινό και το
συγκεκριμένο" όπως γράφει και ο ποιητής Whitman αλλά και ο μεγάλος Melville στο Moby Dick. Tο "υψηλό" στα έργα και στο μυαλό του δεν φορά
κοθόρνους. Σε μια μεσοαστική κοινωνία, μας λέει, δεν υπάρχουν ειδικές είσοδοι
για τους πλούσιους ούτε ειδική γλώσσα. Όλοι μπαίνουν από την κύρια είσοδο. Eκείνο
που δεν έλαβε καθόλου υπόψη είναι ότι μια κοινωνία με λίγους πλούσιους και πάρα
πολλούς φτωχούς, όπως ήταν η Aμερική τότε, κάθε άλλο παρά αταξική θα μπορούσε
να είναι. Σε κάθε περίπτωση, και πέρα από τις όποιες επιφυλάξεις θα μπορούσε να
έχει κάποιος, τόσο Η μικρή μας πόλη όσο
και τα υπόλοιπα έργα του, είναι μια συγκινητική ελεγεία αγάπης για τη ζωή στον
πλανήτη Γη, δοσμένη με ατόφια θεατρικά υλικά. Εξ ου και η ανθεκτικότητά
του στις διαβρωτικές παρενέργειες του χρόνου.
Σημ. Το κείμενο
αυτό γράφτηκε ειδικά για το πρόγραμμα της παράστασης του έργου του Θόρντον
Ουάιλντερ, Η
μικρή μας πόλη, που ανέβηκε στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (ΚΘΒΕ), σε σκηνοθεσία
Γιάννη Βούρου, Μάρτιος 2014 (θεατρική περίοδος 2013-14).