Ο «Αγαμέμνων» είναι ένα έργο που κάλλιστα θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο,
«Κλυταιμνήστρα”, γιατί απλούστατα η Κλυταιμνήστρα είναι αυτή που κυριαρχεί στη
σκηνή και στο μυαλό του θεατή. Η Κλυταιμνήστρα είναι αυτή που θέτει τα προς
συζήτηση ζητήματα. Αυτή είναι που προκαλεί και προσκαλεί, που αναστατώνει και
περατώνει.
Η Κλυταιμνήστρα είναι μια γυναίκα που διεκδικεί το δικαίωμα να επιθυμεί.
Και ξέρουμε ότι από τη στιγμή που υπάρχει επιθυμία υπάρχει και δράμα. Και το
δράμα είναι ένας «αιμοσταγής φόνος», για τον οποίο η Κλυταιμνήστρα ούτε
μετανιώνει ούτε ικετεύει. Νιώθει ηγέτης και δικαιωμένη. Μας το λέει ξεκάθαρα
«Δεν νομίζω […] πως τον βρήκε ανάξιος θάνατος./ Αυτός δεν έφερε στο σπίτι τη
δόλια συμφορά; /Στο βλαστάρι μου που είχα από αυτόν, δηλ. στην πολύκλαυστη Ιφιγένεια, δεν φέρθηκε άδοξα;». Για να ολοκληρώσει,
λέγοντας στον Αίγισθο: «Ασ’ τους αυτούς να γαυγίζουν μάταια, /εγώ κι εσύ θα
κυβερνήσομε καλά αυτό το παλάτι».
Μπορεί να λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο (τον Ορέστη), αλλά και αυτή και
μόνο η πρόθεσή της να ηγηθεί την κάνει να ξεχωριζει. Γράφει τη δική της
αφήγηση. Γίνεται η ιστορικός του δράματός της. Και γι’ αυτό, κάποια στιγμή, θα
πληρώσει το τίμημα της υπέρβασής της. Τη λύση στη διαπάλη των δύο εξουσιών (της
μητριαρχικής και της πατριαρχικής) θα δώσει η θεά Αθηνά, και αυτή είναι υπέρ
του Ορέστη. Αν και γυναίκα αποκαθιστά την πατριαρχική τάξη. Η θεά Αθηνά είναι η ευεργετική απάντηση στο αντεστραμμένο είδωλο της
Κλυταιμνήστρας. Τώρα, με τη θεϊκή παρέμβαση, οι Ερινύες μετατρέπονται σε
Ευμενίδες και γίνονται προστάτιδες του πατριαρχικού νόμου. Η δίκη αυτή, με την
επίσημη πλέον ήττα της πολυγαμικής
μητριαρχίας αποτελεί και την πρώτη νομική δίκη στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η παράσταση
Η Νικαίτη Κοντούρη, μια σκηνοθέτιδα με ευαίσθητη ματιά και στοχαστικό νου,
έδειξε από την αρχή ότι ήθελε να μας δώσει το έμφυλο δράμα των προελλήνων μέσα από μια γυναικοκεντρική ιστορική
αφήγηση. Γι’ αυτό και σκόπιμα “αποδραματοποίησε” τον αγώνα της «παραβατικής»
Κλυταιμνήστρας, υπό την έννοια ότι μετακύλισε τις εντάσεις και τις κλιμακώσεις
του στην επιτελεστική δυναμική του αφηγηματικού λόγου. Αυτό εν μέρει εξηγεί και
τη χρήση των μικροφώνων, τα οποία αποτελούν ένα ιδιαίτερα δημοφιλές τεχνολογικό
μέσο παρέμβασης ανάμεσα στο ανθρώπινο σώμα και τη φωνή. Η φωνή, κατά κάποιον
τρόπο, αποσπάται από το σώμα, μεγεθύνεται ο όγκος της και έτσι φτάνει στο κοινό
ως επιτελεστικό σώμα χωρίς ωστόσο πραγματικό σώμα. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα είδα και τον
κερματισμό του Χορού. Μου έδινε την εντύπωση ενός κοινωνικού σώματος σε
κατάσταση διάλυσης, ενός σώματος που δεν μπορούσε να συγκρατήσει ένα συμπαγή
λόγο και επιβίωνε μέσα από θραύσματα και σκόρπιες μνήμες.
Γενικά αισθάνθηκα πως η σκηνοθεσία ήθελε πολύ να προβάλει τις διαλυτικές
επιπτώσεις που έχει ο χειραφετημένος μητριαρχικός λόγος της βασίλισσας επάνω
στο κοινωνικό σώμα. Έτσι, καθώς αυτός επιβάλλεται, βλέπουμε το οικοδόμημα της
πατριαρχίας να καταρρέει, ο ιστός της αφήγησης να αποδιαρθρώνεται και να σείονται τα θεμέλια του παλατιού (της πόλης).
Και νομίζω πως αυτή τη διάσταση ήρθαν να υπογραμμίσουν τα έξυπνα και άκρως
λειτουργικά σκηνικά του Γιώργου Πάτσα: ένα επικλινές δάπεδο που δεν μπορεί να
συγκρατήσει τίποτα στην επιφάνειά του (αλήθεια και ψέμα, μύθος και ιστορία ένα
κουβάρι), αλλά και οι καταπακτές που ανοίγουν και απελευθερώνουν σώματα,
αναθυμιάσεις, αφηγήσεις, όγκους και στο τέλος αποκαλύπτουν το αίμα (γενεών) που
κρύβουν.
Οι συντελεστές
Η Καριοφυλιά Καραμπέτη, εκτιμώ πως δεν ήταν η Κλυταιμνήστρα που είχε ανάγκη
η συγκεκριμένη μεταδραματική παράσταση. Σίγουρα τη βρήκα καλύτερη από την
περσινή πολύ κακή «Κλυταιμνήστρα» στην «Ιφιγένεια στην Αυλίδα». Τουλάχιστο εδώ
το πάλεψε, όμως και πάλι, με αναποτελεσματικά μέσα. Δεν νομίζω πως οι κραυγές
και το στομφώδες παίξιμο βοηθούν. Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβει πως αυτά
έχουν προ πολλού εγκαταλειφθεί. Όπως και η ξύλινη περιφορά του σώματος. Ούτε
μεγαλείο δείχνει μα ούτε και δύναμη, πολλώ δε μάλλον επαναστάτρια και ανατροπέα
της καθεστηκυίας τάξης. Όπως την έβλεπα να διασχίζει τη σκηνή, μου φάνταζε σαν
ένα σώμα χωρίς ενέργεια, χωρίς πάθη, χωρίς ζωή, που απλά εκτελούσε με στόμφο
τις υποχρεώσεις του, δίχως να συγκινεί ή να προβληματίζει. Πουθενά τα
πολύπλευρα (και άπιαστα) συστατικά στοιχεία της προσωπικότητάς της.
Καλύτερος, πιο συγκροτημένος και πιο ανθρώπινος, ο Αγαμέμνονας του Μηνά
Χατζησάββα. Νομίζω ήταν αυτό που ζητούσε η σκηνοθεσία, αν και θα μπορούσε να
προσθέσει και κάποιες πιο ιδιαίτερες πινελιές ώστε να ξεφύγει η ερμηνεία από
τις υποκριτικές του ευκολίες. Η Θεοδώρα Τζήμου, ηθοποιός με τσαγανό και
ικανότητες, ήταν μια Κασσάνδρα αρκούντως απόκοσμη και συνάμα έντονα παρούσα. Ο
Αίγισθος του Μπισμπίκη στο μικρό του ρόλο δεν πρόλαβε να ενταχθεί στο κλίμα της
παράστασης. Όσο για τον Χορό, ενώ η σκηνοθετική άποψη ως προς το ρόλο του στα
δρώμενα είχε ενδιαφέρον, το αποτέλεσμα ήταν άνισο.
Συμπέρασμα: μια παράσταση με ενδιαφέρουσες μεταδραματικές προθέσεις που
τελικά έμειναν μετέωρες.
14/7/2013