Εκείνο που απουσιάζει
από τα περισσότερα θεατρικά έργα που κυκλοφορούν είναι η φαντασία, οι φρέσκες
ιδέες, οι ιστορίες έξω από την πεπατημένη. Συνήθως απασχολούν θέματα που ζούμε
κάθε μέρα, σαν κι αυτά που μας δίνει με το τσουβάλι η τηλεόραση. Το οικείο έχει
την τιμητική του. Λες και το οικείο είναι και το αληθινό. Που δεν είναι, γιατί
το αληθινό ποτέ δεν φαίνεται. Κρύβεται. Κι αν δε σκαλίσεις βαθιά και
επισταμένως, δεν πρόκειται να το ανασύρεις στην επιφάνεια. Θα μείνεις να
κολυμπάς σε μια θάλασσα από ομοιώματα που θα τα νομίζεις αληθινά.
Μου αρέσει γενικά η
λογοτεχνία των ορίων, η λογοτεχνία που προκαλεί την αναγνωστική επάρκεια, την
ανοχή και την ανθεκτικότητά σου. Που σε δοκιμάζει, σε ρίχνει σε κόσμους ανοίκειους,
εκεί όπου ανακαλύπτεις καινούριες διαστάσεις του οικείου. Όπως εν μέρει κάνει ο
Καταλανός Χουάν Μαγιόργκα στο έργο του «Νυκτόβια ζώα», που είδαμε στο Κέντρο
Θεατρικής Ερευνας από τη νεανική ομάδα
Eclipses Group Theatre.
Κείμενο με
φαντασία
Και για να προλάβω
παρερμηνείες: φυσικά και δεν είναι κάποιο αριστούργημα. Υπάρχουν αμήχανες
στιγμές, επίπεδες και αδιέξοδες, όπως υπάρχει και μια γενικότερη αδυναμία
στρογγυλέματος των πορτρέτων και διαχείρισης της σύγκρουσης των χαρακτήρων.
Όμως, σου κεντρίζει το ενδιαφέρον, γιατί είναι ένα κείμενο με φαντασία, που
κινείται στα όρια των πραγμάτων, εκεί όπου σταματά η ορατή όψη της ζωής και
ξεκινά η πιο σκοτεινή, η απρόβλεπτη, η νυκτόβια. Είναι ένα έργο που δεν
αρκείται στην απλή παράταξη των γεγονότων, λες και είναι στρατιωτάκια, αλλά, με
τον τρόπο του, βυθίζεται στην άβυσσο του ανθρώπινου ψυχισμού και αναζητεί αίτια
και αιτιατά. Κάποια τα βρίσκει και κάποια όχι. Πάντως, το παλεύει για να
καταλήξει σε μια ενδιαφέρουσα μεταφορά-σχόλιο για τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου,
για το κτήνος που κρύβει μέσα του.
Όπως υπάρχουν
νυκτόβια ζώα, υπάρχουν και άνθρωποι που δεν κοιμούνται τα βράδια και που
σκαρφίζονται λογής λογής περίεργους τρόπους να επιβιώσουν και να επιβληθούν.
Ένας τέτοιος είναι και ο ήρωας της ιστορίας, ο οποίος, αφού ενημερώνεται γύρω
από το νόμο για τη μετανάστευση, εντοπίζει έναν ένοικο της πολυκατοικίας του ο
οποίος δεν έχει νόμιμα χαρτιά παραμονής και με απίστευτους και διεστραμμένους
τρόπους τον μετατρέπει σε υποχείριό του.
Όλη η συγκρουσιακή
λογική της ιστορίας πλέκεται γύρω ένα άγριο παιχνίδι εξουσίας, όπου όποιος έχει
τη δύναμη έχει και τη δυνατότητα της επιβολής. Η σύζυγος του μετανάστη, έχοντας
πιο καθαρό μυαλό, βλέπει τι γίνεται και θέλει να φύγουν ώστε να προλάβουν τα
χειρότερα. Ο άνδρας της, όμως, είναι ήδη εγκλωβισμένος, παραδομένος. Δεν έχει
άλλη επιλογή: η απόφαση βρίσκεται στην αντίπερα όχθη.
Είναι και μια άλλη
γυναίκα στο πλέγμα, η σύζυγος του θύτη, η οποία με τον τρόπο της συμβάλλει στη
ζωώδη συμπεριφορά του ανδρός της. Στο τέλος, η απόλυτη υποταγή του θύματος τους
φέρνει πιο κοντά. Σε μια συμβολική σκηνή αγκαλιάζονται και φιλιούνται, έχοντας
το θύμα στη μέση, δίκην σάντουιτς.
Καθαρή παράσταση
Η σκηνοθεσία της
νεαρής Κικής Στρατάκη μπορεί να μην ξάφνιασε, να μην καινοτόμησε, ούτε όμως
«κενο-τόμησε». Πίστεψε στο κείμενο και έκτισε, με μέτρο και καθαρό μυαλό, την
κατάλληλη ατμόσφαιρα για να στεγάσει τον εφιάλτη της εξουσίας. Με προσεκτικές
επιλογές οδήγησε τη δράση στις διάφορες κλιμακώσεις της, προσπαθώντας να μην
χάσει η λογική των δρωμένων το ρυθμό και το βηματισμό της. Γενικά, ήταν μια
σκηνοθεσία που έδειξε να γνωρίζει τι θέλει να πετύχει μέσα από τα αλλεπάλληλα
τετ α τετ των πρωταγωνιστών του δράματος, και το πέτυχε, σε συνεργασία με μια
ομάδα νεαρών συντελεστών, που έδειξαν να πιστεύουν, όπως κι αυτή, σ’ αυτό που
επωμίσθηκαν να φέρουν σε πέρας. Το υποστήριξαν στο βαθμό που μπορούσαν. Και φάνηκε, παρ’ όλες τις
μικροκοιλιές...
Τι κόμισαν οι
ερμηνείες υων ηθοποιών
Η Ματίνα Κουλουριώτη
άρχισε κάπως επίπεδα και άχρωμα, έδειχνε εκτός δράματος και κενή συναισθημάτων,
σταδιακά ωστόσο πύκνωσε τα σημαινόμενα του ρόλου της και χρωμάτισε με πιο
ευδιάκριτες πινελιές το προσωπικό της δράμα όσο και το δράμα του συζύγου της,
για να ολοκληρώσει χαρακτήρα στο δεύτερο μισό. Καλύτερη στιγμή της εκεί όπου
συγκρούεται με τον άνδρα της και αρχίζει να τον χτυπά. Ήταν μέσα στο ρόλο, ήταν
ο ρόλος.
Με διακυμάνσεις και ο
Πέτρος Φραγκόπουλος, στο ρόλο του φοβισμένου συζύγου-μετανάστη. Ενώ μπήκε στα
δρώμενα καλά, έπεσε, μετά ανέβηκε, μετατρέποντας τον ρόλο σε καρδιογράφημα. Δεν
ήταν πάντα σίγουρος γι’ αυτό που κλήθηκε να κάνει. Πάντως, οι καλές στιγμές που
είχε, μας αποζημίωσαν.
Σε μια συνεπή ευθεία,
όχι όμως πάντα με καλούς καρπούς, ο Ηρακλής Τζαφέτας. Από την πρώτη σκηνή
επιβλήθηκε ως το κυρίαρχο πρόσωπο. Μολονότι η φωνή του δεν είχε το βάθος του
εξουσιαστικού λόγου (κάπως ακαλλιέργητη μου φάνηκε), βρήκε ύφος και ηχοχρώματα που τον βόλεψαν και τον επέβαλαν
στο κέντρο των δρωμένων.
Υποκριτικά πιο
πειστική η Σοφία Σακελλαρίου. Και ως τηλεόπληκτη, χαμένη στο δικό της σύμπαν,
όσο και ως μοιραία γυναίκα, έπαιξε με όλο της το είναι. Έδειχνε πως πίστευε
πολύ στον ρόλο και τον άρπαξε από τα μαλλιά. Είχε δύναμη, σημαίνουσες σιωπές
και γενικά μια καλή σκηνική παρουσία και με τα δύο προσωπεία της.
Το σκηνικό της
Ειρήνης Ατματζίδου εκμεταλλεύτηκε το μικρό εμβαδόν του θεάτρου και δημιούργησε
ικανούς χώρους ώστε ν’ απλωθεί το άγριο (και πολυτοπικό) παιχνίδι της δύναμης.
Η μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ θεατρικά άρτια.
Συμπέρασμα: ένα ενδιαφέρον κείμενο, σε μια
ζωηρή παράσταση που σε κρατά ξύπνιο.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
19/01/2014