Παρακολουθώ
συστηματικά το παιδικό θέατρο, όχι μόνο ένεκα
λόγων οικογενειακών, αλλά και γιατί πιστεύω πολύ στο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει
στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των νέων ανθρώπων, με άλλα λόγια στην παιδευτική
δυναμική του.Τα τελευταία χρόνια
το παιδικό θέατρο έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο από το θέατρο ενηλίκων. Τέρμα
τα νιαουρίσματα και τα γαβγίσματα.
Οι Σταχτοπούτες, οι Χιονάτες και οι Ωραίες Κοιμωμένες έχουν τελειώσει. Πλέον αφορούν
άλλου τύπου πρότυπα, άλλες έμφυλες συμπεριφορές, άλλα όνειρα.
Πέρα από τη
θεματολογία και η αισθητική έχει αλλάξει, κυρίως ελέω τεχνολογίας. Αναπόφευκτο,
γι’ αυτό και διόλου αδιάφορο. Πόση τεχνολογία αντέχει άραγε το παιδικό θέατρο
για να συνδράμει εποικοδομητικά στη διαμόρφωση της ψυχής των νέων παιδιών; Δύσκολη
η απάντηση. Ένα, όμως, είναι βέβαιο: οι νέοι τρόποι επικοινωνίας και οι νέες
συνθήκες ζωής επιβάλλουν αλλιώτικους τρόπους προσέγγισης του μικρού θεατή.
Τα παιδιά έχουν πάει πολύ
πιο πέρα από κει που φαντάζονται οι μεγάλοι. Πολύ πριν εκτεθούν στο θέατρο,
έχουν εκτεθεί σε πολύ πιο προχωρημένα και, ενίοτε, αμφιλεγόμενα θέματα, που τους
έχουν διαμορφώσει άλλα ενδιαφέροντα και στάνταρ.
Το
παιδικό στη Θεσσαλονίκη
Στη Θεσσαλονίκη δραστηριοποιούνται
καμιά εικοσαριά ομάδες στον χώρο, όμως, ελάχιστες είναι αυτές που κάνουν κάτι
το ιδιαίτερο. Οι περισσότερες αναλώνονται στα ίδια και τα ίδια, εμμένοντας σε
μια ξεπερασμένη φιλοσοφία και αισθητική, με το παιδί στο ρόλο του (υποτίθεται) εύκολου
«πελάτη». Κι εδώ χάνεται το παιχνίδι. Γιατί το παιδί είναι ο πιο δύσκολος «καταναλωτής».
Λειτουργεί με το ένστικτο, την παρόρμηση, γι αυτό και «τιμωρεί» τους αεριτζήδες
και τους τσαπατσούληδες. Και νομίζω πως αυτό το έχει καταλάβει το «Νέο Θέατρο».
Επιβιώνει γιατί επιζητεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, με τη συνεργασία ταλαντούχων
νέων ηθοποιών, αλλά και φτασμένων σκηνοθετών, όπως εν προκειμένω ο Ισίδωρος
Σιδέρης, που υπογράφει την παράσταση της γνωστής διασκευής της Ξένιας
Καλογεροπούλου «Ελίζα» (από την ελισαβετιανή ιστορία του Τόμας Χέυγουντ, «Η
ωραία κοπέλα από τη Δύση»). Μ’ αυτό το έργο επέλεξε να γιορτάσει στο «Ολύμπιον»
τα τριαντάχρονά του. Και εκτιμώ πως σωστά
έπραξε, γιατί είναι ένα από τα πιο όμορφα έργα που διαθέτει η παιδική θεατρική μας
βιβλιοθήκη.
Η
παράσταση
Ο Σιδέρης έστησε μια
παράσταση ζωηρή, ζουμερή, εύρυθμη, με μπόλικη ενέργεια και εύστοχες
διαδραστικές παρεμβάσεις. Μαζί του δούλεψε ένα καλό τιμ από κεφάτους ηθοποιούς,
όπως ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος, ο οποίος, είτε παίζει για μεγάλους είτε για
μικρούς, καταθέτει τον ίδιο επαγγελματισμό, το ίδιο πάθος, το ίδιο δόσιμο και
την ίδια εντιμότητα. Ιδρώνει για να πετύχει το καλύτερο. Και του το
αναγνωρίζουμε. Συνοδοιπόρος στην παράσταση, η μόλις αποφοιτήσασα από το ΚΘΒΕ Αίγλη
Κατσίκη, η οποία, με στήριγμα την καλή τεχνική της κατάρτιση, μας έδωσε ανάγλυφα, χωρίς
υπερβολές, γλυκανάλατα νιαουρίσματα και χαζοκλαψουρίσματα μια Ελίζα σημερινή και
αέρινη. Μνημονεύω και τον έμπειρο Νίκο Ορτετζάτο, που έκανε γκελ στους
πολλαπλούς του ρόλους, χωρίς να ξεχνώ και την υπόλοιπη διανομή, που έπαιξε σωστά
στους ρυθμούς μιας γλαφυρής παράστασης, λουσμένης στη μουσική του Γιώργου
Χριστιανάκη (Δελής, Ζαρδαβάς, Μπαρνιαδάκης, Πίττας). Τα σκηνικά του Κατρανίτσα,
ένα καλό και φιλόξενο περιβάλλον.
Όπερα
για παιδιά
Θέλω να σταθώ και σε
ένα άλλο σκηνικό εγχείρημα, διαφορετικής αισθητικής, που εμπλουτίζει το
θεατρικό τοπίο της πόλης. Πρόκειται για το «Σιωπή, ο βασιλιάς ακούει» (στο
«Αυλαία»), ένα ενδιαφέρον μουσικό δρώμενο με σοπράνο και τενόρους, βασισμένο
στο κλασικό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, «Τα καινούρια ρούχα του
αυτοκράτορα».
Με καλά μελετημένες
επιλογές και με τη σύμπραξη έντεκα ηθοποιών-τραγουδιστών και ζωντανής
οκταμελούς ορχήστρας, ο σκηνοθέτης Αθανάσιος Κολαλάς πέτυχε να βάλει το νεανικό
κοινό μέσα στο πνεύμα και τη διαδικασία της μουσικής δημιουργίας. Εξαρχής ήταν μια
επιλογή με αρκετό ρίσκο, γιατί, ας μη γελιόμαστε, η μουσική μας κουλτούρα, στο
συγκεκριμένο είδος, είναι από ισχνή έως ανύπαρκτη.
Η ευχάριστη έκπληξη
είναι ότι η αίθουσα του θεάτρου «Αυλαία» ήταν κατάμεστη. Ορίστε, γιατί είπα πιο
πάνω ότι ο ρόλος του παιδικού θεάτρου δεν είναι να νιαουρίζει, να κεκεδίζει και
να κάνει καραγκιοζιλίκια μέσα από υπερβολές, μουτσούνες και γελοιότητες, αλλά
να (εκ)παιδεύει, να ομορφαίνει και να εμπλουτίζει τη ζωή και να διευρύνει
γόνιμα τη φαντασία των νέων ανθρώπων.
Τα
λάχανα
Στέκομαι και σ’ ένα
άλλο μιούζικαλ, επίσης διαφορετικού τύπου, το «Λάχανα και χάχανα» (Αθήναιον),
σε σκηνοθεσία της καλής χορογράφου Αποστολίας Παπαδαμάκη, βασισμένο στη διδακτέα ύλη των πρώτων τάξεων
του Δημοτικού, που επιμελήθηκε ο Τάσος Ιωαννίδης, με στόχο να βοηθήσει τα παιδιά να εμπεδώσουν καλύτερα
την διδακτική τους ύλη.
Σκέψη αναμφίβολα
ωραία και χρήσιμη, μόνο που ο συγγραφέας, στην προσπάθειά του να διαχειριστεί
με κατανοητό τρόπο τις σχέσεις τεχνολογίας και τέχνης, μάλλον τις
υπεραπλούστευσε στο πρόσωπο του Φαταουλίδου, ενός «αντιήρωα» που μισεί τα
παιδιά και θέλει να τα εκδικηθεί, κάνοντάς τους δώρο ένα μεταλλαγμένο κινητό
τηλέφωνο.
Η Παπαδαμάκη, καλλιτέχνιδα
με καλή αίσθηση του ρυθμού, της κίνησης και του σώματος, πάλεψε να μαζέψει το
υλικό της, και σ’ ένα βαθμό το πέτυχε. Δεν θα ‘λεγα ότι καινοτόμησε ή ξάφνιασε.
Ακολούθησε μια μάλλον πεπατημένη σκηνοθετική γραμμή, η οποία την οδήγησε, σε
συνεργασία με τους Δημητρακοπούλου, Ρούσσο, Τσότσο, Χαχούμη, σε μια ευανάγνωστη,
δροσερή, πολύχυμη και ρέουσα παράσταση που απευθύνεται πιο πολύ σε παιδιά κάτω
των οκτώ ετών.
Συμπέρασμα: Δεν υπάρχει ισχυρότερο εργαλείο
σήμερα στην εκπαίδευση από το θέατρο. Κι ο λόγος απλός: κάνει την πορεία προς
τη γνώση ευχάριστη και δημιουργική. Όσοι καλλιτέχνες υπηρετούν τον χώρο, ας το
εκμεταλλευτούν σωστά.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
12/01/2014