Το «Τίμημα» του Άρθουρ Μίλλερ είναι ένα έργο με έντονη ιψενική αύρα, που κουβαλά στα σπλάχνα του το μυστικό της λύσης, τότε που οι δύο πρωταγωνιστές του (δύο αδέρφια) είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν, να πάρουν αποφάσεις. Και τις πήραν. Και το τίμημα είναι αυτό που βλέπουμε τώρα: η ιστορία ενός διχασμένου σπιτιού ή, αν προτιμάτε, ενός σπιτιού που ζητά επειγόντως ξεκαθάρισμα λογαριασμών, κυρίως με τον κόσμο της συνείδησης. Γιατί το θέμα του έργου δεν είναι το χρήμα, αλλά πρωτίστως το ηθικό χρέος, σε μια κοινωνία που καλλιεργεί τον ανταγωνισμό.
Για το έργο
Ο ένας αδερφός, ο Βίκτωρ, πενήντα
χρόνων, αστυνομικός στη Νέα Υόρκη, είναι παραδομένος. Μολονότι βαρέθηκε τη
δουλειά του, δεν τολμά να την αφήσει και ν΄ αρχίσει μια καινούρια ζωή. Ο άλλος
αδερφός, ο Γουώλτερ, είναι ένας καταξιωμένος επιστήμονας, αλλά με προσωπική ζωή
χάλια. Για 16 χρόνια οι δυο τους δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Κι έχουν τους λόγους
τους. Όπως τα παλιά έπιπλα του σπιτιού τους, έτσι κι αυτοί κρύβουν τα μυστικά
τους, που αναλαμβάνει να μας τα γνωρίσει ο Μίλλερ αποσπασματικά και σταδιακά,
με αποτέλεσμα τα δεδομένα της δράσης να είναι διαρκώς σε διαθεσιμότητα.
Κάποια μείον
Το
έργο, είναι σίγουρα καλοφτιαγμένο, με ανθεκτικά θεμέλια, όμως δεν θα ‘λεγα ότι
είναι και από τα καλύτερα του Μίλερ. Κατά τόπους το βρίσκω φλύαρο, τον ιψενικό
ρεαλισμό του κουραστικό και τις ενοχικές σχέσεις των μελών της οικογένειας αρκετά
έως υπερβολικά τονισμένες, λες και ό,τι και να κάνει
το άτομο, δεν θ’ αλλάξει τίποτα, Επίσης, όπως ξετυλίγει το κουβάρι της η
ιστορία, εγείρονται διαρκώς ερωτήματα, στα οποία δίνονται μεν απαντήσεις, όχι
όμως πάντοτε πειστικές. Αισθάνομαι πως ο συγγραφέας μας ζητά να πιστέψουμε πάρα
πολλά. Και κυρίως μας ζητά να δεχτούμε ως «φυσιολογικές» τις τόσο πολλές συμπτώσεις.
Όσο για το λόγο των ηρώων, πιο πολύ κουβαλά τη σκόνη του θεάτρου παρά τα
ηχοχρώματα του δρόμου, της ζωής.
Σε καθε περίπτωση, το έργο δεν παύει να
φέρει το ειδικό βάρος που του δίνει η σκέψη ενός σπουδαίου συγγραφέα, που ξέρει
να διαχειρίζεται με μαστοριά τις διαπροσωπικές σχέσεις και τον κοινωνικό χώρο
που τις προσδιορίζει.
Παράσταση
Η σκηνοθέτιδα Άσπα Καλλιάνη μπορεί να
μην καινοτόμησε, μερίμνησε ωστόσο οι επιλογές της να ακολουθούν τόσο της
εξωτερικές όσο και τις εσωτερικές διαδρομές των προσώπων. Έχοντας δίπλα της
τέσσερις καλούς συνεργάτες, γνώστες των κωδίκων του ρεαλιστικού παιξίματος,
έστησε μια παράσταση στέρεη, πυκνή και αρκούντως ατμοσφαιρική (τα σκηνικά του
Γ. Γεωργίου).
Ο Α. Μούκανος
διαχειρίστηκε σωστά τις προκλήσεις ενός χαρακτήρα-λούζερ, που ούτε τον κόσμο ξέρει ούτε τον εαυτό
του. Όλα του είναι «ακατανόητα». Γι΄αυτό βρήκα εύστοχη την προσέγγισή του,
γιατί ήταν σαν ένα ταξίδι σταδιακής γνωριμίας με τον Βίκτωρα, ένα ταξίδι που ο
ίδιος ο ήρωας δεν μπορεί να κάνει.
Πιο εκρηκτική αλλά
και πιο δύσκολα αρεστή η γυναίκα του, η Έστερ. Είιναι αυτή που βάζει από την
αρχή την υπογραφή στον τύπο της, ουρλιάζοντας «Θέλω λεφτά!». Η Στέλλα Καζάζη βρήκε
χώρο να ισορροπήσει τα αλλοπρόσαλλα ξεσπάσματά της, κάνοντάς την πιο «δική
μας». Το παίξιμό της είχε την απαιτούμενη συναισθηματική ευμεταβλητότητα. Κάθε
φορά που φυσούσε καινούριο αεράκι στοιχείων στην οικογένεια, πήγαινε πέρα δώθε
σαν ανεμοδούρα, αφήνοντας ευανάγνωστα τα ίχνη της στο σώμα της παράστασης.
Ο Γούλτερ είναι ένας
λαβύρινθος. Ματαιόδοξος,
μπερδεμένος, πανικόβλητος, ευέξαπτος. Δεκάδες συγκρουόμενα συνασθήματα είναι κρυμμένα πίσω από
την επιφανειακά συγκροτημένη μάσκα του προσώπου του. Το ζητούμενο εδώ είναι η
απόλυτη αλχημεία ηθοποιού και ρόλου. Και ο Σταύρος Ζαλμάς, έμπειρος και με ικανό
οπλοστάσιο, έκανε καλή δουλειά στο ρόλο ενός χαρακήρα που μπαίνει στη σκηνή για
να κάνει το κοινό να το μισήσει και σταδιακά κερδίζει όλο και μεγαλύτερο
μερίδιο συμπάθειας, διαλύοντας ψέματα και ψευδαισθήσεις. Και αυτός κινήθηκε
στους ρυθμούς καρδιογραφήματος, με άνεση, στρογγυλεμένο λόγο και ολοκληρωμένα
συναισθήματα.
Τέλος, είναι και ο
μπαλαντέρ της ιστορίας, ο Σόλομον, ο Εβραίος εκτιμητής των επίπλων του πατρικού
των δύο αδερφών, ένα δραματικό πρόσωπο που δεν συναντούμε συχνά στα έργα του
Μίλλερ. Δεν είναι μόνο πηγή γέλιου, αλλά και μια μορφή πατρικής φιγούρας. Είναι
ο άνθρωπος που βοηθά να βρεθούν οι άκρες σε κάποια νήματα της ιστορίας.
Παράλληλα, λειτουργεί και ως η αντίθετη όψη του Βίκτορα: τολμά να κάνει
καινούρια πράγματα, ν’ αρχίσει καινούρια ζωή κι ας είναι 86 χρονών. Όπως τον
ενσάρκωσε ο Χρίστος Σιμαρδάνης επιβλήθηκε εξαρχής ως πηγή απελευθερωτικού
χιούμορ αλλά και ως σοφή φιγούρα (όπως δηλώνει άλλωστε και το όχι τυχαίο όνομά
του), παρόλο που σε ορισμένες στιγμές εκτιμώ πως η ερμηνεία του επέβαλλε κάπως
εκβιαστικά (υπερπαίζοντας) την παρουσία του στα δρώμενα, επαναπροσδιορίζοντας
τα όρια της δράσης.
Συμπέρασμα:
Κρίνοντας την παράσταση εντός των ορίων που η ίδια έθεσε, πιστεύω πως πέτυχε το
στόχο της. Το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού ήταν απόλυτα ειλικρινές. Έδειξε ότι
πείστηκε, συγκινήθηκε, ταυτίστηκε, διασκέδασε (και δεν αναφέρομαι μόνο στις
μεγαλύτερες ηλικίες). Και νομίζω για το είδος θεάτρου που αντιπροσωπεύει η
παράσταση, όχι άδικα.
Πρόκειται για ένα θεατρικό εγχείρημα που αισθητικά μπορεί
να κουβαλά ουκ ολίγες ρυτίδες, όμως είναι έτσι φτιαγμένο που κρατά αμείωτο το
ενδιαφέρον του θεατή, και κυρίως του θεατή εκείνου που ακόμη αναζητεί στο
θέατρο ξεκάθαρους σκοπούς και πάθος,. Εκείνος που αναζητεί το καινούριο και πιο
ενημερωμένο, μάλλον θα κουραστεί ή θα βαρεθεί. Απόλυτα θεμιτό.
Αγγελιοφόρος ττης Κυριακής
9/02/2014