Αν και ο
«Επιθεωρητής» του Γκόγκολ (1836), θεωρείται από πολλούς μια από τις διαχρονικότερες
και πληρέστερες κωμωδίες, ένας καλός συνδυασμός αριστοφανικής τρέλας και
μενανδρικής καυστικότητας, έχουν γίνει δεκάδες διασκευές, μέχρι και αντικατάσταση
των ηθοποιών από κούκλες. Και το ερώτημα εύλογο: αφού είναι τόσο τέλεια, γιατί
όλες αυτές οι διασκευές;
Απλούστατα, γιατί είναι κωμωδία, δηλαδή ένα είδος
ιδιαίτερα ευάλωττο στα γυρίσματα του χρόνου. Κάθε εποχή γελά για διαφορετικούς
λόγους, με κύριο ερέθισμα την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και τη συμπεριφορά
των ανθρώπων. Όταν αυτά περάσουν, το έργο κινδυνεύει να περάσει στα αζήτητα εάν
δεν διαθέτει κι άλλες αρετές, είτε σε επίπεδο περιεχομένου είτε αισθητικής.
Η
ιστορία
Στον «Επιθεωρητή» η
ιστορία είναι απλή. Η διεφθαρμένη ηγεσία μιας μικρής επαρχιακής πόλης στη Ρωσία
μαθαίνει ότι ο Τσάρος έστειλε κρυφά ένα απεσταλμένο του να τους ελέγξει.
Επικρατεί, όπως αντιλαμβάνεστε, πανικός, ο οποίος γίνεται υστερία όταν στο
πρόσωπο ενός ανίδεου ξένου που διαμένει σε ξενοδοχείο της πόλης, οι έντρομοι
προύχοντες βλέπουν τον επιθεωρητή. Η παρεξήγηση είναι και η αφετηρία να
ξεδιπλωθεί το γαϊτανάκι των κωμικοτραγικών καταστάσεων που αναδεικνύουν, η μια
μετά την άλλη, την βλακεία και την ελαστική ηθική των ανθρώπων (κυρίως των
ισχυρών), που είναι έτοιμοι να κάνουν τα
πάντα για να σώσουν το τομάρι τους.
Το έργο προβάλλει τη
σύγκρουση δύο ειδών τρέλας. Τη μία την κουβαλά ο Χλεστακόφ ο χαραμοφάης κρατικός υπαλληλάκος
(και τώρα άνεργος) που περιφέρεται από χωριό σε χωριό αναζητώντας τρόπους
επιβίωσης. Την άλλη την κουβαλά η μάζα στο πρόσωπο της τοπικής εξουσίας, που
ειναι έτοιμη να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις οποιουδήποτε, φτάνει να έχει κι
αυτή κάποια οφέλη.
Στα στενά όρια του
επαρχιακού μικρόκοσμου, το ξεβράκωμα και η έκθεση των “αρετών” του ανθρώπου
μεγαλουργούν. Από τον ίδιο τον έπαρχο και κυρίως τη γυναίκα του, η οποία, ακόμη
κι όταν αποκαλύπτεται η αλήθεια, παραμένει εγκλωβισμένη στην έκσταση του
ονείρου της. Ομοίως και η χαζοχαρούμενη θυγατέρα της, η οποία αγωνιά τόσο πολύ
να παγιδέψει τον Χλεστακώφ που είναι έτοιμη για όλα.
Το έργο ήταν
εξαιρετικά τολμηρό για την εποχή του, γ’ αυτό και η έκδοση του προκάλεσε
μεγάλες αντιδράσεις στον Τύπο, με αποτέλεσμα να χρειαστεί η παρέμβαση του
Τσάρου Νικόλαου A’, για ν’ ανέβει σε σκηνή της Αγίας Πετρούπολης
το 1836. Οι αντιδράσεις οφείλονταν στην πολύ σκληρή σάτιρα που ασκεί στην
ανθρώπινη απληστία, στην ηλιθιότητα και στην εκτεταμένη πολιτική διαφθορά της
κυβερνητικής γραφειοκρατίας της περιφέρειας. Έκτοτε, ο «Επιθεωρητής» επιστρεφει
στις σκηνές του κόσμου σαν μια μικρογραφία της κοινωνίας μας, με τους απετώνες,
τους αδίσταχτους συμφεροντλόγους, τα λαμόγια.
Η
παράσταση
Αυτό που είδα στο
Θέατρο Κήπου επαληθεύει αυτό που αναφέρω πιο πάνω: η κωμωδία είναι ενα είδος
πολύ δύσκολο επικοινωνιακά. Δεν αρκεί η αναγνωρισιμότητα της διαχρονικότητας
των κωμικών καταστάσεων (βλ. εν προκειμένω θέμα εξουσίας και διαφθοράς).
Δηλαδή, δεν αρκεί το «τι» της γραφής αλλά και το «πώς».
Ο έμπειρος Σπύρος
Ευαγγελάτος, καλός γνώστης του είδους, είχε συνέπεια και στόχευση και
γενικότερα μια άνεση στο χειρισμό προσώπων και συμβάντων, όμως το τελικό
αποτέλεσμα ζητούσε κάτι παραπάνω για να κάνει γκελ, ζητούσε κάτι πιο γκροτέσκο,
πιο σπινταριστό, πιο σύγχρονο και απρόβλεπτο. Δε λέω, όλες οι ερμηνείες ήταν
σωστές, υπό την έννοια ότι ήταν μέσα στο
πνεύμα της σκηνοθεσίας. Ο Μαρκουλάκης (Χλεστακόφ) ήταν διαρκώς πηγή ενέργειας.
Ιδίως στον περίφημο μονόλογό του, όπου, σε κατάσταση μέθης, απευθύνεται στον
κόσμο και λέει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του, δίνει τα ρέστα του--εξαιρετική
στιγμή για έναν ηθοποιό. Ο Έπαρχος, το
μεγαλύτερο θύμα της υπόθεσης, που όχι μόνο χρυσώνει τον ψευδοεπιθεωρητή, αλλά
τον αρραβωνιάζει κιόλας με την κόρη του, βρήκε στο πρόσωπο του Γιώργου Αρμένη
έναν ερμηνευτή ο οποίος, παίζοντας με τις ευκολίες του, τυποποίησε ακόμη πιο
πολύ τον χαρακτήρα, σε σημείο όλη η συμπεριφορά του να είναι εξαρχής
προβλέψιμη. Όπως ήταν και η ερμηνεία της κόρης από τη Δανάη Σκιάδη και της
γυναίκας του (Αριέττα Μουτούση). Αρκετά απολαυστικός ο ανταγωνισμός τους για τα
μάτια του επιθεωρητή, με τη ξιπασιά, τον αρχοντοχωριατισμό, να χτυπάνε κόκκινο,
αλλά πέραν τούτου ουδέν νεότερον. Όσο για τους Μιχάλη Μητρούση, Θοδωρή
Κατσαφάδο και Θανάση Κουρλαμπά και όλους τους άλλους άνδρες της διανομής, ήταν
καλά τοποθετημένοι στο σύνολο, ήξεραν πώς να κινηθούν και προς τα πού, αλλά
όπως είπα, χωρίς κάτι το αξιοσημείωτο
Λειτουργικός ο
(χάρτινος) χώρος που σκηνογράφησε ο Γιώργος Πάτσας, με τις “πολιορκητικές”
θύρες ν’ ανοιγοκλείνουν για να περάσουν ασθμαίνοντας οι εν πανικώ διατελούντες
τοπικοί παράγοντες.
Επιφυλάξεις
Δέχομαι
ότι η διαφθορά είναι διαχρονικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Κι αυτό εξηγεί εν
πολλοίς τη δημοτικότητα που απολαμβάνει η κωμωδία του Γκόγκολ. Από την άλλη,
όμως, εκτιμώ πως όσο πιο αναγνωρίσιμη είναι μια κατάσταση τόσο λιγότερο
ενδιαφέρει τον κόσμο. Τι εννοώ;
Για
δύο ώρες εισπράτταμε πράγματα που τ’ ακούμε κάθε μέρα από όλα τα ενημερωτικά
μέσα. Και είναι φυσικό να διερωτηθεί κάποιος: αφού τ’ ακούω και τα βιώνω κάθε
στιγμή, γιατί να ξοδευτώ να τα δώ και στο θέατρο; Θέλω να πω ότι όσο πιο
οικείες είναι οι καταστάσεις τόσο μεγαλύτερη είναι και η ανάγκη της (σκηνικής)
ανανέωσής τους, ώστε να ξαφνιάσουν ευχάριστα, να μας δώσουν εκείνο το κάτι
παραπάνω που δεν βλέπουμε ή που δεν καταλαβαίνουμε. Είναι το «πώς» της γραφής
που αναφέρω πιο πάνω.
Συμπέρασμα:
μια παράσταση δομικά δεμένη και ερμηνευτικά συνεπής, όχι όμως ζωντανή.
30/6/2013