Στο «Εκπαιδεύοντας
τη Ρίτα» ακούμε την εξής ερώτηση: «πώς ανεβάζει κανείς το ‘Πέερ Γκυντ;’». Και η
απάντηση: «στο ραδιόφωνο». Ακόμη κι αυτός ο Ίψεν έλεγε ότι ο μόνος τρόπος ν’
ανέβει το έργο του είναι μέσα από τη φαντασία του αναγνώστη. Είναι τέτοιο το
εύρος, οι διακλαδώσεις, οι υπόγειες διαδρομές του, οι απρόβλεπτες εκτινάξεις
του, που πραγματικά πρέπει να πασχίζει κανείς πολύ να το τιθασεύσει.
Και νομίζω
πως η παράσταση που είδαμε στην ΕΜΣ, με την υπογραφή του Γιάννη Μαργαρίτη,
μπορεί να μην ήταν τέλεια, ήταν όμως αντάξια ενός μεγάλου θεατρικού οργανισμού.
Ήταν μια παράσταση που αναμετρήθηκε στα ίσια
με ένα έργο το οποίο, από όπου και να το πιάσεις, σου ξεφεύγει.
Η σκηνοθεσία
Ο Μαργαρίτης βυθίστηκε με κέφι και ιδέες στο έργο και αναζήτησε
τους αόρατους χυμούς του, την ενέργειά του, όλο εκείνο το ηφαιστειακό υλικό που
πυρπολεί τη φαντασία του ήρωα. Πάλεψε να το κάνει σύγχρονο, χωρίς να κάψει το αρχικό του στίγμα. Εστίασε στο θέμα του εαυτού, και κυρίως του εσωτερικού κόσμου
και, παράλληλα, άφησε τα εξογκώματα και τα στραμπουλήγματα του οδοιπορικού του
Πέερ σε πλήρη θέα. Δεν λείανε επιφάνειες. Ήθελε παρόντα στο οπτικό μας πεδίο τα
παράδοξα, τα περίεργα, και αφύσικα
πράγματα που κάνουν το ρομαντικό ταξίδι του ήρωα ταυτόχρονα και ένα ταξίδι στην
Κόλαση (των αισθήσεων και των
παραισθήσεων). Εξ ου και οι σκόρπιες κωμικές και παράλογες πινελιές που
εμφανίζονται να δροσίζουν πού και πού τα εφιαλτικά δρώμενα, όπως, ας πούμε,
στην τέταρτη πράξη, με τη «φελλινική» σκηνή γύρω από το τραπέζι στην Αίγυπτο.
Ευθυγραμμιζόμενη με τις σκηνοθετικές προθέσεις, η Αγνή Ντούτση
σκηνογράφησε ένα λειτουργικό εξπρεσιονιστικό περιβάλλον, φιλόξενο στις
απρόβλεπτες, γκροτέσκ εκρήξεις της καλπάζουσας φαντασίας του ήρωα, μια έξυπνη
και ευέλικτη σκηνική γεωγραφία που βοήθησε να μπουν μέσα σώματα και δράσεις,
αλλά και ηχοχρώματα εξαιρετικής ευαισθησίας και υψηλής ποιότητας (στέκομαι και
αποδίδω πολλά εύσημα στη φωτιστική παρτιτούρα του Αλέκου Αναστασίου και τη
μουσική του Δημήτρη Οικονομάκη—σπουδαία δουλειά).
Κερματισμένη θέαση
Τέσσερις ηθοποιοί κλήθηκαν να υποδυθούν τον κεντρικό ήρωα. Κι
εδώ νομίζω πως ο Μαργαρίτης καινοτομεί. Ας με διορθώσει αν κάνω λάθος, αλλά
μέχρι τώρα γνωρίζω (και έχω δει) τριχοτόμηση του ρόλου (όπως η παράσταση του
Μπομπ Γουίλσον, πριν από λίγα χρόνια). Είτε έτσι είτε αλλιώς, με τρεις ή
τέσσερις δεν έχει σημασία, η διάσπαση είναι απόλυτα ταιριαστή με το όλον, γιατί
ακριβώς τονίζει τον αγώνα που κάνει ο Πέερ ώστε να «συγκολλήσει» τα κομμάτια
του διαλυμένου Εγώ του.
Επιπλέον ο κερματισμός επιβάλλει κι ένα συγκεκριμένο τρόπο
θέασης. Όταν ο θεατής έχει να επικεντρωθεί σε τέσσερα άτομα (που είναι ένα), εκ
των πραγμάτων αφήνει τη συμπάθειά του να διαχυθεί προς όλες τις κατευθύνσεις,
γεγονός που τον αποστασιοποιεί από τη μοναδικότητα του (ενός) δραματικού
προσώπου και τον οδηγεί να εστιάσει πιο πολύ στις μεταστροφές και τα σκαμπανεβάσματα
του ήρωα, ενός ήρωα-χαμαιλέοντα, άλλοτε ψεύτη, άλλοτε νάρκισσου, λούζερ,
ηδονιστή, Αυτοκράτορα του Εαυτού του, τρελού, ονειροπαρμένου, αλαζόνα. Όπως ο
ίδιος ο Πέερ χάνει τον εαυτό του, έτσι
και εμείς, μέσα από τη διάσπαση, χάνουμε τον Πέερ. Μόνο η Σουλβάιγ τον κρατά
ζωντανό, αλλά μόνο στην καρδιά της.
Όσο για τους ηθοποιούς που τον ερμήνευσαν (Βουρδαμής, Στυλιανού,
Αιβαζόγλου, Σιαμσιάρης), έδειξαν πειθαρχεία, καλό αισθητήριο και ασκημένη
τεχνική, αν και πού και πού η παρακαταθήκη της ρεαλιστικής τους παιδείας
μπερδευόταν με τις ανάγκες της εξπρεσιονιστικής αισθητικής. Το πορτρέτο της
‘Ωζε της Χρ. Δούζη είχε πιο έντονη χαρακτηρολογική αναγλυφικότητα, με σκόρπιες
πινελιές αφαίρεσης.
Γενικά, όλοι οι ηθοποιοί (πάρα πολλοί για να τους αναφέρουμε),
ήταν καλά ενταγμένοι στην ατμόσφαιρα της παράστασης. Το παίξιμό τους ήταν
κεφάτο, νευρώδες, με καλή δόση εξωτερικής ευθυβολίας, που ενίοτε διασάλευε μια
κάποια δόση απρόσκλητης νατουραλίζουσας συμπεριφοράς, που «απειλούσε» να
γειώσει πρόωρα το φευγάτο ταξίδι τους.
Ενστάσεις
Ήταν σκηνές που θα προτιμούσα να
είχαν ένα πιο μινιμαλιστικό και υπαινικτικό περιβάλλον (κυρίως προς το τέλος,
όπου το έργο γίνεται πιο στοχαστικό). Όπως θα προτιμούσα κι ένα ξεσκαρτάρισμα
ορισμένων αχρείαστων ευρημάτων που πιο πολύ πρόδιδαν την αγωνία της σκηνοθεσίας
να καινοτομήσει παρά να ερμηνεύσει. Το ξεκαθάρισμα θα έδινε στην πολυεπίπεδη
αυτή παράσταση μια πιο ομαλή αναδίπλωση και μια πιο στέρεη συγκρότηση και
πυκνότητα. Ο ορυμαγδός των κατά τόπους παραπανίσιων παραδοξοτήτων την
κερμάτιζαν και ανέκοπταν αναίτια τη φόρα και τη φορά της. Μια πιο δραστική και
εμπλουτισμένη χρήση του αφηγητή ίσως θα έλυνε πολλά από αυτά τα
προβλήματα και θα φόρτιζε περισσότερο τη μεταδραματικότητα του εγχειρήματος.
Κατακλείδα
Σε γενικές γραμμές συμφωνώ με τη σκηνοθεσία που επέλεξε να μη γειώσει το έργο, διατηρώντας την ομίχλη γύρω του. Η ομίχλη
δεν είναι για να μπερδεύει αλλά για να προβληματίζει. Στο κάτω κάτω, για τον
Πέερ όλο αυτό το ταξίδι είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Μαθαίνει για και από τη
ζωή, και όσο μαθαίνει άλλο τόσο απομακρύνεται από το τι νομίζει ότι είναι. Πίσω
από την κρούστα όλης αυτής της «αλλόκοτης» περφόρμανς, βρίσκεται η αμφισβήτηση
του αυθεντικού (της εμπειρίας, της τέχνης, της υποκειμενικότητας).
Με δυο λόγια: μια απαιτητική παράσταση που αξίζει (χωρίς καμιά αμφιβολία) να
δείτε. Μπορεί να έχω τις επιφυλάξεις μου για ορισμένες από τις λύσεις που
προτείνει η σκηνοθεσία, όμως στο σύνολό της πέτυχε να δώσει μια πολύχυμη και
ενδιαφέρουσα, σκηνική εκδοχή αυτού του δύσβατου οδοιπορικού, όπου ο ασταμάτητος
καλπασμός των εικόνων μοιάζει με κινηματογραφικό τρέιλερ επιστημονικής
φαντασίας.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
1/12/2013