Χρόνια τώρα
παρακολουθώ τη θεατρική κίνηση της Θεσσαλονίκης και ποτέ δεν έχω δει τέτοια
μαζική κινητοποίηση γύρω από μια παράσταση. Ούτε στις χρυσές εποχές του Κλυνν
και του Λαζόπουλου. Από παιδάκια νηπιαγωγείου μέχρι γερόντια σε αναπηρικό
καροτσάκι. Όλη η πόλη στο πόδι. Ουρές στα εκδοτήρια από το πρωί.
Δεν υπερβάλλω
λέγοντας ότι όλα τα θέατρα της Θεσσαλονίκης μαζί δεν πρόκειται να συγκεντρώσουν
τον κόσμο που συγκέντρωσε ο Μάρκος Σεφερλής και ο «Σουλεϊμάρκ» του μέσα σε
τρεις εβδομάδες στο «Ράδιο Σίτυ». Δυσκολεύομαι να το εξηγήσω. Σίγουρα δεν
μπορεί να είναι σύμπτωμα της κρίσης (που λέει ότι στις στενοχώριες θέλουμε και
λίγο γέλιο). Κάτι άλλο συμβαίνει. Και αυτό το άλλο έχει να κάνει πρωτίστως με
τον ίδιο το Σεφερλή, ένα χαρισματικό ζογκλέρ του γέλιου και της μεταμφίεσης,
ευφυή, ετοιμόλογο και «ετοιμοπόλεμο», που δείχνει πως ξέρει πολύ καλά ποιους
έχει απέναντί του και τι περιμένουν απ’ αυτόν. Κανείς δεν μπορεί να του
παραβγεί.
Με το «καλησπέρα σας»
φτιάχνει την επιθυμητή ατμόσφαιρα, ώστε να πάρει όλο αυτό το ετερόκλιτο κοινό
με το μέρος του. Υπόσχεται ότι για για τρεις και βάλε ώρες θα είναι ο πλακατζής
και ο καλαμπουρτζής της παρέας. Και αρχίζει να κεντάει. Και καλά κάνει. Το θέμα
είναι με τι νήματα κεντάει. Ιδού το ζητούμενο και ο λόγος της σημερινής
επιφυλλίδας.
Περί
ποιότητας
Πολλοί λένε πως
στο θέατρο δεν μπορείς να έχεις και τα
δύο: και μεγάλη επιτυχία στο ταμείο και σοβαρές ή δύσκολες ιδέες στο έργο. Το
ένα ακυρώνει ή συμπιέζει, στην καλύτερη περίπτωση, το άλλο. Μεγάλο κοινό στην
αίθουσα, μικρές ιδέες στη σκηνή. Συμπέρασμα σίγουρα όχι απόλυτο, αλλά όχι και
παράλογο. Να θυμίσω τον Γκοντάρ που έλεγε ότι, «όταν μια ταινία γίνεται
εμπορική επιτυχία κάποιο λάθος πρέπει να έχει γίνει».
Από την άλλη, ωστόσο,
μπαίνει στη μέση και το ερώτημα: Τελικά για ποιον είναι μια δημόσια τέχνη, όπως
εν προκειμένω το θέατρο; Κι αν είναι για το ευρύ κοινό, πώς γίνεται και την
ιστορία του είδους τη γράφουν έργα και παραστάσεις που απευθύνονται στους
λίγους, τους ελάχιστους (βλ. Μπέκετ, Χάντκε, Χ. Μίλλερ);
Δεν έχω απάντηση ή
τουλάχιστο την απάντηση. Εκείνο που έμαθα από τα διαβάσματά μου και από την
εμπειρία μου ως θεατή είναι ότι η έννοια της ποιότητας αλλά και του εμπορικού
αλλάζουν διαρκώς. Κάτι που παλιά θεωρούσαμε επίφοβης ποιότητας σήμερα μπορεί να
είναι ο απόλυτος δείκτης ποιότητας και το αντίστροφο. Ο Μπομπ Γουίλσον, για
παράδειγμα, ανήκει στην πρωτοπορία, κι όμως «πουλάει» ευρέως (βασική αντίφαση).
Το ίδιο και η Μνουσκίν, οι DV8, ο Πουρκαρέτε, ο Ζόλντακ.
Είναι προφανές πως,
στις μέρες μας, οι σχέσεις υψηλής τέχνης
και εμπορικότητας, όπως και πολλές άλλες σχέσεις (ας πούμε,
αριστερός/δεξιός) έχουν απενοχοποιηθεί
εντελώς. Το θέμα είναι να ξέρει κανείς πώς να διαχειριστεί τη δυναμική, όπως
και τις αδυναμίες, αυτής της ανόμοιας συμβίωσης, για να προσφέρει κάτι χρήσιμο.
Η
ιδεολογία τού τίποτα
Και για να επανέλθω
στον αναμφίβολα χαρισματικό Σεφερλή. Τι έκανε στο «Σουλεϊμάρκ» και σπάει
ταμεία; Αυτό που ξέρει να κάνει καλά: την ανατροφοδότηση της οικείας θεατρικής
εμπειρίας. Μπηχτές δεξιά και αριστερά, γκαγκς, χαριτωμενιές ραντισμένες με
κουκουλωμένα σεξουαλικά υπονοούμενα, μπόλικα γελαστικά σχόλια σχετικά με τη
σωματική εμφάνιση ορισμένων θεατών (τα γνωστά θύματα των επικοινωνιακών του επιθέσεων
—«πώς είσαι έτσι;» κ.λπ), βεβαίως ντραγκ
εμφανίσεις και, κάπου ανάμεσα, παλαιολιθικά χορευτικά. Όλα αυτά, λίθοι, πλίνθοι
και κέραμοι, αποδείχτηκαν αρκούντως πιασάρικα για να απογειώσουν το κοινό.
Δεν έχω κανένα
πρόβλημα με το εύκολο γέλιο. Απλώς δεν κατάλαβα γιατί χρειάστηκε τόσες ώρες για
να μας πει ότι δεν έχει τίποτε να μας πει. Εάν δεχτούμε πως πρώτιστος στόχος
της επιθεώρησης και της stand
up
comedy
είναι να κρίνουν με εύστοχο τρόπο τα κακώς κείμενα, ώστε να αποκτήσουν
διορθωτικό χαρακτήρα, πόση ώρα να υπομένεις τις πλακίτσες και τα τρικ ενός
καλλιτέχνη που κινείται διαρκώς σε μια επίπεδη επιφάνεια και επαναλαμβάνεται
μέχρι σκασμού;
Είπαμε, ταλέντο έχει,
αλλά κατά πως φαίνεται, δεν έχει καμιά διάθεση να το οπλίσει με πιο επικίνδυνα
βέλη και να χαλάσει τη συνταγή. Η τηλεόραση μάλλον του έκανε κακό σε ό,τι αφορά
το περιεχόμενο των κειμένων του. Αλλά του έκανε και καλό (με τραπεζικούς
όρους): μεγάλωσε το φαν κλαμπ του. Δύο δρόμοι εξίσου επικίνδυνοι, γιατί πολύ
εύκολα οδηγούν στο λαϊκισμό και στις όποιες ευκολίες του.
Φυσικά σε δημοκρατία
ζούμε και είναι δικαίωμα του όποιου Σεφερλή καλλιτέχνη να νομίζει ότι έτσι
προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στον πολιτισμό και ότι βοηθά στην αναβάθμισή του,
και μάλιστα σε εποχή κρίσης (με μόλις .....20 περίπου ευρώ). Όπως και δικαίωμά
μου είναι να πιστεύω πως μόνο θλίψη και ανησυχία προκαλεί αυτό το γέλιο του
λαϊκίστικου συρμού. Θα ήταν ευτύχημα εάν επιδίωκε να βγάλει και λίγο γέλιο
αναγνώρισης. Τότε όντως η επιθεώρηση του θα είχε και το πολιτικοκοινωνικό της
στίγμα (που οφείλει να έχει, διαφορετικά δεν έχει λόγο ύπαρξης).
Συμπέρασμα: Εάν σε κάποιες παραστάσεις
αφήνουμε το μπουφάν μας στο βεστιάριο, γιατί δεν θα το χρειαστούμε, σε θεάματα
αλά «Σουλεϊμάρκ» αφήνουμε και το μυαλό
μας. Και όσο αυτός ο διαχωρισμός σώματος-νου δεν ενοχλεί, το σιωπηρό συμβόλαιο
καλλιτέχνη-κοινού και όλο το πολιτισμικό τελετουργικό που εμπερικλείει, θα συνεχίσουν ακάθεκτα τον δρόμο τους,
επαληθεύοντας τη ρήση που λέει ότι η δημοφιλία ενός πολιτιστικού προϊόντος
εξαρτάται άμεσα από τις σχέσεις που έχει με την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη πραγμάτων.
Όσο πιο ακίνδυνο τόσο πιο δημοφιλές.
Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία
1/12/2013