Από
την αρχή, αυτό: ο μονόλογος δεν είναι για όλους. Και ευτυχώς, γιατί έτσι θα …χάναμε
τ’ αβγά και τα πασχάλια. Το ότι έχουμε πενήντα και εξήντα παραστάσεις μονολόγων
κάθε σεζόν, δε σημαίνει και κάτι. Οι περισσότεροι δεν βλέπονται. Γίνονται για
να γίνονται ή γίνονται γιατί δεν κοστίζουν πολλά.
Ο
μονόλογος είναι μια επώδυνη δοκιμασία, που μπορεί πολύ εύκολα να εκθέσει όποιον
είναι ανέτοιμος να τον αντιμετωπίσει. Δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι πολύ
δύσκολο πράγμα η μοναξιά στο σανίδι. Κανείς δεν είναι δίπλα σου να καλύψει
ατέλειες και στραβοπατήματα. Ό,τι κάνεις το εισπράττεις. Για
να μη φτάσει, λοιπόν, εκεί και το μετανιώσει, όποιος αποφασίζει να ρισκάρει πρέπει εν πρώτοις να
σιγουρευτεί ότι επιλέγει το σωστό κείμενο, και εννοώ ένα κείμενο που έχει κάτι
να πει. Δεν αντέχουν όλα τα κείμενα αυτήν την περιπέτεια. Χρειάζεται, επίσης, ένα καλό και ευφάνταστο
σκηνοθέτη, που να γνωρίζει πώς να διαχειριστεί τη σκηνική και επικοινωνιακή
δυναμική του συγκεκριμένου είδους. Τέλος, χρειάζεται αυτογνωσία, δηλαδή ο ίδιος
ο ηθοποιός, έχοντας μετρήσει τις δυνάμεις του, νιώθει ότι είναι σε θέση να
αναμετρηθεί με τη σκηνική του μοναξιά ώστε να βγει νικητής. Όταν δεν συντρέχουν
όλα αυτά ή υπάρχουν μόνο εν μέρει, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Στο διά ταύτα
Στα
ογδόντα λεπτά που διαρκεί η “Βασιλική” της Β. Νικολοπούλου, πολλές στιγμές
διερωτήθηκα γιατί έγινε θέατρο αυτή η νουβέλα; Το ότι ήταν ανάμεσα στα υποψήφια
έργα για το Κρατικό Βραβείο καλύτερου διηγήματος το 2011 δε λέει απολύτως τίποτα.
Κι αν έχουμε δει φτωχά έργα να βραβεύονται, πολλώ δε μάλλον απλώς να
προτείνονται! Οπότε ξεχνάμε αυτή τη σχεδόν διάκριση και πάμε παρακάτω, στο ίδιο
το διήγημα: τι λέει και πώς το λέει;
Ο
καμβάς της ιστορίας έχει ως κεντρικό πρόσωπο τη Βασιλική, που ανακάλυψε τον
έρωτα στα δεκατρία της με τον Φάνη, ο οποίος την αφήνει στα κρύα του λουτρού
δέκα χρόνια αργότερα για κάποιαν άλλη. Αυτή, για να μη χάσει τα λογικά της,
βρίσκει καταφύγιο στο λόγο, ένα λόγο εξομολογητικό και παθιασμένο. Κανένα
πρόβλημα μ’ αυτό. Αλλά ούτε και με όλο
το φροϋδικό bachground
της υπό διάλυση οικογένειας –η μάνα με άλτσχάιμερ, ο αδελφός ένα τεμπελόσκυλο
και ο πατέρα παρών απών. Και λέω ουδέν πρόβλημα μ’ όλα αυτά, με την προϋπόθεση,
βεβαίως, ότι δίνονται με τρόπο που να τα κάνει κατά τι πιο ενδιαφέροντα.
Ιδού,
λοιπόν η πρόκληση. Από τη στιγμή που η Νικολοπούλου κατέληξε σ’ αυτήν την
ιστορία, έπρεπε να είχε σκεφτεί και πώς να τη δώσει, ώστε να έχει λόγο ύπαρξης.
Δεν το ‘κανε. Οι συγκινητικοί τόνοι της αφηγήτριάς της, με τις συνεχείς τραμπάλες
ανάμεσα σε μια παρωχημένη αντίληψη περί ποιητικού λόγου και καθημερινού, κάθε
άλλο παρά κέντριζαν το ενδιαφέρον μας. Σίγουρα πρόδιδαν ευαισθησία, όμως εκτιμώ
πως πιο πολύ πρόδιδαν την αμηχανία της ίδιας της συγγραφέως να μπολιάσει με
ζωηρά και απρόβλεπτα χρώματα μια ιστορία άχρωμη, μπανάλ, μια ιστορία που όποια
εφημερίδα και ν’ ανοίξεις θα πέσεις επάνω της.
Η παράσταση
Εν
πάση περιπτώσει, αυτήν την ιστορία επέλεξε να ερμηνεύσει η Αθηνά Μαξίμου, κάτω
από τις σκηνοθετικές οδηγίες της Λίνας Ζαρκαδούλας. Έχω δει πολλές ετοιμόρροπες
ιστορίες ν’ αποκτούν ανάστημα μέσα από ευφάνταστα ανεβάσματα. Δυστυχώς, δεν
μπορώ να πω το ίδιο και τώρα.
Κατ’
αρχάς, η σκηνοθεσία: ανύπαρκτη, κι εννοώ κυριολεκτικά. Όσο και να την
αναζήτησα, δεν τη βρήκα. Έψαχνα να δω επιλογές που να προδίδουν κάποια άποψη.
Τίποτα. Άσε δε εκείνη η εμμονή να συνοδεύεται η δράση και η εναλλαγή διαθέσεων
με μουσική. Προς τι, αλήθεα; Ας μας πει κάποιος. Εκτός κι αν ο στόχος ήταν να
γίνει το θέαμα κάτι σαν τηλεοπτική σαπουνόπερα. Πράγμα που θεωρώ θεμιτό, φτάνει
να έχει και την ανάλογη (και συνεπή) σκηνική στήριξη. Όπως δόθηκε ήταν ξεκάθαρη
σκηνοθετική αδυναμία που περίπου έλεγε, αφού δεν μπορούμε να δείξουμε με το
σώμα και το λόγο αυτά που θέλουμε, βάζουμε τη μουσική από κάτω για να
πασπαλίσει, να συσκοτίσει και (ελπίζουμε) να συγκινήσει. Έτσι, όμως, δεν
γίνεται παράσταση, αλλά δουλειά του ποδαριού.
Καραμπινάτο φάλτσο
η ερμηνεία
Όσο
για τη Μαξίμου, μπορεί η γενική σκηνική της συμπεριφορά να πρόδιδε καλή τεχνική
κατάρτιση, όμως δεν κατάλαβα προς ποια κατεύθυνση τη διοχέτευε. Όσο φιλότιμο
και να επέδειξε, όσο και να το πάλεψε (δεν της το αρνείται κανείς), για μένα
όλη η ερμηνεία της ήταν ένα καραμπινάτο φάλτσο. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
Κίνηση, φωνητικές κορυφώσεις, σωματικές εκρήξεις και αντιδράσεις. Αλλού ο λόγος
αλλού το σώμα, αλλού το συναίσθημα αλλού το κείμενο. Αστοχίες που αποδυνάμωσαν
εντελώς και την επικοινωνία με την πλατεία.
Όταν
σ’ ένα μονόλογο δεν καταφέρεις να δημιουργήσεις ένα συλλογικό πνεύμα, ένα όλον
μεταξύ σκηνής/πλατείας, την έβαψες. Ο μονόλογος θέλει ατμόσφαιρα παραμυθιού.
Ζητάς από τον κόσμο (την παρέα σου) να κάτσει και να σ’ ακούσει. Απαιτεί εξυπνη
διαχείριση της διπλής υπόστασης του θεάτρου (είμαι και δεν είμαι), έξυπνο
κλείσιμο του ματιού στο θεατή, ένα είδος συνωμοσίας.
Η
Μαξίμου δεν μπόρεσε να κατεβάσει στον κόσμο τα πάθη που την έκαιγαν. Δεν
μπόρεσε να μας κάνει να συναισθανθούμε, να συντελέσουμε διά της φαντασίας μας.
Μιλούσε και βίωνε τα πάντα μόνη της στα όρια του σκηνικού της κόσμου. Κι αυτό
δεν είναι καλό θέατρο. Δεν είναι καν θέατρο.
Συμπέρασμα:
Προτείνω να ξεχάσει ότι έπαιξε ποτέ αυτόν το ρόλο, όπως θα ξεχάσω κι εγώ (ο
θεατής).
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
22/12/2013