O Γιάννης Τσίρος, από τους πλέον ταλαντούχους
θεατρικούς συγγραφείς της νέας γενιάς, έχει κλείσει δέκα χρόνια από την
πρεμιέρα του πρώτου, και βραβευμένου από το Υπουργείο Πολιτισμού, θεατρικού του
έργου Αξύριστα πηγούνια (2004) --με
θέμα τη σωματεμπορία αλλοδαπών γυναικών-- και έκτοτε συνεχίζει να καταθέτει την
έγνοια και την αγωνία του για τα πράγματα που συνθέτουν το μωσαϊκό της σύγχρονης
ελληνικής πραγματικότητας.
Δείχνει να έχει καλά καταλάβει τον κόσμο που ζει, γι΄ αυτό και δεν χρυσώνει το χάπι. Τα μάτια τέσσερα, γραμμένο λίγο πριν τα Δεκεμβριανά του 2008, αποδεικνύεται προφητικό, καθώς θέτει το ερώτημα κατά πόσο όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στους νόμους, κατά πόσο η δικαιοσύνη είναι τυφλή. Ποιος θα ελέγξει την αυθαιρεσία του κράτους, ρωτά; Και ποιος είναι ο ρόλος των τηλεοπτικών μέσων σε αυτό το παμφάγο παιχνίδι της τετραπλής (εξ ου και ο τίτλος) εξουσίας;
Δείχνει να έχει καλά καταλάβει τον κόσμο που ζει, γι΄ αυτό και δεν χρυσώνει το χάπι. Τα μάτια τέσσερα, γραμμένο λίγο πριν τα Δεκεμβριανά του 2008, αποδεικνύεται προφητικό, καθώς θέτει το ερώτημα κατά πόσο όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στους νόμους, κατά πόσο η δικαιοσύνη είναι τυφλή. Ποιος θα ελέγξει την αυθαιρεσία του κράτους, ρωτά; Και ποιος είναι ο ρόλος των τηλεοπτικών μέσων σε αυτό το παμφάγο παιχνίδι της τετραπλής (εξ ου και ο τίτλος) εξουσίας;
Στην Αόρατη Όλγα που ακολουθεί (Εθνικό
Θέατρο, 2012), στο επίκεντρο είναι και πάλι η εκμετάλλευση του αδυνάτου, του
ξένου (και «αόρατου»), όπως είναι, κατά κάποιον τρόπο, και στο τελευταίο του
θεατρικό εγχείρημα με τον τίτλο Άγριος
σπόρος, μια αποκαλυπτική ακτινογραφία μιας κοινωνίας βουτηγμένης στη
σαπίλα, στις μισές αλήθειες, στις προκαταλήψεις και στις περίεργες δοσοληψίες.
Ο αστυνομικός της
περιοχής (ο εκπρόσωπος της εξουσίας), ο Σταύρος, ιδιοκτήτης καντίνας με «SOUVLAKI STA KARVOUNA», παράνομα
σταθμευμένης σε επαρχιακή παραλία, και η νεαρή κόρη του, Χαρούλα,
πρωταγωνιστούν σε ένα κοινωνικό δράμα, όπου για όλα φταίνε κάποιοι άλλοι.
Τοποθετώντας, για άλλη μια φορά, τον ξένο απέναντι, ως το "αντίπαλο",
το «άλλο» δέος, ο Τσίρος, με έξυπνους χειρισμούς, με καλά ρυθμισμένους ελιγμούς
ανάμεσα στα πάθη και τα παθήματα των ηρώων του, τις ημιτελείς προτάσεις και τις
ομιχλώδεις αποδείξεις και αιτιάσεις τους, πυροδοτεί μικρές όσο και έντονες
συγκρούσεις που σταδιακά πυκνώνουν, αποκαλύπτοντας στο εσωτερικό τους άπειρα
καρκινώματα, που συνεχίζουν ακάθεκτα τις παραμορφωτικές μεταστάσεις τους.
Ο Τσίρος ξέρει να
διαχειρίζεται τις απαιτήσεις και τις δυνατότητες του ρεαλιστικού κώδικα. Δεν βιάζεται, δεν
φλυαρεί, και, κυρίως, δεν πολώνει τις καταστάσεις για να κερδίσει, διά της
εύκολης οδού του μελοδράματος, τον δέκτη. Ο λόγος του είναι άμεσος, καθαρός,
ενίοτε σκόπιμα και αποκαλυπτικά βίαιος, αλλά και ποιητικός, υπαινικτικός και
πολυσημαίνον, εκεί όπου χρειάζεται. Με καλά μελετημένη δοσολογία στην
απελευθέρωση των μυστικών της υπόθεσης (πιθανής) δολοφονίας του νεαρού Γερμανού
σε τουριστική παραλία, με σωστές κλιμακώσεις, αποκλιμακώσεις και ξαφνικές
κορυφώσεις, δημιουργεί μια σκηνική ατμόσφαιρα αστυνομικού μυστηρίου που κρατά
τον θεατή σε μια κατάσταση μόνιμης απορίας. Και αυτός θέλει να μάθει τι
γίνεται. Ποιος σκότωσε τον νεαρό Γερμανό; Ή μήπως δεν τον σκότωσε κανείς και
απλώς εξαφανίστηκε; Ποιος θα μας πει τελικά την απόλυτη αλήθεια; Ποιος θα μας
πει πού σταματά το είναι και πού το φαίνεσθαι; Πού το θέατρο και πού η
πραγματικότητα; Όπως είναι διαρθρωμένη η κοινωνία μας, υπάρχει απάντηση; Ιδού
το ερώτημα, που περίπου μας το απαντάει με το ποίημα που κλείνει και το έργο:
«Άγριος σπόρος φύτρωσε—σ’ ακρογιαλιά και βράχο... Χίλιους ανθούς επέταξε—και
άλλα χίλια αγκάθια.... Οι ανθοί μοσχομυρίζανε—τ’ αγκάθια όμως τρυπούσαν....
Χιλιάδες προσπαθήσανε—να τόνε ξεριζώσουν... Μα σα τόνε ξερίζωναν—σκόρπιζαν
χίλιοι σπόροι...»
Με το έργο αυτό ο Τσίρος
δείχνει, για άλλη μια φορά, το οξύ κριτικό και διεισδυτικό του πνεύμα. Μπορεί
να καταγράφει αυτό που βλέπει, όμως δεν είναι ένας απλός φωτογράφος της ζωής, ένας
διεκπεραιωτής εντυπώσεων και ειδήσεων στο πρότυπο ενός κακώς εννοούμενου
τηλεοπτικού νατουραλισμού, αλλά ένας υποψιασμένος παρατηρητής που καταθέτει
βαθιές σκέψεις μέσα από τον καθημερινό λόγο και ασυνήθιστες σκέψεις σε
συνηθισμένες καταστάσεις. Είναι ένας ρεαλιστής της μεταμοντέρνας εποχής, που
ξέρει να δημιουργεί ρωγμές στο φαινομενικά συμπαγές κοινωνικό σώμα, ώστε να
δούμε αυτό που ζούμε και δεν βλέπουμε. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο μοντέρνος
ρεαλισμός του συναντά τον «αντι-ρεαλισμό» του μεταμοντέρνου Μπρεχτ.
Σημ. Εισαγωγή στην έκδοση του
έργου από το University Studio Press (2013).