«Άντρες έτοιμοι
για όλα»: ο ελληνικός τίτλος της διασκευασμένης εκδοχής της βρετανικής ταινίας
«The Full Monty”, σκηνοθετημένης
το 1997 από τον Πήτερ Κατανέο, σε σενάριο του Σάϊμον Μποφόι. Πρόκειται για την ιστορία
έξι ανέργων από το Σέφιλντ, που αποφασίζουν να κάνουν στριπτίζ, ώστε να λύσουν
πιεστικά οικονομικά προβλήματα (κυρίως του ενός εξ αυτών, του Γκαζ). Μάλιστα, είναι
αποφασισμένοι να τα βγάλουν όλα («go full monty”, όπως λένε οι Άγγλοι). Και το κάνουν, με την εμβληματική
συνοδεία του τραγουδιού του Τομ Τζόουνς «You Can Leave Your Hat On”. Το τελευταίο πράγμα που πετάνε είναι το καπέλο τους.
Κοινωνικό σχόλιο
Η ταινία,
μολονότι εμπεριέχει μια γενναία δόση χιούμορ, δεν είναι καθαρή κωμωδία. Είναι
πολλά τα κοινωνικά θέματα που απασχολούν, όπως η ανεργία, σχέσεις
παιδιών/γονιών, η ανικανότητα, η ομοφυλοφιλία, η φτώχεια, η παχυσαρκία, όπως
και η κατάσταση της εργατικής τάξης γενικότερα. Η ταινία γνώρισε μεγάλη (και
αναπάντεχη) επιτυχία, αποφέροντας στους παραγωγούς της κοντά στα διακόσια
εκατομμύρια ευρώ, η μεγαλύτερη έως τότε εισπρακτική επιτυχία του βρετανικού κινηματογράφου,
μέχρι την εμφάνιση του «Τιτανικού» που την ξεπέρασε κατά τρία περίπου
εκατομμύρια. Οι Νεοζηλανδοί συγγραφείς Άντονι Μακάρτεν και Στέφεν Σινκλέρ
ζήτησαν αποζημίωση 180,000,000 λίρες από τους παραγωγούς, με την αιτιολογία ότι
τους έκλεψαν την ιδέα από το έργο τους «Ladies Night», που είχε κάνει περιοδεία
στην Αγγλία λίγα χρόνια πριν. Το θέμα διευθετήθηκε εκτός δικαστηρίων.
Η διασκευή
Η διασκευή των
Ρέππα και Παπαθανασίου φέρει την ευδιάκριτη υπογραφή τους: κάνει το πρωτότυπο φύλλο
και φτερό. Είναι ένας συνδυασμός φάρσας και εγχώριας μπαλαφαρίας. Ανελέητο μπες
βγες, τυποποιημένοι χαρακτήρες, ατακαριστός διάλογος, ρυθμός για λαχάνιασμα,
ανατροπές, παρεξηγήσεις, συγκρούσεις, ανεξέλεγκτες καταστάσεις, αλλά και
φωνακλάδικη συμπεριφορά, υπερβολή, χοντροκομμένο χιούμορ, μπόλικο «ελληναριό», δηθενιά
και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει.
Είναι ένας χώρος
που και οι δύο διασκευαστές γνωρίζουν καλά. Όταν έχουν κέφια και καθαρούς
στόχους, τα πάνε μια χαρά. Ελίσσονται με μαεστρία, καλό αυτοέλεγχο και με οξυμένη
αίσθηση της σκηνικής οικονομίας και του διαλόγου με την πλατεία. Όταν δεν έχουν
κέφια, πέφτουν με τα μούτρα στις ευκολίες τους, οπότε επαναλαμβάνονται μέσα από
σαχλαμαρίτσες μπασκλασαρίας και γίνονται βαρετοί και εντελώς αδιάφοροι.
Στην θεατρική
εκδοχή της βρετανικής ταινίας, που είδαμε στο Θέατρο Κήπου, υπήρχαν και οι δύο
εκδοχές: υπήρχαν οι καλοί διασκευαστές που έβγαζαν το αβίαστο γέλιο, το
δικαιολογημένο από τις καταστάσεις, το ζωηρό και σπινθηροβόλο και οι κακοί (που
υπερτερούσαν) οι οποίοι, όταν τους τελείωναν τα τρικ που έβγαιναν κατευθείαν
από το στόρι, τραβούσαν τις καταστάσεις από τα μαλλιά (έντονες κινήσεις,
ακατάσχετη πολυλογία, σκηνική υπερδραστηριότητα, γενικώς μπαλαφαρία) ώστε να
βγάλουν κι άλλο γέλιο (και εννοείται….ταμείο)..
Παρακάτω:
Και λέω εγώ,
εντάξει γελάσαμε και με τα έξυπνα και με τα κιτσάτα. Παρακάτω; Και τι έγινε, εν τέλει, που το πρόβλημα της
ανεργίας μεταφέρθηκε από το Σέφιλντ στην Ελλάδα του μνημονίου; Μας διαφώτισε;
Μας ευαισθητοποίησε σε κάτι; Μπορεί όλα όσα βιώνουν οι ήρωες του έργου να είναι
σύμπτωμα της οικονομικής κατάστασης, όμως εμείς, ως θεατές, τι παίρνουμε μαζί
μας πέρα από την ανάμνηση ενός γελαστικού δίωρου; Η διασκευή ανέδειξε κάτι; Ας
πούμε, την καρδιά αυτών των ανθρώπων; Όχι βέβαια. Μένουμε συναισθηματικά και
κοινωνικά αμέτοχοι στο δράμα τους. Το μόνο που μας κόφτει είναι η επόμενη γκάφα
τους και η επόμενη ανατροπή ώστε να (ξανα)γελάσουμε. Και αυτό παραποιεί εντελώς
και το πνεύμα και τους στόχους της ταινίας, η οποία, να σας θυμίσω, συλλαμβάνει
και αποδίδει το κλίμα της δεκαετίας των 1980s, όταν μια γενιά
ανδρών αντιλαμβάνεται ότι η δουλειά που νόμιζαν ότι θα έχουν για μια ζωή
χάνεται, και ότι καταλήγουν στα αζήτητα. Αυτοί οι άνθρωποι εργασιακά
παροπλίζονται, γιατί ακριβώς ο κόσμος αλλάζει προς το χειρότερο. Δεν υπάρχουν ήρωες
σ’ αυτήν την ιστορία και κυρίως δεν υπάρχουν γελωτοποιοί (σαν κι αυτούς που
είδαμε). Υπάρχουν άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που παλεύουν να τα καταφέρουν.
Άτομα που οι καταστάσεις τους έκλεψαν την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια. Και
αυτοί δικαιούνται της συμπάθειάς μας.
Πάντως, ο κόσμος
δεν έδειξε με τις αντιδράσεις του ότι ήθελε κάτι παραπάνω από αυτό που πήρε: φούμαρα
και κοπανιστό αέρα. Εξ ου και το θερμό χειροκρότημα
στην υπόκλιση των ηθοποιών, οι οποίοι, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν
ήταν κακοί σ’ αυτό που κλήθηκαν να υπηρετήσουν. Έπαιξαν καθαρά και με καλά
πατήματα στα όρια του είδους της φάρσας και της μπαλαφαρίας. Μπήκαν βγήκαν,
έπεσαν, σηκώθηκαν, ίδρωσαν, μας μίλησαν για βυζιά, κώλους και αχαμνά, και, εν
μέσω φωτιστικών και ηχητικών εφέ, πέταξαν τα ρούχα τους, έβαλαν και το καπέλο
τους μπροστά στα γεννητικά τους όργανα και αποχώρησαν.
Ονομαστικά:
Πηγή γέλιου ο καφετζής
του ικανού στο είδος Κώστα Κόκλα, αλλά και ο ταξιτζής και ο φούρναρης των επίσης ικανών και έμπειρων
Θανάση Ευθυμιάδη και Κώστα Ευριπιώτη. Σε
μια ευθεία με τη σκηνοθεσία των Ρέππα/Παπαθανασίου ο δημοτικός υπάλληλος του
Γιάννη Τσιμιτσέλη και ο φοιτητής του Μάνου Ιωάννου, όπως και οι γυναίκες του
οικογενειακού τους κύκλου, Μαίρη Σταυρακέλλη, Ευαγγελία Μουμούρη, Πηνελόπη
Αναστασοπούλου, Μαρία Φιλίππου και Νίκη Λάμη,.
Το σκηνικό της
Μαίρης Τσαγγάρη χωρίς σχολιαστική δύναμη. Ήταν εκεί απλώς για να βοηθά στις εισόδους
και εξόδους.
Συμπέρασμα: μια φαρσοκωμωδία
που είχε άμεση ανάγκη από φωτοσκιάσεις και γκρίζες ζώνες για να έχει λόγο
ύπαρξης και πέρα από το γέλιο και τις μπαρούφες.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
22/09/2013