Όταν ο Aρτώ μιλούσε για “θέατρο της
σκληρότητας”, σίγουρα δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα φτάναμε στο σημείο, ογδόντα
χρόνια αργότερα, να παρακολουθούμε από την τηλεόραση το αποτρόπαιο θέαμα του
αποκεφαλισμού ομήρων από μουσουλμάνους φανατικούς ή την καταστροφή τεράστιων
κτηρίων με χιλιάδες θύματα. Όμως, έχει αποδειχτεί ότι και η τρομοκρατία έχει
ανάγκη το θέατρό της, όπως το έχει άλλωστε και η ζωή.
Όρια
θεατρικότητας
Tο θέμα είναι πόση δόση
θεατρικότητας αντέχει η ζωή για να εξακολουθήσει να λέγεται ζωή και όχι
θάνατος; Γιατί ξέρουμε ότι, από τη στιγμή που το προσωπείο της θεατρικότητας
(το “άλλο” και το “αλλού” της αναπαράστασης) ταυτιστεί απόλυτα με το πρόσωπο,
τότε έχουμε πια μπει στη ζώνη υψηλότατου κινδύνου, καθώς καταργείται η εγγενής
διττότητά του θεατρικού σημείου και στη θέση της εγκαθίσταται κάτι που είναι
“σαν θέατρο”, όμως δεν είναι καθόλου θέατρο, απλώς «θεατρινίζει».
Eκείνο που φοβίζει πιο πολύ είναι
ότι στις μέρες μας ολοένα και περισσότερες βίαιες πράξεις σχεδιάζονται και
στήνονται μπροστά στις κάμερες δίκην περφόρμανς, προσφέροντας άρτον και θέαμα
σε εκατομμύρια πειναλέους εικονολάγνους πολίτες. Πρόκειται για δρώμενα που
αντλούν το λαϊκό τους εκτόπισμα από ένα δεδομένο της περφόρμανς που λέει (με
μαρξιστικούς όρους) ότι η αποτελεσματικότητα του όποιου (ανα)παραστάσιμου
γεγονότος είναι ανάλογη με το κόστος, οικονομικό και κυρίως ανθρώπινο. Σε πολύ
απλά ελληνικά σημαίνει ότι, όσο πιο ρεαλιστικό και τρομαχτικό είναι τόσο το
καλύτερο. O
τρόμος που αναδύεται μέσα από την εικόνα είναι το στοιχείο εκείνο που
υπογραμμίζει και τη θεατρικότητα της πράξης και την εμπορευσιμότητά της.
Όπως ήταν κάποτε τα μεγάλα
μελοδράματα του 19ου αιώνα –όπου όσο
πιο ακραία ήταν τα συναισθήματα, όσο πιο πολλά τα πτώματα, τα ορφανά, οι
εγκαταλειμμένες νέες και οι ραγισμένες καρδιές, τόσο πιο γεμάτα τα ταμεία– έτσι
και τώρα: ο κόσμος αγαπά την τραγωδία, εφόσον δεν την “πληρώνει” ο ίδιος. H ευτυχία των άλλων δεν πουλάει.
Πουλάει, ωστόσο, η δυστυχία που τους χτυπάει. Kαι η θεατροποίηση της βίας
(σωματικής ή άλλης μορφής) εμπίπτει σε αυτή τη λογική της επιτελεστικής
δυστυχίας, η οποία, ελέω τηλεόρασης και ίντερνετ και των σχέσεων που έχουμε, ως θεατές, αναπτύξει
με τον χώρο και τον χρόνο, έχει αποκτήσει μια αποϋλοποιημένη φυσιογνωμία, η
οποία, ναι μεν αρχίζει από κάπου, στην πορεία όμως διαχέεται παντού. Το πώς θα
την εισπράξει κάποιος και θα την ανασημασιολογήσει, είναι θέμα προσωπικό.
Δίδυμοι
πύργοι
Πάρτε, για παράδειγμα, την
επίθεση εναντίον των Δίδυμων Πύργων στη Nέα Yόρκη, ακριβώς δώδεκα χρόνια πριν,
ένα γεγονός που ήταν και η αφορμή αυτής της επιφυλλίδας. Eίχε μια μοναδικότητα: δεν θα
μπορούσε να γίνει πουθενά αλλού, υπό την έννοια ότι ήταν εξαρχής μία βίαιη
πράξη ειδικά σχεδιασμένη για την Aμερική, με στόχο να τη δει και να
τη φοβηθεί πρώτα ο ντόπιος και μετά όλος ο κόσμος. Ήταν μια πραξη που χτύπησε
στη Νέα Υόρκη, δηλαδή στο λίκνο της υλιστικής εκδοχής του αμερικανικού ονείρου
(με τη Βοστώνη των Πουριτανών να συμβολίζει την πνευματική του διάσταση).
Συνθλίβοντας τους Πύργους, οι τρομοκράτες έσπασαν τη βιτρίνα ενός ιδεολογήματος
και έθεσαν εν αμφιβόλω ακόμη και την έννοια της εθνικής ταυτότητας.
Με άλλα λόγια, από την επιλογή
του στόχου μέχρι την επιλογή του τρόπου, όλα είχαν σχεδιαστεί με βάση θεατρικά
υλικά. Θα τολμούσα να ονομάσω το όλο εγχείρημα grand spectacle με προδιαγραφές grande guignol, αλά Χόλιγουντ. Eκείνο που πέτυχαν οι τρομοκράτες
ήταν να δώσουν τόσο γιγαντιαίες διαστάσεις στο επινοημένο θέαμά τους, που
έκτοτε τους εξασφάλισε άπειρες τηλεοπτικές επαναλήψεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη
της Γης.
Aν και εναντίον του θεάτρου (ένεκα
θρησκευτικών πιστεύω), κατάφεραν να στήσουν το μεγαλύτερο εμπορικό θέαμα στην
ιστορία της Aμερικής.
«Έπαιξαν» θέατρο, που δεν ήταν καθόλου θέατρο, κι όμως καταναλώθηκε σαν θέατρο.
Kαι
δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, εάν αναλογιστεί κανείς τη μοναδική
ικανότητα της αμερικανικής κουλτούρας να μετατρέπει και την πλέον επικίνδυνη
θέση σε συμπληρωματικό στοιχείο των επιτελέσεων του δικού της συστήματος,
αποκόπτοντας το σημαίνον από τα πιθανά (και επικίνδυνα) σημαινόμενά του, ενισχύοντας
έτσι και τη θεατρικότητά του. Kαι
αυτό ακριβώς έγινε με την επίθεση στους Πύργους.
H συνεχής τηλεοπτική επανάληψη των
εικόνων καταστροφής απομάκρυνε το ίδιο το θέμα από το πραγματικό κοινωνικό και
ιδεολογικό του περίβλημα, ενισχύοντας τη θεαματική, ήτοι την “άλλη” (τη
χολιγουντιανή), διάστασή του και αυτόματα την εμπορευματική δυναμική του. Αρκουδάκια
ντυμένα πυροσβέστες, μπρελόκ με την αμερικανική σημαία και ο αετός (το απόλυτο
εθνικό σύμβολο) με δάκρυα στα μάτια γέμισαν την αγορά, πυρπολώντας τον
πατριωτικό και καταναλωτικό ζήλο των πολιτών.
Κι ενώ η αγορά αντιδρούσε με τα
δικά της μέτρα και σταθμά, στα πανεπιστήμια φούντωνε η αγοραπωλησία θεωρητικών
θέσεων, σε μια προσπάθεια να μετατραπεί η τραγωδία σε θεωρία, και από κει σε
θέατρο του παραλόγου και η θεατρικότητα σε αυτοσκοπό, δηλαδή χωρίς τα αναγκαία
σημαινόμενά της που λειτουργούν και ως πλαίσιο ελέγχου.
Με δυο λόγια, αυτό που συνέβη
στις 11 Σεπτεμβρίου μπορεί, πέρα από αποκρουστικό, να φάνταζε εντελώς απίθανο,
μόνο που το απίθανο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά, εν τέλει, αντικείμενο της ήδη
διαμορφωμένης φαντασίωσής μας. Ο κόσμος εισέπραξε, κατά έναν διαβολικά
σκηνοθετημένο τρόπο, ό,τι φανταζόταν ή γνώριζε από τις ταινίες του Χόλιγουντ (τύπου,
«Blade Runner», «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» κ.ά).
Με μια διαφορά: Η σκόνη που
σκόρπισε η κατάρρευση των Πύργων τον έβαλε κυριολεκτικά στην έρημο του
πραγματικού. Κι αυτό ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη.
Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία
22/09/2013