Τα τελευταία
χρόνια οι θεατρικές στήλες σε όλο το θεατρικά ανεπτυγμένο κόσμο έχουν
συρρικνωθεί κοντά στο 50%. Πέρα από το κλείσιμο πολλών εντύπων, κριτικοί
βγαίνουν στη σύνταξη ή εγκαταλείπουν αλλά δεν αναπληρώνονται ή αναπληρώνονται
από άτομα τα οποία εργάζονται συνήθως χωρίς αμοιβή, με μοναδική ικανοποίηση το
γεγονός ότι μπορούν να έχουν κάποιο λόγο στα θεατρικά πράγματα του τόπου τους.
Μάλιστα,
έχουμε περιπτώσεις όπου ακόμη και χωρίς αμοιβή στο τέλος τους διώχνουν, όχι γιατί
δεν γράφουν καλά, αλλά γιατί, με την κυριαρχία της λογικής της παγκοσμιοποίησης
και της ομοιομορφίας στη διάχυση των ειδήσεων, ένας πολύ ειδικός χώρος, όπως η
κριτική (που κάθε άλλο παρά την ομοιομορφία υποστηρίζει, εφόσον είναι μια
κριτική που σέβεται τον εαυτό της), προφανώς και δεν ενδιαφέρει, όπως δεν
ενδιαφέρει σοβαρά και ο πολιτισμός γενικότερα. Ζούμε την εποχή της γρήγορης
ενημέρωσης. «Δείτε αυτό». «Όχι αυτό». Αστεράκια από δω, κουπόνια από κει. Fastfood. Fast forward. Το στιλ γραφής που πουλά. Στιλ χωρίς ανάσες.
Κριτική σε κίνδυνο
Σ’ έναν κόσμο, λοιπόν, όπου όλα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα, σ’ έναν κόσμο
όπου όλα είναι εν δυνάμει αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, τι διαθέτει άραγε
προς «πώληση» η θεατρική κριτική που να ενδιαφέρει έναν εργοδότη και/ή
αναγνώστη και που να μη μπορεί να το βρει αλλού; Παλιό το ερώτημα, αλλά πιο
έντονη η αγωνία σήμερα. Εξ ου και τα απανωτά διεθνή συνέδρια (τρία πέρσι και
δύο φέτος), με θέμα αυτό ακριβώς: η κρίση της κριτικής στην εποχή των social media.
Κάποτε οι απόψεις των θεατρικών κριτικών ήταν θέμα έντονων συζητήσεων, όχι
γιατί ήταν καλύτερες ή τολμηρότερες από τις σημερινές, αλλά γιατί η ίδια η
ιεράρχηση των πραγμάτων τους έδινε χώρο να υπάρχουν στο κέντρο του πολιτισμού.
Στις μέρες μας, η πολιτιστική βιομηχανία, με τις επικοινωνιακές λύσεις που
προσφέρει, έχει μετατρέψει τη σοβαρή θεατρική κριτική σε κάτι «αόρατο» ή,
μάλλον καλύτερα, σε κάτι «εξωτικό» (άρα ξένο), που ολοένα και λιγότεροι έχουν
την υπομονή ή και την περιέργεια να διαβάσουν. Ακόμη και οι ίδιοι οι
καλλιτέχνες δείχνουν να μην πολυσκοτίζονται, υπό την έννοια ότι δεν την έχουν
και τόσο ανάγκη. Υπάρχουν πολλές εναλλακτικές πηγές, και μάλιστα πιο μαζικές,
από τις οποίες παίρνουν αυτό που επιθυμούν, δηλαδή την κρίση του κοινού, που
πλέον έχει τη δυνατότητα συμμετοχής στην
παραγωγή (ή διαμόρφωση) των πολιτιστικών προϊόντων.
Συμμετοχική κριτική
Πρόκειται για ένα «παιχνίδι» που
θέλγει, κυρίως τους νέους, γιατί είναι μέρος του κοινωνικού τους Εγώ, της
προσωπικής τους περφόρμανς. Οι σημερινοί θεατές αντιλαμβάνονται την έννοια της
συμμετοχής με το δικό τους τρόπο. Και την έμαθαν πρώτα από την τηλεόραση. Όπως
μια εκπομπή τύπου Big Brother, για παράδειγμα, κάνει το δέκτη να νιώσει ότι συν-δημιουργεί μέσα από το
τηλεφώνημά του, έτσι γίνεται και με τη διαδικτυακή κριτική. Ενθαρρύνοντας τη
συμμετοχή του χρήστη, τον κάνουν να νιώσει ανεξάρτητος, δημιουργικός. Καλώντας τον να γίνει κριτικός στη θέση των κριτικών, στην
ουσία του ζητούν να ακυρώσει τον διάλογο
ανάμεσα στον ειδικό και το κοινό, και να τον επανεκκινήσει μαζί μ’ εκείνους
που είδαν την παράσταση ή θέλουν να τη δουν και το κουβεντιάζουν διαδικτυακά
μεταξύ τους (συχνά σε ατμόσφαιρα παρέας και πλάκας).
Με τη δυνατότητα παρέμβασης δεδομένη, οι κατά φαντασία ελεύθεροι κριτικοί-χρήστες
του διαδικτύου, ελέγχουν, μεταξύ άλλων, τον «παραδοσιακό» κριτικό (με
παραδοσιακό εννοώ τον κριτικό που επιμένει να γράφει πιο «ειδικά» και «δύσκολα»
κυρίως σε μια εφημερίδα), ότι ακολουθεί ένα δρόμο ελιτίστικο, χωρίς να λαμβάνει
υπόψη τις αλλαγές που παρατηρούνται τόσο στο γούστο όσο και στην επικοινωνιακή
φιλοσοφία του νέου κοινού. Άποψη που, βεβαίως, δεν περιορίζεται μόνο ανάμεσα
στους Έλληνες χρήστες. Είναι πολύ πιο διαδεδομένη σε τεχνολογικά πιο
ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Αμερική και η Αγγλία, χώρες που βίωσαν στο πετσί
τους την κυριαρχία των κριτικών. Σας θυμίζω ότι στο Broadway και στο West End (δευτερευόντως), η αρνητική κρίση, προερχόμενη από κριτικούς δύο-τριών μεγάλων
εφημερίδων, ήταν αρκετή να κατεβάσει μια παράσταση. Όχι πια, ή όχι τόσο. Οι
καιροί άλλαξαν. Και από μια άποψη, ίσως και καλύτερα. Γιατί, το να μπορεί
κάποιος να κατεβάσει μια παράσταση, επειδή βρίσκεται σε θέση ισχύος, κάθε άλλο
παρά υγιές είναι. Τώρα, βέβαια, πήγαμε στο άλλο άκρο.
Ζούμε την εποχή μιας περίεργης δημοκρατίας του Εγώ, η οποία δίνει στους
πάντες τη δυνατότητα να έχουν λόγο στα κοινά, εννοείται κατά μόνας και εν πλήρη
ακινησία (μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή). Και όσο η πολιτιστική βιομηχανία θα
έχει ανάγκη το πορτοφόλι του καταναλωτή, θα συνεχίσει να τον πολιορκεί,
βελτιώνοντας τις πλατφόρμες συμμετοχής και ενισχύοντας παράλληλα την
ψευδαίσθηση της ελεύθερης έκφρασης.
Ο σύγχρονος κριτικός
Τι μπορεί να κάνει ο σύγχρονος κριτικός, μπροστά σ’ αυτές τις καταιγιστικές
αλλαγές; Εφόσον θέλει να είναι μέσα στα πράγματα και να επηρεάζει (αυτό το
ελάχιστο, πλέον), πρέπει να είναι σε μια κατάσταση μόνιμης «μετα-κίνησης» και
ενημέρωσης. Οι καιροί είναι τόσο ευμετάβλητοι, απρόβλεπτοι και πολύπλευρα
καλωδιωμένοι, που μόνο ένας κριτικός-νομάδας (όπως τον περιέγραψαν οι Ντελίζ
και Γκαταρί), που πορεύεται απορώντας διαρκώς ως προς τον κοινωνικό του ρόλο και
το αντικείμενο της κρίσης του, μπορεί να βρίσκεται κοντά στις ταχύτατες εξελίξεις
και να τις κρίνει. Ένας κριτικός που έχει αποδεχτεί το γεγονός ότι, από τη
στιγμή που έχει καταρρεύσει η συγκεντρωτική λογική των χρόνων της
μοντερνικότητας, η οποιαδήποτε απόλυτη κρίση (του στιλ είτε/είτε), ούτε μπορεί
να πείσει, μα ούτε και να δικαιώσει το αντικείμενο της κρίσης.
Κυριακάτικη
Ελευθεροτυπία
26/01/2014