Δεν
πολυεμπιστεύομαι το δραματικό ρεαλισμό (και δη τον ηθογραφικό) ως εργαλείο
σχολιασμού της πραγματικότητας για έναν απλούστατο λόγο: η πραγματικότητα είναι
πολύ πιο «αόρατη» και «άπιαστη» από ό,τι μπορεί να αποτυπώσει η φωτογραφική
ματιά του καλλιτέχνη/παρατηρητή. Σχολιάζοντας, πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, το
έργο «Ο Έβρος απέναντι» είχα πει ότι
οι συγγραφείς του, Ρέππας/Παπαθανασίου, θα
πετύχαιναν περισσότερα εάν ήταν πιο διεισδυτικοί, λιγότερο τηλεοπτικοί και
εύκολοι στις επιλογές τους. Είναι ένα ευφυές και ικανό δίδυμο, που θα μπορούσε
να χαρίσει στο ελληνικό θέατρο σπουδαία έργα, εάν αποφάσιζε ν’ αφήσει για λίγο
το δέλεαρ του ταμείου και του μεγάλου κοινού και επένδυε σε μια ποιότητα άλλου
τύπου και άλλης στάθμης.
Ρεαλιστικό
παίξιμο
Εν
πάση περιπτώσει, δεν προτίθεμαι να σχολιάσω ξανά το κείμενο, επαναλαμβάνοντας
αυτά που έχω ήδη πει. Στέκομαι στην παράσταση του ΚΘΒΕ, την οποία ο σκηνοθέτης
Γ. Κωνσταντίνου είδε σαν ένα καραμπινάτο δράμα ηθογραφικών slides, που φώναζαν από
μακριά ένα ναρκισευόμενο αναπαραγωγικό κατοπτρισμό μας (μια ματιά στο σκηνικό
αρκεί). Πίστεψε σ’ αυτήν τη δοσμένη (συγγραφική) τάξη, όπως πίστεψε και στην
ικανότητα των ηθοποιών να τα βγάλουν πέρα, και πορεύθηκε αναλόγως.
Επιστρατεύοντας
στοιχεία της τεχνικής που γνωρίζουν καλύτερα, δηλαδή, του σκηνικού
(στανισλαφσκικού) ρεαλισμού, οι ηθοποιοί της διανομής μπήκαν στο κείμενο με
καθαρό μυαλό και έχτισαν επάνω στις συγκρούσεις και τα διλήμματά του ένα κόσμο
οικείο. Η παράστασή τους άρχισε εκπέμποντας έντονες τηλεοπτικές αναθυμιάσεις, σιγά
σιγά όμως (ευτυχώς) πύκνωσε τη θεατρικότητά της, ενίσχυσε την αμεσότητά της και
απελευθέρωσε την εύφλεκτη ύλη του δράματος των τεσσάρων εγχώριων λούζερ και του ξένου «εισβολέα».
Οι
Βασίλης Σεϊμένης και Γιάννης Χαρίσης επέδειξαν καλή χημεία, ύφος και πάθος. Επένδυσαν
στο ρημαγμένο τους βιος φέτες ζωής, με καλά δουλεμένες υποκριτικές επιλογές, με
όπλο μια γλώσσα γρήγορη, κοφτή, παθιασμένη, γεμάτη με τα ηχοχρώματα της
στρεβλής φιλοσοφίας που έχουν για τον κόσμο. Με έπεισε ο κυτταρικός ρεαλισμός
τους. Δεν ψεύτισε τις συγκρούσεις και τις συμπιεσμένες νευρώσεις τους. Λειτούργησε
ακαριαία.
Και
το θηλυκό δίδυμο, Μαριάννα Παπασάββα και Λίλιαν Παλάντζα, εντός κλίματος, αλλά με
πιο βραδυφλεγείς αντιδράσεις, κυρίως στο πρώτο μέρος, όπου η Παπασάββα έδειχνε
σαν να μην πολυπίστευε στο ρόλο της. Περιγραφική και εξωτερική, σπατάλησε χρόνο
ψάχνοντας τις άκρες της σκηνικής της παρουσίας. Στην πορεία, όταν χαλάρωσε και έγινε
πιο πολύ ο χαρακτήρας, έβγαλε περισσότερους χυμούς ζωής από τη Γιάννα (με
καλύτερη στιγμή το τρυφερό τετ ατ τετ της με τον Κούρδο μετανάστη). Η Παλάντζα
είχε τη Μίνα εξαρχής, με την είσοδό της. Έκανε γκελ.
Όσο
για τον «ξένο» Δημήτρη Μορφακίδη, του αξίζουν τα περισσότερα εύσημα. Τη
γλωσσική αλαλία του Σερχάτ κατάφερε να πυκνώσει με την κίνηση, την πόζα, τους
βρυχηθμούς. Με θαυμάσια ορθοφωνική και σωματική ευκαμψία έδειχνε να νιώθει στο
πετσί του το ποιόν των εντάσεων που έβγαλε στην επιφάνεια η «εισβολή» του στο
σπίτι των δύο ζευγαριών.
Συμπέρασμα:
μια ηθογραφική παράσταση, με απόλυτους πρωταγωνιστές τους ηθοποιούς. Το παίξιμό
τους μας έδειξε το μαύρο μέσα μας. Δείτε την.
Μια ενδιαφέρουσα
πόρνη
Από
την αρχή αυτό: το κείμενο του Αντώνη Τσιπιανίτη «Η πόρνη από πάνω» (2011) αλιεύει
ιδέες από τη δεξαμενή των έμφυλων συγκρούσεων, χωρίς όμως να λέει κάτι
καινούριο. Σχηματοποιώντας τη σύγκρουση του Ελληναρά συζύγου και της άβουλης
συζύγου (υπάρχουν ακόμη αυτά τα στερεότυπα;), καταλήγει σε μια στρατιωτικού
τύπου παράταξη --εδώ το θύμα, εκεί ο θύτης-- δίχως ωστόσο καμιά ανασύνθεση (ή
αποδόμηση, αν προτιμάτε) των αιτιατών και των αιτίων. Επιλογή αισθητικά και
ιδεολογικά επικίνδυνη, υπό την έννοια ότι εύκολα μπορεί να οδηγήσει στο φτηνό τηλεοπτικό
μελόδραμα. Κι αν τελικά αποφεύγεται, είναι γιατί κάτω από το σώμα της κιτρινισμένης
αφήγησης ρέει (ευτυχώς) φλέβα έξυπνου και ενίοτε ανατρεπτικού χιούμορ, που κάθε
τόσο δίνει ανάσες ζωής στον ασθμαίνοντα ηθογραφικό συναισθηματισμό, χαλαρώνει
τα γερασμένα κλισέ της σύγκρουσης των φύλων και αφήνει τη ζωή της εκ Πρεβέζης Ερατούς
να αναδειχτεί.
Η
ιστορία αρχίζει από το τέλος. Η Ερατώ μόλις επιστρέφει από την κηδεία του αστυνομικού
άνδρα της, τον οποίο μαθαίνουμε ότι πάτησε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο, όταν εκείνος
κατευθυνόταν σε γνωστό στριπτιζάδικο για τα περαιτέρω. Με ύφος νηφάλιο και με
το θεατή διαρκώς στο περισκόπιό της, αφηγείται τη ζωή της μαζί του, πως τον
γνώρισε στη γενέτειρά της και τον παντρεύτηκε, πιστεύοντας πως έτσι θ’ απελευθερωθεί
από την καταπίεση του πατέρα, μόνο που στο πρόσωπό του θα βρει έναν καινούριο
δυνάστη.
Η σκηνοθεσία του Σταμάτη Πατρώνη ήταν απλή και
απόλυτα «κειμενοκεντρική». Εστίασε στις κλιμακώσεις του έργου, στα δραματικά
και γελαστικά στοιχεία, έχοντας ως εκτελεστή την εξαιρετική Κατερίνα Διδασκάλου.
Καμιά σχέση με τη γνώριμη τηλεοπτική περσόνα, τη μοιραία, την ερωτική. Εδώ εμφανίζεται
τσαλακωμένη. Μ’ ένα λουκ διόλου κολακευτικό, απόλυτα ενταγμένη στην ατμόσφαιρα
της αφήγησης, αρκούντως ειρωνική εκεί όπου το ζητούσε το ύφος του κειμένου και συναισθηματική
αλλού, διέγραψε ανάγλυφα τον τύπο της Ερατούς (και του απόντος-παρόντος
συζύγου, βεβαίως) χωρίς υπερβολές, υστερίες και καινοφανείς εκπυρσοκροτήσεις. Ο
λόγος της στόχευε διαρκώς στο μεδούλι, ανατέμνοντας την πεμπτουσία της απατηλής
φωτογραφίας, που πάντα κάποιος το πληρώνει όταν πιστέψει στα φούμαρα και τις
υποσχέσεις (όπως εν προκειμένω αυτή). Γι’ αυτό και αντιμετωπίζει το θάνατό του
ως το δικό της διαβατήριο στο φως. Βάφεται και φεύγει. Η ζωή τώρα αρχίζει.
Συμπέρασμα:
ανεπιφύλακτα δείτε την Κατερίνα Διδασκάλου σ’ ένα προσωπικό ρεσιτάλ. Ό,τι
καλύτερο έχει καταθέσει μέχρι τώρα.
Αγγελιοφόρος
της Κυριακής
4/01/2014