Βρήκα και εύστοχο και χρήσιμο το αφιέρωμα της
Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στο Δημήτρη Δημητριάδη. Εύστοχο γιατί η ποιότητα
της δουλειάς του εκ Θεσσαλονίκης συγγραφέα δικαιούται μια τέτοια διάκριση και
χρήσιμο γιατί έδωσε την ευκαιρία στους φίλους του θεάτρου να έχουν μια πιο
συνολική εικόνα του έργου του, ενός έργου που σαφώς διαφέρει από οποιουδήποτε
άλλου δραματικού μας συγγραφέα.
Από την αρχή της συγγραφικής του καριέρας, στα μέσα
της δεκαετίας του 1960, ο Δημητριάδης ακολούθησε ένα δρόμο αρκετά μοναχικό όσο
και διαφορετικό. Την εποχή που οι σύγχρονοι του εστίαζαν τις κεραίες τους στην
όσο γίνεται πιο πιστή αναπαραγωγή του πραγματικού κόσμου, αυτός έπαιρνε τις
αποστάσεις του από τις πρακτικές της εγχώριας νεοηθογραφίας, σε αναζήτηση άλλων
κωδίκων αναπαράστασης, πιο φιλόξενων στα σλάλομ της φαντασίας του και, βεβαίως,
στον τρόπο που ο ίδιος έβλεπε την ελληνική (και όχι μόνο) πραγματικότητα και
την αγία της οικογένεια.
Βαθύτατα επηρεασμένος από τη γαλλική κουλτούρα (δεν είναι άλλωστε τυχαίο
που πολλά έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά), θα μεταφέρει στα Ελληνικά
Γράμματα την ιδιαίτερη αγάπη των Γάλλων για τη γλώσσα και τις ποικίλες (παιγνιώδεις)
στρωματώσεις της.
H
ομορφιά που απελευθερώνει η γραφή του έγκειται εν πολλοίς σ' αυτήν ακριβώς την
ιδιόμορφη φορά της, η οποια περνά από το ένα επίπεδο στο άλλο, κάνοντας ένα
συνεχές ζίγκ ζαγκ ανάμεσα σε σώματα, εικόνες, ιδέες, αλλά και ιστορικές εποχές,
για να καταλήξει σ’ ένα θέατρο pastiche, όπου όλα συν-τελούν, ακολουθώντας τους
νόμους της δικής τους υβριδικής θεατρικότητας. Ένα θέατρο που σε αναγκάζει να
διερωτάσαι διαρκώς ποιος υποτάσσει ποιον; Η γραφή το δημιουργό ή ο δημιουργός
τη μετα-γραφή; Η λέξη τον ομιλητή ή ο ομιλητής τη λέξη;
Δοκιμάζοντας τα όρια
Όλο το έργο του Δημητριάδη είναι μια δοκιμασία με τα όρια: τα όρια της
επιθυμίας, της γραφής, της θεατρικότητας και της πραγματικότητας. Σαν ένας
σύγχρονος Οδυσσέας του Λόγου, τσαλαβουτά σε λέξεις και περι-φέρεται αναζητώντας
την «Άγνωστη αρμονία του άλλου αιώνα» (1992), την Ιθάκη του. Και καθώς την
αναζητεί περνά διαδοχικά από διάφορα Εγώ που «είναι» σε διάφορα Εγώ που «φαίνονται»,
από σώματα που πάσχουν σε σώματα που πράττουν, από τόπους εδώ σε τόπους αλλού
(που είναι και το θέατρο).
Όπως
στην περίπτωση του μιλλερικού Άμλετ στη «Μηχανή
Άμλετ» και των μπεκετικών λακέδων στο «Περιμένοντας
τον Γκοντό», έτσι κι εδώ τα δραματικά πρόσωπα-επιτελεστές του Δημητριάδη,
για να υπάρχουν ως σκηνικά όντα, είναι υποχρεωμένα να μπαίνουν διαρκώς στο χώρο
της παράστασης για να αναπαραστήσουν πράγματα που έχουν ήδη παρασταθεί αλλού,
να ξαναεπισκεφτούν μέρη και να ξαναβιώσουν συναισθήματα και πράξεις που έχουν
ήδη συντελεστεί "εκεί και τότε", σε μια αρχαία Ελλάδα, σε μια
ελισαβετιανή Αγγλία, σε μια έπαυλη του Μαρκήσιου ντε Σαντ.
Εάν δεχτούμε ότι το βασικό έργο της αναγνωρίσιμης
θεατρικής γλώσσας είναι να προωθεί την ιστορία, να δημιουργεί ψυχολογικά
πιστευτούς χαρακτήρες, να μεθοδεύει τις διάφορες κλιμακώσεις και από κει να
οδηγεί στις αποκλιμακώσεις και στο οριστικό κλείσιμο που έρχεται με το σκοτάδι
της σκηνής, στο Δημητριάδη συμβαίνει κάτι άλλο: η γλώσσα δεν εξυπηρετεί την
ιστορία αλλά πιο πολύ τη δική της οντολογία. Έχει μια ιδιαίτερη ακτινοβολία,
όπως τα χρώματα ενός εξπρεσιονιστικού πίνακα.
Απαλλάσσοντας τη γλώσσα από τις παραδοσιακές
«υποχρεώσεις» της, ο Δημητριάδης δημιουργεί χώρο ώστε να κάνει περφόρμανς την
ίδια την υλικότητά της, να διαλαλήσει τη σκηνική της παρουσία μέσα από ένα
μεθυστικό ντελίριο για τα αυτιά και τη φαντασία, παρά για τα μάτια και τη
λογική. Πράγμα που σημαίνει ότι, για να εκτιμηθεί ένα τέτοιο ανοίκειο εγχείρημα,
απαιτεί έναν εξίσου ανοίκειο τρόπο θέασης.
Υπερνατουραλισμός
Στο έργο του Δημητριάδη εκτυλίσσεται ένα άκρως
ενδιαφέρον μπρα ντε φερ ανάμεσα στον παραδοσιακό νατουραλισμό (η πιστή
αναπαραγωγή καταστάσεων και λόγων) και σ’ ένα σύγχρονο και συχνά ακραίο
νατουραλισμό, που αρνείται να γίνει μυθιστόρημα και αντ’ αυτού υπογραμμίζει με
κάθε τρόπο την υλικότητα και την παρουσία του στη σκηνή αλλά και στο οπτικό
πεδίο του δέκτη (υπερνατουραλισμός--hypernaturalism) .
Δίκην πρόχειρου παραδείγματος, δείτε πώς εξελίσσονται
οι σχέσεις των δραματικών του προσώπων. Ενώ μιλούν ακατάπαυστα, στην ουσία δεν
συνομιλούν, δεν συμπράττουν, δεν επικοινωνούν. Για την ακρίβεια, μονολογούν και
μονολογώντας δημιουργούν την προσωπική τους γεωγραφία, το χώρο δράσης αλλά και
απόδρασής τους (την ετεροτοπία τους), καθώς και τον τρόπο πρόσληψής τους.
Μιλούν για πάθη, αλλά ούτε παθιάζονται και ούτε μας παθιάζουν. Με τον
τρόπο τους οδηγούν σε μια πολύ cool (μεταδραματική) θέαση, όπου ως
θεατές είμαστε ψυχοσυναισθηματικά αποστασιοποιημένοι, αλλά κριτικά σε πλήρη
εγρήγορση.
Το
σύνολο της εργογραφίας του Δημητριάδη καταλήγει περίπου στο γενικό συμπέρασμα
που λέει ότι οι στρωματώσεις της γλώσσας, των θεσμών και της παράδοσης έχουν
καλύψει το ανθρώπινο Εγώ, σε σημείο εξαφάνισής του. Και όπως δείχνει και στο
«Φαέθοντα» (2007), η αποκάλυψη μπορεί να
έρθει όταν ο άνθρωπος βρει το θάρρος να αναζητήσει τον προσωπικό του ήλιο μέσα
από τη ρήξη με τους τόπους που τον στραγγαλίζουν.
Κατακλείδα
Το ότι οι
εκδηλώσεις του τιμητικού αφιερώματος της «Στέγης» συγκέντρωσαν
τόσο κόσμο, και μάλιστα ανομοιογενή, δείχνει πως η ανοίκεια θεατρική γραφή
του Δημητριάδη έχει σημαντικά πράγματα να πει και να δείξει που αφορούν άμεσα
τον κόσμο μας σήμερα. Θεωρώ πως είναι, αυτή τη
στιγμή, το αρτιότερο ελληνικό δείγμα «υπερνατουραλιστικής αισθητικής», μια
αισθητική που στο εξωτερικό υπηρετούν με επιτυχία καλλιτέχνες όπως οι:
Νοβαρινά, Πομερά, Κριμπ, Τσέρτσιλ, Μπάρκερ, Γουέλμαν, Λόρι-Πάρκς, Τζένκιν, Τζόουνς
κ.ά,
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
3/11/2013