-->
Εάν θεωρήσουμε το διήγημα Αυτή θερινή από τις εκδόσεις Άγρα, ως το επίσημο ντεμπούτο
της Έλενας Πέγκα στην ελληνική καλλιτεχνική σκηνή (το 1986), μετράμε ένα σύνολο
27 χρόνων, πολύ μεγάλο νούμερο για μια τόσο νέα δημιουργό, η οποία ακριβώς στην καρδιά του κινήματος του
μεταμοντερνισμού, βρέθηκε να σπουδάζει στην Αμερική, μια εμπειρία που θεωρώ πως
άφησε τα αποτυπώματά της στο ύφος και στους προσανατολισμούς της γραφής της. Πιστεύω πως εάν δεν είχε φύγει για σπουδές στην Αμερική θα έγραφε αλλιώς. Το γεγονός ότι δεν νεοηθογραφίζει, οφείλεται εν πολλοίς σ’ αυτήν την εμπειρία.
Στο θέατρο κάνει αισθητή την παρουσία της
όταν επιλέγεται να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 7η Μπιενάλε Νέων
Δημιουργών στη Λισαβόνα το 1994 με το έργο Ένας βασιλιάς που ακούει (πρώτη παράσταση στον Φούρνο). Τότε
ακριβώς ακούω για πρώτη φορά το όνομά της. Τότε μαθαίνω κάποια πράγματα και για
τη δημιουργική της πορεία στην Αμερική, όπου είχε δει ορισμένα από τα αγγλόφωνα
έργα της (όπως το Don Surrealism, The Greek Alien, Poisons of the Sea, Gorky’s Wife) να παίζονται από σχήματα του εναλλακτικού χώρου της Νέας
Υόρκης, του Σαν Φρανσίσκο και του Λος Άντζελες, κάτι όχι ιδιαίτερα διαδεδομένο,
δυστυχώς, ανάμεσα στoυς
συγγραφείς μας, τους οποίους ακόμη πνίγει η απομόνωση και η έλλειψη επαφών με
τη διεθνή σκηνή.
Το 1998 βλέπω για πρώτη φορά τη δουλειά
της, όταν ανεβαίνει στο «Αμόρε», που εκείνη την εποχή ήταν η κυψέλη της νέας
ελληνικής δραματουργίας, το Βαλς εξιτασιόν, έργο με τραγούδια και μουσική, που γράφτηκε σε
ανάθεση του Θεάτρου του Nότου
και του ΔHΠEΘE Bολου, σε σκηνοθεσία
Γιάννη Xουβαρδά και Έφης
Θεοδώρου. Ένα διονυσιακό πόνημα με μια ιδιαίτερη αύρα, θα τολμούσα να πω ξένη
προς το τότε ελληνικό θέατρο. Ένα σκηνικό καλειδοσκόπιο διεμβολισμένο από μια
αλλιώτικη διάθεση και αισθητική κοπή, πιο κοσμοπολίτικη, ανοικτή, φιλόξενη σε
σώματα, σε αισθήματα, εντάσεις, σε είδη και ιδέες, σώματα και δέρματα.
Κεντρικό πρόσωπο η πολυδιάστατη
προσωπικότητα του συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη, ο οποίος έγινε γνωστός και με
το όνομα Κώστας Γιαννίδης. Η Έλενα ακολουθεί τη ζωή του άλλοτε πιστά και άλλοτε
μυθιστορηματικά, άλλοτε δραματικά και άλλοτε αφηγηματικά, εκμεταλλευόμενη όχι
μόνο τη διπλή υπόσταση του ήρωα, αλλά και τη διπλή υπόσταση του θεάτρου, για να
παίξει το παιχνίδι των αποστάσεων, αγγίζοντας παράλληλα και θέματα που πάνε
πέρα από τη βιογραφία του συνθέτη,
θέματα που αφορούν τη δημιουργία, τον θάνατο, την επιτυχία και τη φήμη.
Την Έλενα τη γοητεύει η ατίθασση γραφή του
νέου θεάτρου, και των νέων θεωριών περί τέχνης και πολιτισμού, η περίεργη
οπτική στα πράγματα, τα σκαμπανεβάσματά των διαθέσεων, η λοξή ματιά στα
γεγονότα, στα άλλα κείμενα, στις άλλες τέχνες (χορός, κινηματογράφος,
φωτογραφία, εικαστικά), όλο αυτό το ατέρμονο, υβριδικό παιχνίδι μπροστά και
πίσω από την ατάκα, μπροστά και πίσω από τα σώματα, αυτό το μπες βγες στους
ρόλους, οι ανισόπεδες διαβάσεις, το συνεχές ζάπινγκ στη ζωή, το πονηρό κλείσιμο
του ματιού στον θεατή, το «τώρα με βλέπεις τώρα όχι», η κοινωνική, η έμφυλη και
πολιτική ευαισθησία, όλη αυτή η επίμονη και επίπονη διελκυστίνδα ανάμεσα στο
νόημα και την ακύρωσή του, ανάμεσα στο διάφανο και το σκοτεινό, το δράμα και
την κωμωδία, τη βιογραφία και τη μυθιστοριογραφία.
Όπως στη ζωή, τα έργα της κινούνται μια
στο φως και μια σκοτάδι. Μια στο πρόσωπο και μια στο προσωπείο. Είτε από τη
θέση του θεατή είτε του αναγνώστη, με γοητεύει γενικά αυτού του είδους η γραφή,
μια γραφή που αρνείται να «κλείσει», να οριστικοποιήσει, που αρνείται να
στρογγυλέψει τα μηνύματα, που επιμένει να πορεύεται απορώντας. Μου αρέσει η
γραφή που εν γένει δοκιμάζει αναγνωστικές συνήθειες και προκαταλήψεις, η γραφή
που εκδηλώνει διαρκώς την επιθυμία της να μας ξεγελάσει με παρακαμπτηρίους, με
υπόγειες διαδρομές, με παγίδες και απρόσμενες σημάνσεις. Όλα αυτά τα θεωρώ
δημιουργική πρό(σ)κληση, ένα ραντεβού στα τυφλά. Δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει.
Κάπως έτσι βλέπω και τα έργα της
Έλενας–από το Η Καίτε Κόλλβιτς παρουσιάζει μια σύντομη ιστορία της μοντέρνας
τέχνης (1998), το 3-0-1
ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ (2000), το Η
Νέλλυ βγάζει βόλτα τον σκύλο της (2003), Όταν χορεύουν οι Go Go Dancers, (2002), και το Οι καινούριοι μας φίλοι, μέχρι το Νάρκισσος (2011), Η γυναίκα του Γκόρκι, (2011) και το Φαίδρα ή Άλκηστη
Love Stories (2012)—μια
αναγνωστική/σκηνική περιπέτεια, που σε πάει σε μέρη και σε γνωρίζει με
ανθρώπους, που εμφανίζονται μπροστά μας σαν σε όνειρο και μετά χάνονται, χωρίς
ν’ αφήσουν ευδιάκριτα ίχνη πίσω τους.
Ο δραματικός κόσμος της Έλενας είναι σε
μια κατάσταση μόνιμης μετακίνησης. Στο Η Nelly’s βγάζει βόλτα τον σκύλο της, για παράδειγμα, όπως ξεδιπλώνονται οι
πτυχές της αφήγησης, η συγγραφέας αφήνει να μπει αστραπιαία στη δράση ένας
άνδρας ασφαλείας, μετά ένας μανιακός που επιτίθεται στη Νέλλυ για να την
κλέψει, μια έγκυος γυναίκα που τρέχει να τη βοηθήσει, μετά ένα ζευγάρι
γιάπηδων, μετά ένας μίμος που σέρνει ένα μικρό Παρθενώνα, ένας πλανόδιος
άντρας-σκύλος στα τέσσερα που σέρνει με λουρί από τα δόντια του ένα πιατάκι
σκύλου, μια κακοποιημένη κοπέλα, ένα πρεζόνι, μια μπάλα που μπαίνει μόνη της
στη σκηνή, ακόμη και η φιγούρα του θανάτου. Όλα αυτά βομβαρδίζουν το οπτικό μας
πεδίο. Σουρεαλιστικά θραύσματα, ενταγμένα σε μια αφήγηση που σκόπιμα δεν
ολοκληρώνεται ποτέ σε εννιαίο σώμα. Η ανήσυχη κάμερα της Έλενας ζουμάρει για
λίγο και μετά φεύγει για την επόμενη σκηνή. Ένα απλό ερέθισμα είναι αρκετό για
να πυροδοτήσει μια αφήγηση, η οποία εισβάλλει στη σκηνή, μετέωρη χωρίς
προηγούμενο και χωρίς συνέχεια, και μετά εξαφανίζεται.
Η συγγραφική τακτική της Έλενας μοιάζει
αρκετά με την τακτική της σπουδαίας Ελληνίδας φωτογράφου Nelly (το πραγματικό της όνομα είναι Έλλη
Σεραϊδάρη από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας): ακινητοποιεί και αμέσως αποθανατίζει
το φευγαλέο, που διαφορετικά δεν
θα έμενε στη μνήμη. Κάπως έτσι, του δίνει υπόσταση και, παράλληλα, μας δίνει
τον χρόνο να το παρατηρήσουμε. Ορίστε τι λέει και μια άλλη ηρωίδα της, η Καίτε
Κόλλβιτς, επίσης καλλιτέχνιδα:
Με τα μάτια αναζητούμε
κάτι εδώ. Πινελιές. Φωτισμένα σημεία πάνω στην επιφάνεια. Γραμμές που
κινούνται. Θέματα…. Έχω ασκηθεί στο να βλέπω (σελ. 14, 16)
Για μένα όμορφα ήταν
τα κορμιά των εργατών που δούλευαν στα ναυπηγεία της πόλης μου. Παρακολουθούσα
τους εργάτες και τις εργάτριες που δούλευαν με το σώμα τους και με συνέπαιρνε
το μεγαλείο και η δυναμή τους (σελ. 24)
Και παρακάτω μονολογεί στον ύπνο της:
Νύχτα. Ο αέρας είναι
ζεστός. Άνοιξη. Ένα πουλί. Το γνωρίζω αυτό το πουλί. Είναι ο Λόπλοπ του Μαξ Ερνστ. Ο Λόπλοπ
κατεβαίνει προς το μέρος μου. Ο Λόπλοπ με παρακινεί να ανεβώ πάνω στις
φτερούγες του. Ανοίγω τα μπράτσα μου πάνω στα φτερά του. Ο Λόπλοπ με ανασηκώνει
ψηλά στον ουρανό. Πετάμε. Και έπειτα ξανακατεβάινουμε….Γούουουςςς. Μια σκιά.
Σκουουτςςςς. Κατεβαίνει χαμηλά! Σσσσσζζζζ. Επιτίθεται! Γγγγγγζζζζζζ. Δαγκωνει
τολαιμό του. Σγουοίζζζςς. Τρυπάει τα πτώματα. Τσιμπάει τα μάτια τους. ΣΙΤΣΤΣΣΣσσσσ!
(σελ. 29-30).
Επιφάνειες
Η γραφή της Έλενας, διηγηματική όσο και
δραματική, κινείται σκόπιμα στην επιφάνεια. Αποφεύγει τους ψυχολογισμούς και
οτιδήποτε θα ανέστελλε τη γοργή κίνηση της θεατρικής της κάμερας. Αφήνει τα
σκηνικά της σημεία, έμψυχα και άψυχα, να προβάλλουν την υλικότητά τους, την
παροντικότητά τους. Οι χαρακτήρες της δεν έχουν χρόνο να εμβαθύνουν,να
διαλεχθούν. Κυρίως μονολογούν. Και μονολογώντας υπάρχουν.
Αυτό το χαρακτηριστικό δίνει στον λόγο
τους τη δυναμική της περφόρμανς, μιας περφόρμανς που μετακινείται διαρκώς, και
με δικούς της όρους, από την Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Ρώμη, τη Νέα Υόρκη, το
Μόναχο, στα Σκόπια και σε όλα τα ρημαγμένα Βαλκάνια, ακόμη και στον Κάτω Κόσμο,
τη μια με τρένο, την άλλη με
αεροπλάνο, με αυτοκίνητο, ποδήλατο, με τα μάτια της φαντασίας, δεν έχει
σημασία. Σημασία έχει η κίνηση,
συνεχής και ανελέητη, και η ταυτόχρονη καταγραφή εντυπώσεων. Μια καταγραφή που
μοιάζει με κομπολόι της ζωής φτιαγμένο από πολύχρωμες χάντρες που κρύβουν μέσα
τους μικρές μικρές ωρολογιακές βόμβες που ενεργοποιούνται κάθε φορά που
αρχίζουν να μετακινούνται πέρα δώθε. Εκεί που νομίζεις ότι ξεμπερδεψες, να ‘σου
κι έρχεται η καλά προσχεδιασμένη έκρηξη από την
πυροτεχνουργό-συγγραφέα-σκηνοθέτιδα που ακυρώνει τα συμπεράσματά σου, τη
γραμμικότητα της σκέψης σου, τις βεβαιότητές σου και σε τραβάει αλλού, για να
σε ξεγελάσει πάλι. Λόγος κοφτός, χωρίς λιλιά, χωρίς φλυαρίες, όπως βλέπουμε στο
πιο πολιτικοποιημένο, θα έλεγα, έργο της, Οι καινούριοι φίλοι (2006), εμπνευσμένο από τον εμφύλιο
πόλεμο στην πρώην Γιουγκσλαβία.
Πρωταγωνιστής ένα αγόρι από τα Σκόπια, ο
Όγκι, που αναζητά την περιπέτεια και τη φυγή από την πρόσφατη εξορία του στη
Βιέννη. O Όγκι ξεκινάει το
ταξίδι του σε ένα φανταστικό χώρο και χρόνο, όπως η Αλίκη στη χώρα των
θαυμάτων. Εκεί θα
γνωρίσει τη Μπίκι και μαζί θα περιπλανηθούν σε ένα κατεστραμμένο βαλκανικό
τοπίο και θα συναντήσουν πρόσωπα βγαλμένα από τον παραλογισμό του πολέμου: τη
Μις Σεράγεβο 1993, έναν Άγγλο ρεπόρτερ, έναν σκοπευτή με καλάσνικοφ, τον Γενικό
Γραμματέα του ΝΑΤΟ, τον διευθυντή του ζωολογικού κήπου του Βελιγραδίου, ένα
μοναχικό κορίτσι που χρειάζεται τη βοήθειά τους.
Το οδοιπορικό του Όγκι είναι ένα pastiche από αφηγήσεις, εντυπώσεις, και
ντοκουμέντα. Ένας μικρόκοσμος όπου τέμνονται επικίνδυνα το όνειρο και ο εφιάλτης,
το πρόσωπο και το προσωπείο. Ένας κόσμος από θύτες και θύματα που
μπαινοβγαίνουν σε ένα δραματικό τοπίο, όπου όλα είναι ρημαγμένα, ψυχές και
σώματα. Όλα ρευστά, το ίδιο και οι ταυτότητες. Ποιος θα ξεχωρίσει ποιον; Ποιος
θα βάλει τα περιγράμματα; Ποιος θα ορίσει τους όρους της επικοινωνίας;
Αυτός είναι ο κόσμος της Έλενας, γενικά:
ακριβής και συνάμα υπούλως ανακριβής. Ειδικός και συνάμα σκόπιμα γενικός.
Λογικός και ταυτόχρονα παράλογος. Αυθεντικός και συνάμα εντελώς, μα εντελώς
(και επιμελώς) υβριδικός. Άμεσος και συνάμα έξυπνα επαναληπτικός. Σαν τον
μοντερνισμό της Gertrude Stein. Αλλά και σαν τον μεταμοντερνισμό πολλών
σύγχρονων δραματικών συγγραφέων (κυρίως Αμερικανών) που, όπως είπα, άφησαν ευδιάκριτα τα ίχνη τους επάνω στη
γραφή της.
Χαρακτήρες: Always already
Οι περισσότεροι χαρακτήρες στους οποίους
δίνει ζωή η Έλενα στα έργα της
προϋπήρξαν της γραφής της, είχαν δηλαδή τη δική τους ζωή. Γι’ αυτό και
μας συστήνονται αμέσως. Μας λένε εξαρχής τι κάνουν, πού βρίσκονται, βάζοντας
έτσι και τις σχέσεις σκηνής/πλατείας σε μια συγκεκριμένη τροχιά.
Για παράδειγμα, είναι η Γερμανίδα
χαράκτρια η Καίτε Κόλλβιτς, το φάντασμα της οποίας εμφανίζεται σε μια γκαλερί
στο Σόχο της Νέας Υόρκης, καλεσμένο από μια γκαλερίστα που είχε την ιδέα να
προσκαλέσει ένα νεκρό καλλιτέχνη για να μιλήσει για τη μοντέρνα τέχνη.
Είναι η φωτογράφος Νέλλυ, η οποια βγάζει
για βόλτα τον σκύλο της και τον χάνει στο μετρό στο Σύνταγμα και καθώς τον
ψάχνει έρχεται σε επαφή με τον σημερινό κόσμο.
Είναι η Ρόδα, το φάντασμα μιας απρόβλεπτης
και ωραίας γυναίκας, σύζυγος του Μάξιμ Γκόρκι, που παριστάνει το φάντασμα του
Ρώσου συγγραφέα στο έργο Η γυναίκα του Γκόρκι. Και είναι βεβαίως η Φαίδρα και η Άλκηστη, οι
γνωστές φιγούρες από τη μυθολογία μας.
Υτά τα πλάσματα παίζουν συνειδητά με τη
διττότητά τους, το είναι και το φαίνεσθαι. Ακούμε τη Φαίδρα, ντυμένη με τα
ρούχα του Θησέα, να λέει στην Υπηρέτρια Φ στο έργο Φαίδρα ή Άλκηστη Love Stories: «…θέλω να παίξω μαζί σου ένα παιχνίδι. Εσύ θα
είσαι η Φαίδρα… Εγώ θα είμαι ο Θησέας. Θέλω να μου πεις ‘Θησέα, έκανα κάτι που
δεν έπρεπε να κάνω…’ Πες το». Αμέσως μετά, πάλι η Φαίδρα, ρωτάει τον Θάνατο ποιος είναι και αυτός
απαντάει, «Ο Θάνατος είμαι», και αυτή ξαναρωτά «Ποιος θάνατος;», για να
εισπράξει την απάντηση, «Ο δικός σου». Οπότε, αμέσως αμέσως, δημιουργείται ένα
τοπίο δράσης απρόβλεπτο, παιχνιδιάρικο, υβριδικό, γεμάτο κούρβες, λακκούβες,
αλλά και επιθυμίες, ένα απροσδιόριστο κάπου, δηλαδή παντού, δηλαδή πουθενά. Στη
σκηνή του κόσμου. Ένα αστικό Theatrum mundi. Ένα μεταθανάτιο
θέατρο. Μυθικό. Μεταμοντέρνο. Διακειμενικό. Επιτελεστικό, ακριβώς όπως το
περιγράφει ο Κάπα στο Βαλς εξιτασιόν, όπου λέει:
«Δε θυμάμαι λεπτομέρειες, μόνο πως παίρναμε συνεχώς ο ένας τ’ αλλου
τη μορφή, εγώ ήμουν εσύ, εσύ ήμουν εγώ» (σελ. 54).
Αισθήματα διασκορπισμένα, θρυμματισμένα. Πρόσωπα
και προσωπεία σε έναν αέναο εναγκαλισμό, δηλαδή, σε ένα θεατρικό παροξυσμό.
Ρωτά ο Νέος τον Συνθέτη (Κωνσταντινίδη) στο Βάλς εξιτασιόν: «Πώς μπορέσατε να ζήσετε με άλλο όνομα;
Μ’ αυτόν το διχασμό;» (σελ. 78). Προγουμένως, όμως, μεριμνεί να δώσει την απάντησή του: «...Στην ουσία δεν
τολμήσατε ποτέ ν’ αποφασίσετε ποιος είστε» (σελ. 76). Η ίδια απορία και στο Όταν
χορεύουν οι Go Go Dancers. Άντρα: «Ποια είσαι;». Γυναίκα: «Ποια ήμουν, πώς, από πού, όλα αυτά».
Τελικά, ίσως και να δικαιώνεται η
«Αγαπημένη» του Βαλς
που λέει ότι «είμαστε φαντάσματα που έχουν σκαλώσει στον ιδιο κάκτο» (Βαλς
εξιτασιόν, σελ. 62). Οι
ήρωες της Έλενας, όπως τα φαντάσματα, δύσκολα ορίζονται όπως και δύσκολα
περιορίζονται. Ποιος θα σταματήσει τον Άντρα στο Go Go Dancers να φανταστεί ότι είναι ο σκύλος του Μιτεράν;
Όλες αυτές οι φιγούρες που μπαινοβγαίνουν
στο κατασκευασμένο μεταδραματικό σύμπαν της Ελενας, δεν αφήνουν, όπως είπα,
περιθώρια για σασπένς, μα ούτε και για ψυχολογισμούς. Δηλαδή, η συγγραφέας
συνειδητά επιλέγει να μπει σε χώρους που έχουν ήδη αλωθεί και κατοικηθεί από
άλλους. Δεν αναζητεί αφετηρίες και αυθεντικότητες. Ακουμπά παιγνιωδώς στην
υβριδικότητα και εκμεταλλεύεται τη δυναμική της. Θέλει να παίξει το ολισθηρό
παιγνιδι της διακειμενικότητας, της ανασύνθεσης, της ανακατασκευής, με όπλο
πολλά μικρά βαγονέτα φορτωμένα εικόνες και σώματα που πάνε πέρα δώθε, επάνω σε
ράγες στρωμένες με λέξεις που απλώνονται ηδονικά μπροστά μας και φτιάχνουν το
τοπίο της δράσης (και της απόδρασης).
Όπως είχα πει και σε μια προηγούμενη ομιλία
μου, η Έλενα ξέρει πώς λειτουργεί η αισθητική της κλειδαρότρυπας. Ανοίγει
λιγάκι το διάφραγμα της κάμεράς της, ίσα ίσα να μπουν μέσα στο κάδρο κάποια
θραύσματα, ζουμάρει επάνω τους ίσα ίσα για να προλάβουμε να τα δούμε και μετά
τα αφήνει να χαθούν στην ομίχλη της ζωής. Και μετά σε πάει αλλού. Σε χώρους
κλειστούς, σε χώρους ανοιχτούς, σε χώρους δημόσιους, σε χώρους ιδιωτικούς. Οπουδήποτε.
Αυτή κάνει κουμάντο. Αυτή γράφει,
διαγράφει, σκηνοθετεί. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Είναι η πλοηγός σου, μια πλοηγός
που κοιτάει τον κόσμο μέσα από τις ρωγμές του, τις συγκρούσεις, τις κλιμακώσεις
και τις αναπάντεχες συνευρέσεις του. Μια πλοηγός που βρίσκεται διαρκώς εν
κινήσει, που διασχίζει πραγματικές και φανταστικές μεθορίους, για να φτιάξει
την τοιχογραφία της, με τα σώματα, τις πληγές, τους έρωτες, τις συγκρούσεις,
τις τυχαίες συναντήσεις, τις μνήμες, τα σοβαρά και ανάλαφρα συμβάντα, τα
γελαστικά και περιπαιχτικά, τα καλλιτεχνικά και τα πεζά, τα πολύ δικά της και
των ξένων.
«Πού βρισκόμαστε;», ρωτάει ο Συνθέτης τον
Νέο στο Βαλς εξιτασιόν. «Όπου θέλουμε. Στο Λος Άντελες. Στο μέλλον», του απαντάει αυτός (σελ.
43-44). Σε κάθε στάση και μια
εικόνα, ένα δρώμενο, ένα όνομα, κάποιο δέρμα, κάποιο παρατημένο κορμί, κάποιο
ποδοπατημένο αίσθημα, κάποια ανάσα, κάποιο θέατρο μέσα στο θέατρο. Είναι πολύ
ακριβής ο Νάρκισσός της όταν ρωτά: «Ποιος θα είμαι τότε; Εγώ. Ποιος εγώ;» Για
να κλείσει το έργο με την απάντηση: «Ένα σώμα είμαι που ολοένα απομακρύνεται
από το πρόσωπό του ένα σώμα είμαι που ολοένα πλησιάζει χωρίς πρόσωπο» (Νάρκισσος 2010).
Αυτό το σώμα περιγράφει και η Κόλλβιτς
όταν επιστρέφει από τους πεθαμένους:
Καμπύλη. Εκεί που τα
μαλιά συναντούν το δέρμα. Μέτωπο. Φρύδια. Μάτια. Μικρή εξοχή πάνω από τη κόγχη
του ματιού. Βλέφαρα. Μήλα. Πηγούνι. Ρουθούνια υγρά. Μύτη. Οι άκρες των χεριών.
Στόμα. Απίστευτο. Θυμάμαι ακόμη να μιλώ (σελ. 14).
Το θεατρικός
κόσμος της Έλενας συνθέτει μια
πολύχρωμη ταπετσαρία της ζωής, με ανθρώπους άγνωστους αλλά και της διπλανής
πόρτας και της φαντασίας, άτομα που μπαινοβγαίνουν στο κάδρο, κοντοστέκονται
για λίγο και μετά φεύγουν, συνήθως μόνοι. Μοναδική συντροφιά τους η αδηφάγος
ματιά της συγγραφέως που, ύπουλη στις ισάδες επικίνδυνη στις στροφές και τις
κούρβες. Σαν μια travelling camera που ζουμάρει, κάνει κλικ και φεύγει για
να προλάβει να αποτυπώσει το επόμενο επεισόδιο, τις επόμενες λέξεις και τα
δέρματα που τις φιλοξενούν. Και όλα αυτά χωρίς γραμμική διάταξη με αρχή, μέση
και τέλος, και κατά συνέπεια χωρίς τις γνώριμες κλιμακώσεις και αποκλιμακώσεις
της ρεαλιστικής αισθητικής. Θα
μπορούσε να τα δει κανείς σαν ένα επιδέξιο σλάλομ ανάμεσα στα μικρά και
καθημερινά, που όμως κάθε άλλο παρά μικρά και καθημερινά είναι, μιας και
αποτελούν το αλατοπίπερο μιας ζωής, της δικής της και, κατά μια έννοια, και της
δικής μας, του οποιουδήποτε. Ζωή
με τις ροζ αποχρώσεις της, αλλά και τις γκρι κυλίδες. Μια μεταμοντέρνα
σαλατιέρα, όπου όλα τα συστατικά διατηρούν με ευδιάκριτο τρόπο την αυτονομία
τους και, παράλληλα, όλα μαζί, συμβάλλουν ώστε να βγει η τελική γεύση, που
είναι μία και πολύ σημερινή και πολύ γευστική.
Ομιλία
στο τιμητικό αφιέρωμα για την Έλενα Πέγκα. Δημοτική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη.
13/11/2013.