Η κωμωδία είναι, από τη φύση της, είδος
εφήμερο, που βασίζεται σε τρέχουσες καταστάσεις, ως επί το πλείστον τοπικού
χρώματος. Και αυτή ακριβώς η φύση των υλικών της την κάνει ακόμη πιο δύσκολη,
γιατί υπάρχει ο κίνδυνος το οικείο να οδηγήσει σε λύσεις του συρμού. Και δεν
μιλάμε για την εξαίρεση αλλά για τον κανόνα.
Οι πλείστοι των υπηρετών της
εκμεταλλεύονται ό,τι πιο αγοραίο υπάρχει, ώστε να «γράψουν» (στα γρήγορα) στην
πλατεία, αδιάφοροι εάν αυτό που κάνουν αντέχει στην οποιαδήποτε σοβαρή κριτική.
Σε
κάθε περίπτωση, οι καιροί που ζούμε είναι δύσκολοι και έχουμε ανάγκη το γέλιο.
Αυτήn τη βδομάδα διασκέδασα και με τις δύο επιλογές μου, με
χρονολογικά πρώτη το σπονδυλωτό μονόλογο του Γιώργου Γαλίτη στο «Ράδιο Σίτυ»
Ο νεοέλληνας σε 13 εκδοχές
Τα «Ραδίκια ανάποδα» είναι μια «όρθια
κωμωδία» (stand-up comedy) που αδικείται από τον τίτλο, υπό την έννοια
ότι παραπέμπει κατευθείαν σε κακόγουστη επιθεώρηση. Και αυτός είναι ένας λόγος που την είχα
βγάλει από το πρόγραμμά μου, όταν παιζόταν ακόμη στην Αθήνα. Άλλαξα γνώμη όταν
με προέτρεψε να τη δω συνάδελφος κριτικός. Την είδα. Εντάξει, δεν τρελάθηκα.
Μάλιστα, κάποια νούμερα στην αρχή τα βρήκα χλιαρά έως και σαχλά. Απορώ πως ένας
έμπειρος στο είδος καλλιτέχνης, όπως ο Γαλίτης, δεν είδε ότι κάπου χωλαίνουν.
Κάποια, όμως, ήταν πραγματικά έξυπνα, αρκούντως περιπαιχτικά, σπινταριστά,
κοφτερά, καλά στοχευμένα, ο λόγος τους σωστά ρυθμισμένος, το χιούμορ καυστικό
και ζωηρό, και η χρήση των κλισέ καλοδουλεμένη, σε σημείο να δημιουργούν την
αίσθηση της πρωτοτυπίας. Μ’ αυτά γέλασα με την καρδιά μου. Στέκομαι στον
χωριάτη με τον εξπρεσιονισμό του, τον Κρητικό με τη λύρα (τα ρέστα μου), τον
παπά, τη χήρα και τον μάγειρα.
Δεκατρείς ρόλοι, από έναν ηθοποιό εντελώς
μόνο στη σκηνή, δεν είναι παίξε γέλασε. Απαιτεί κότσια και ταλέντο. Ο Γαλίτης,
κινήθηκε «σαν στο σπίτι του». Είχε ενέργεια, ευελιξία, και τον αναγκαίο
αυτοέλεγχο. Απέφυγε τις επικοινωνιακές ευκολίες και κοίταξε να υπηρετήσει τα
προσωπεία του στα όριά τους, με τη σκηνοθετική (δεν θα ’λεγα ευφάνταστη πάντως)
επιμέλεια του Β. Κυριακίδη.
Ο «Άμλετ» σε απόγνωση
Μετά από μια καλή χρονιά στην Αθήνα, το «Να
ζει κανείς ή να μη ζει» παίζεται τώρα και στη Θεσσαλονίκη (Θέατρο Εγνατία). Οι
σινεφίλ υποθέτω πως θα θυμούνται την
κινηματογραφική εκδοχή του, όπως τη σκηνοθέτησε με το γνωστό θεοπάλαβο στιλ του
ο Μελ Μπρουκς.
Πρόκειται για μια έξυπνη φάρσα (του Ν. Γουίτμπι), με πρωταγωνίστρια μια
διάσημη ηθοποιό η οποία, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, απατά τον
άνδρα της με έναν πολύ νεότερό της, πιλότο βομβαρδιστικού. Στη συνέχεια το
τρίγωνο μετεξελίσσεται σε τετράγωνο, εξάγωνο και, όπως συμβαίνει σε κάθε φάρσα
που σέβεται τον εαυτό της, στο τέλος όλα οδηγούνται εκτός ελέγχου.
Πρωταγωνιστές και κομπάρσοι, Πολωνοί αντιστασιακοί και κατακτητές Ες Ες,
αδερφές, απλοί στρατιώτες, εμφανίζονται μπλεγμένοι και μπερδεμένοι,
μεταμφιεσμένοι, εξαπατημένοι, κυνηγημένοι. όλοι ένα κουβάρι, με νικητές στο
τέλος τους παμπόνηρους θεατρίνους, που καταφέρνουν να φέρουν τα πάνω κάτω και
ν’ απαλλαγούν από τους κακούς (και γελοίους) ναζί.
Η διασκευή΄
Το έργο το μετέφρασαν ή, μάλλον καλύτερα,
κατά την προσφιλή τους τακτική το διασκεύασαν, οι Θ. Παπαθανασίου και Μ.
Ρέππας, εμβολιάζοντάς το με βιορυθμούς, αναφορές και χρώματα ελληνικά (ιδίως
στο επίπεδο του λόγου), ώστε να μιλήσει πιο άμεσα στο σημερινό θεατή. Και αν
κρίνω από το γέλιο και τις αντιδράσεις της πλατείας, το πέτυχαν, αν και η
σκηνοθεσία τους δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Κινήθηκε μέσα στις προβλέψιμες
προδιαγραφές της φαρσικής γλώσσας, με μόνιμη έγνοια τον καλό ρυθμό και το
τάιμινγκ. Κάτι που πέτυχε, όχι όμως από την αρχή.
Η πρώτη μισή περίπου ώρα ήταν κάπως αμήχανη.
Κυρίως η Δανδουλάκη έδειχνε να μην πολυτραβάει. Όσο προχωρούσε, όμως, το στόρι
και άρχισαν να πυκνώνουν οι συγκρούσεις και οι παρεξηγήσεις, η παράσταση
έβρισκε το βηματισμό της, κέρδιζε πόντους και θερμοκρασία, με προεξάρχοντα ένα
κεφάτο Χαϊκάλη, ο οποίος άλλοτε με την ελισαβετιανή του ενδυμασία ως
«απελπισμένος» πρίγκιπας Άμλετ με το κρανίο του Γιόρικ διαρκώς ανά χείρας,
άλλοτε με το ταγεράκι της αυστηρής κατασκόπου των Γερμανών, άλλοτε ως
ανεκδιήγητος Χίτλερ και άλλοτε ως απλός σύζυγος μιας σταρ, έμπαινε, έβγαινε,
έτρεχε, έπαιζε με ή χωρίς λόγο, και γενικά υποστήριξε αυτό για το οποίο κλήθηκε
να κάνει στη σκηνή. Κάθε είσοδός του δημιουργούσε κατάσταση και χαρακτήρα.
Η Δανδουλάκη δεν διαθέτει την εκρηκτικότητα
ενός πηγαίου κωμικού ταλέντου όπως ο επί σκηνής σύζυγός της, όμως δεν
παραδίδεται, παλεύει για το καλύτερο και συχνά τα καταφέρνει. Όπως εδώ, όπου οι
διάφορες πτήσεις της στον κόσμο του κωμικού, μπορεί να είχαν κάποιες
αναταράξεις (κυρίως στο πρώτο μέρος), όμως ο γενικός απολογισμός είναι σίγουρα
θετικός.
Οι Κ. Μπαλανίκα και Βογιατζάκη, κινήθηκαν σε
ένα κόσμο που το ξέρουν απέξω κι ανακατωτά. Γι’ αυτό και ό,τι έκαναν είχε την
άνεση του αυτονόητου. Με καλές στιγμές και όλοι οι υπόλοιποι: Τοσουνίδης (να
ξεχωρίζει), Παπαγιάννης, Μεργιάνος, Αντούλας, Κομνηνός. Έπαιξαν με την
απαιτούμενη ταχύτητα και ευθυβολία τους τύπους τους. Όσο για το μουσικό playback, καμιά
δικαιολογία. Απαράδεκτο.
Ο Δαγκλίδης διαρρύθμισε μικρούς ευέλικτους
χώρους στις αλλαγές, αν και κάπου ξεχώριζε και μια κάποια φτήνια όχι υλικών
αλλά τελικής εκτέλεσης.
Συμπέρασμα: Για κάποιον που θέλει να περάσει
ευχάριστα χωρίς να νιώσει ότι προσβάλλουν τη
νοημοσύνη του ή του κλέβουν τα λεφτά του, ορίστε δύο επιλογές.
31 Μαρτίου 2013