Όταν πριν από δύο χρόνια ο
καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού θεάτρου ανακοίνωνε την πρόθεσή του να
στεγάσει το σκεπτικό των ρεπερτοριακών επιλογών του κάτω από το στίχο του
ποιήματος του Ι. Πολέμη «Τι είναι η πατρίδα μας», έθετε ταυτόχρονα και δύο
σοβαρά ζητήματα: το ένα σχετικό με το ρόλο
ενός εθνικού θεάτρου και το άλλο, σχετικό με τον ορισμό της εθνικής
δραματουργίας (ποιο μπορεί να θεωρηθεί «εθνικό» έργο;).
Σε μια στιγμή βαθιάς κρίσης, που
μας πέρασε με βία από τις άνετες βεβαιότητες του μοντερνισμού στην άβολη
σχετικότητα του μεταμοντερνισμού, μιας κρίσης που ζητούσε επιμόνως μια νέα
ποιητική της αναπαράστασης, καθώς και των συστατικών (εθνικών) μας υλικών, το
Εθνικό μας Θεατρο πήρε θέση, υπό την έννοια ότι ανέλαβε με τις επιλογές του να διερευνήσει
εντάσεις και διαστάσεις, εντρυφώντας σε θέματα ταυτότητας, ιστορίας,
μετανάστευσης κ.λπ. Έργο επίπονο όσο και επίφοβο, γιατί σε μια στιγμή
δοκιμασίας το
συλλογικό σώμα κάθε άλλο παρά ομοιογενές είναι (κι αυτό ισχύει παντού και πάντοτε).
Εκεί που θεωρείς ότι όλα τα ερωτήματα έχουν προ πολλού απαντηθεί, βλέπεις
ξαφνικά να επανέρχονται: π.χ. ποιες είναι οι προσδοκίες μας μέσα από έναν εθνικό
θεατρικό θεσμό, όταν όλα είναι υπό διάλυση; Eάν το ζητούμενο είναι ένα θέατρο στην υπηρεσία της
εθνικής ενότητας και ταυτότητας, ποιο κομμάτι του λαού θα εκληφθεί ως το πλέον
αντιπροσωπευτικό; Ποιοι αποτελούν τη σημερινή Ελλάδα και, βεβαίως, ποιο έργο ταιριάζει καλύτερα για
να περιγράψει την κατάσταση; Υπάρχει κάποια «συνταγή»; Κάποτε, όταν τα έθνη
αναζητούσαν πιστοποιητικά γέννησης και νομιμοποίησης, υπήρχε ένας υποτυπώδης
δημιουργικός μπούσουλας. Τι γίνεται, όμως, σήμερα, μπροστά σ’ αυτή την
πρωτόγνωρη πανσπερμία και μετακίνηση πληθυσμών; Σε ποιο βαθμό η
παγκοσμιοποίηση, η νέα πολιτική περί ταυτότητας και ιθαγένειας, η
πολυπολιτισμικότητα, η πολυγλωσσία, η γκετοποίηση της ετερότητας, οι νέες
τεχνολογίες, θέτουν σε κίνδυνο ακόμη και στην επιβίωση όρων όπως «εθνικό
θέατρο»; Μήπως, τελικά, έχουμε να κάνουμε με έναν αναχρονιστικό θεσμό, ένα
εξαντλημένο ιδεολογικό κατασκεύασμα ή με ένα θεσμό-σημαία της εγχώριας
θεατρικής παραγωγής που πρέπει να χρηματοδοτείται γενναιόδωρα ώστε να
αντεπεξέρχεται με επιτυχία στην εθνική του αποστολή;
Το ρεπερτόριο
Η παρουσία του Εθνικού μας Θεάτρου, ήταν πάντα
σημαντική, ακόμη κι όταν δεν επηρέαζε καταστάσεις. Η οικονομική επιφάνεια που
διέθετε του επέτρεπε να κάνει πολύ περισσότερα πράγματα από τα άλλα σχήματα,
χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτά που έκανε (και όπως τα έκανε) ήταν (τα
περισσότερα τουλάχιστο) στην εμπροσθοφυλακή της εγχώριας καλλιτεχνίας. Σήμερα,
με αφορμή την πρωτόγνωρη κρίση που βιώνει η χώρα, το
Εθνικό βγήκε προς τα έξω με ένα ποικίλο και εξωστρεφές ρεπερτόριο που εξαρχής
έδειχνε ότι οι προθέσεις του ήταν να
συνομιλήσει με πολλές κοινωνικές πτυχές της δημόσιας σφαίρας, οι οποίες δεν
ορίζονται πια απόλυτα από μια κυρίαρχη έκφραση, αλλά από τον γενικό κοινωνικό
ορίζοντα της εμπειρίας που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και την εμπειρία του
αποκλεισμού από τον έγκριτο κανόνα. Από την αρχή, δηλαδή, άφησε να φανεί ότι
στόχος του ήταν να στεγάσει καλλιτέχνες και τάσις με βασικό κριτήριο ότι έχουν
κάτι αξιόλογο να πουν που να μας αφορά.
Τα ερωτήματα
Και το πρώτο ερώτημα είναι:
Έπειτα από δύο χρόνια δοκιμών και δοκιμασιών πέτυχε, τελικά, να εκφράσει το έθνος στο συνολό του, να συλλάβει την ποικιλότητα της
έννοιας της «πατρίδας» (όπως μας υποσχέθηκε); Πρόβαλε τις υποβόσκουσες διαφορές
του κοινωνικού σώματος; Άφησαν οι επιλογές του περιθώρια για συζήτηση; Δημιούργησαν
νέους (πολλαπλούς) τρόπους προσέγγισης, μια νέα οπτική; Αγκάλιασαν το άτακτο, το
ανένταχτο, το επικίνδυνο; Δημιούργησαν ρήξεις χειραφέτησης, μικρο-αφηγήσεις που
ν’ αφορούν την εμπειρία συγκεκριμένων ομάδων (φυλετικών, έμφυλων, σωματικά
προβληματικών κ.λπ); Με δυο λόγια: κατάφερε το εθνικό ρεπερτόριο να μας κάνει
να δούμε τον (εθνικό, κι όχι μόνο) κόσμο σαν να τον βλέπουμε για πρώτη φορά;
Βγήκαν νέα μηνύματα που να σχετίζονται άμεσα με το ποιοι είμαστε και πού πάμε;
Η φόρμα των παραστάσεων ήταν αρκούντως ανανεωμένη, οι σχέσεις θεατή/θεάματος
αρκούντως αποσταθεροποιητικές σε ό,τι αφορά το ζήτημα της απόστασης και
επικοινωνίας; Πολύ απλά, μας βοήθησαν ν’ αντιληφθούμε καλύτερα το πολιτικό, το
κοινωνικό, το αισθητικό;
Τα σημειώνω όλα αυτά ως πιθανά ερωτήματα
ελαυνόμενος από την σκέψη που λέει ότι, η ετερότητα της τέχνης είναι μέρος της οντολογικής
της κατάστασης. Συνεπώς, μια καλή παράσταση δεν μας δίνει μόνο αυτό που
ξέρουμε, αλλά σπρώχνει την εμπειρία πέρα από τα όρια του κοινωνικά
νομιμοποιημένου, φωτίζοντας το ασυνήθιστο μέσα στο συνηθισμένο. Με άλλα λόγια,
σπάει τη συμβολική τάξη κι έτσι ξεβολεύει. Κι εδώ έρχομαι να συνοψίσω με μια
τελευταία απορία: μπορεί ένα μεγάλο εθνικό θέατρο, που συντηρείται από το ίδιο το
σύστημα, να γίνει κυψέλη λύσεων που ξεβολεύουν; Ή απλώς υιοθετώντας (για λίγο)
την αίρεση, την αδρανοποιεί, αφαιρώντας το κεντρί της;
Συμπέρασμα
Με όλα αυτά υπόψη, και πέρα από τις όποιες
επιμέρους επιφυλάξεις θα μπορούσε να έχει κάποιος, θεωρώ πως η τελευταία διετία
ήταν η πιο ενδιαφέρουσα στη σύγχρονη ιστορία του Εθνικού. Ο Γιάννης Χουβαρδάς
μπόρεσε και πέρασε με επιτυχία το Εθνικό από τη σφαίρα του μοντερνισμού στη
σφαίρα του γόνιμου μεταμοντερνισμού. Τώρα, η νέα πρόκληση είναι το πέρασμα σε
μια φάση μετά το μεταμοντερνισμό, εκεί όπου κυριαρχεί με απόλυτους όρους η νέα
μεγάλη αφήγηση του 21ου αιώνα, η αφήγηση της οικονομίας. Θα είναι μια πάρα πολύ δύσκολη δοκιμασία.
28/4/2013