Ο Άμλετ είναι το απόλυτο σύμβολο του σκεπτόμενου
ανθρώπου, εκείνου που ζει διαρκώς με την αγωνία να πράξει το σωστό, μόνο που
δεν μπορεί ν’ αποφασίσει. Εάν οι Έλληνες τραγικοί μας έδωσαν τις πιο
συναρπαστικές τραγικές μορφές, ο Σέξπηρ μας έδωσε συμπυκωμένο όλο τον ανθρώπινο
ψυχισμό. Ορισμένοι θέλοντας να ερμηνεύσουν έναν ήρωα του οποίου χαρακτηριστικό
είναι η αδυναμία του να είναι ηρωϊκός, τονίζουν τη μελαγχολία του.
Άλλοι,
μεταφροϋδικοί, όπως η ερμηνεία του Ολίβιε το 1948, τονίζουν το οιδιπόδειο
σύμπλεγμα. Πιο πρόσφατες προσεγγίσεις προβάλλουν ένα πιο πνευματώδες πορτρέτο
του ήρωα, πιο προοδευτικό, που έχει να αντιπαλέψει με τις αταβιστικές μεθόδους
της βασιλικής Αυλής, όπως ακροβώς είχε συμβεί την εποχή του Σέξπηρ, κατά την
οποία ο ίδιος ο συγγραφέας και οι προοδευτικοί σύγχρονοί του, βρέθηκαν στο
μεταίχμιο της μεσαιωνικής δεισιδαιμονίας από τη μια και της αναγεννησιακής
προόδου και του επερχόμενου διαφωτισμού από την άλλη.
Το άλυτο μυστήριο
Κάθε γενιά κάνει τις δικές της απόπειρες να τιθασεύσει
το έργο, πολύ συχνά διασκευάζοντάς το ή προσαρμόζοντάς το στα δικά της πολιτικά
και αισθητικά δεδομένα. Η ιστορία των σκηνικών αναγνώσεων του έργου έχει δείξει ότι το έργο δεν θέλει αλαζόνες
ερμηνευτές, αλλά σκεπτόμενους καλλιτέχνες, άτομα που προβληματίζονται επάνω
στην έννοια των ορίων, της αλήθειας και του ψέματος. Άτομα που ξέρουν τι έχει
προηγηθεί, ώστε να μπορούν να κάνουν κάτι που ν’ αξίζει να δει κανείς. Γιατί,
εάν είναι να μας δώσουν μία από τα ίδια, τότε γιατί να το κάνουν; Εγχείρημα
σίγουρα πολύ δύσκολο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο «Άμλετ» είναι ένα από τα
πλέον περιζήτητα έργα στο παγκόσμιο ρεπερτόριο.
Η ομάδα
Η ομάδα Ars Moriendi της Πηνελόπης Χατζηδημητρίου
και του Θάνου Νίκα μπορεί να άρχισε με υπερβολική δόση Τερζόπουλου (καθ’ όλα
αναμενόμενο αν σκεφτεί κανείς ότι η Χατζηδημητρίου ασχολήθηκε με το έργο του
μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής), σταδιακά όμως
βλέπω να απαγκιστρώνεται, ώστε να οδηγηθεί κάπου αλλού, όπου θα έχει μεγαλύτερη
ανεξαρτησία και άνεση κινήσεων. Αργά αλλά σταθερά, φαίνεται να διαμορφώνει τον
δικό της ερευνητικό χώρο και τη δική της αισθητική φυσιογνωμία, η οποία
φαίνεται άλλωστε και από τα περισσότερα έργα (εξαιρώ τον «Άμλετ») που έχει
επιλέξει να ανεβάσει ως τώρα, τα οποία, λίγο έως πολύ, ανήκουν στον ευρύτερο
μεταδραματικό χώρο. Είναι έργα από τα οποία απουσιάζει η γραμμική δομή, οι
γνώριμες σχέσεις προσώπου προσωπείου, οι κλιμακώσεις, οι αυστηρές και αιτιατές
σχέσεις των σημείων. Πρόκειται πιο πολύ για συνθέσεις, κολάζ από σώματα,
εικόνες, ήχους και μικρο-αφηγήσεις, που προκαλούν τις προσληπτικές μας
συνήθειες και προκαλώντας τες μας
ξεβολεύουν.
Κάπου αισθάνθηκα αυτή την αλλαγή πλεύσης στο «Φαίδρας
τόπος», πιο πολύ στο «Πεθαίνω σαν χώρα» (που είδαμε πάλι στο «Άνετον»), και
τώρα εντονότερα στον «Άμλετ». Με μια
παρατήρηση, ώστε να ξέρει και ο θεατής τι να περιμένει: ο γενικός τίτλος
«Άμλετ» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού πρόκειται για ανάγνωση
μόνο της τρίτης πράξης, εκεί όπου πρωταγωνιστές είναι ο Άμλετ, η μητέρα του
Γερτρούδη και η Οφηλία. Αυτό ίσως θα 'πρεπε να φαίνεται κάπου στον τίτλο.
Σκηνοθεσία
Με αφετηρία τη σκέψη ότι πρόκειται για μια ψυχική
διαδρομή που παλινδρομεί ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, ένα πηγαινέλα που
θέτει ξεκάθαρα (και αιτιολογεί) το περίφημο
ερώτημα «να ζει κανείς ή να μη ζει»,
η σκηνοθεσία του Νίκα επιχείρησε
να βγάλει προς τα έξω τις ουσίες των ρόλων, εξ ου και η επιλογή να υποδυθούν
τους γυναικείους ρόλους άνδρες, κάτι άλλωστε που δικαιολογείται και από το
πρωτότυπο, όπου, όπως γνωρίζουμε, οι γυναικείοι ρόλοι ήταν γραμμένοι για να
παιχτούν από άνδρες, μιας και οι γυναίκες δεν είχαν ακόμη πρόσβαση στο σανίδι.
Ο Νίκας σωστά έπραξε και σκηνοθέτησε το σώμα ως κάτι ουδέτερο, σαν μια σχεδόν
αδιαμόρφωτη μάζα, που μπαίνει στη διαδικασία επικοινωνίας των παθών και
παθημάτων του με βάση το ένστικτο και τη διαίσθηση. Όπως βρήκα καλή και τη
σκέψη να πλαισιώσει τη δράση με τη βιντεοπροβολή (του Θανάση Βρώτσου) ενός
τεράστιου στόματος που αρθρώνει τις λέξεις του κειμένου, χωρίς όμως ποτέ το
σώμα να μας αποκαλύπτεται στην ολότητά του. Και λέω καλή γιατί η πλαγιοκόπηση
των δρωμένων από το βίντεο πρόσθεσε άλλο ένα στοιχείο που ενίσχυε την
κερματισμένη εικόνα της επικοινωνίας, τα κερματισμένα αισθήματα αλλά και τη δυσκολία
εκλογίκευσης των πραγμάτων. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Άμλετ τα ‘χει χαμένα. Κολυμπά
σε λέξεις και δράσεις που του διαφεύγουν. Σύρεται και φέρεται. Αυτό πρέπει να
φανεί, να γίνει εικόνα. Το θέμα ειναι πόσο πλήρης ήταν η εικόνα που είδαμε.
Ερμηνείες
ΟΙ τρεις ηθοποιοί που επωμίστηκαν τους ρόλους (Νίκας-Γερτρούδη, Σπύρος
Χατζηαγγελάκης-Άμλετ και Νίκος Κουνέλης-Οφηλία), μολονότι κινήθηκαν και σήμαναν
με μέτρο και καθαρά μέσα, δεν μπορώ να πω ότι φώτισαν αρκετά τον αμλετικό
γρίφο. Εκτιμώ πως θα χρειαστεί να ιδωθεί ξανά, σε ορισμένα τουλάχιστον σημεία,
η συμπεριφορά των υποκριτικών τους όγκων, ώστε να αποκτήσουν μια πιο ευέλικτη
(και διαρκώς διαφεύγουσα) σκηνική παρουσία. Μου φάνηκαν οι λύσεις που δόθηκαν
κάπως περιορισμένες και χωρίς επαρκή επεξεργασία. Το ζητούμενο σ’ ένα δεύτερο
σχεδίασμα, θα πρέπει να είναι η μεγαλύτερη πύκνωση των σημείων, οι πιο
απρόβλεπτες επιλογές και οι λύσεις με τη μεγαλύτερη μεταμορφωτική δυναμική
(λίγότερο στατικές, δηλαδή) που να σχολιάζουν αμεσότερα και πιο αποκαλυπτικά τη
κυλυόμενη βάσανο του σεξπηρικού ήρωα.
Συμπέρασμα: μια πρώτη ανάγνωση με χρήσιμο υλικό για τη συνέχεια.
7 Απριλίου 2013