Η παραχώρηση του θεάτρoυ «Άνετον» σε «θεατρικές φωνές» της
Θεσσαλονίκης, τώρα στον δεύτερο χρόνο λειτουργίας της, έχει αποδειχτεί μια πολύ
ουσιαστική παρέμβαση της αντιδημαρχίας πολιτισμού στα εγχώρια πολιτιστικά
δρώμενα. Ο θεατρόφιλος έχει την ευκαιρία να δει και κρίνει πού βρισκόμαστε
θεατρικά και τι μέλλον προδιαγράφεται.
Εκείνο που έχω να παρατηρήσω, ως γενικό σχόλιο, είναι αυτό που λέω πάντα:
για να κάνουν τη διαφορά στα θεατρικά πράγματα (όχι μόνο της πόλης), δεν αρκεί
ο ενθουσιασμός. Πρέπει να δείξουν περισσότερη τόλμη, ευρηματικότητα, αλλά και
διάθεση να δουλέψουν σε επίπεδο εργαστηρίου, ώστε να διαμορφώσουν ένα δικό τους
ερευνητικό χώρο που θα τις αναδείξει ως κάτι ξεχωριστό.
Επίσης, πρέπει να γίνουν πιο εξωστρεφείς, να δοκιμαστούν και εκτός
Θεσσαλονίκης, μπροστά σ’ ένα εντελώς ξένο κοινό, όπως πρέπει να βρουν τρόπους
να συνεργαστούν με αντίστοιχες ομάδες και σκηνοθέτες όμορων χωρών, αν όντως
θέλουν να πετύχουν κάτι διαφορετικό. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ρίσκο. Αλλά χωρίς
ρίσκο, η κατακλείδα θα είναι πάντα μία από τα ίδια.
Ένα παιγνιώδες παραμύθι
Μετά το «Σ’ αυτόν τον τόπο όλες οι ιστορίες είναι αληθινές» και το
«Εσωτερικό», σειρά είχε τώρα το παραμύθι του Όσκαρ Γουάϊλντ, «Τα γενέθλια της
Ινφάντα», από την ομάδα «C for Circus»
(2008), η οποία τώρα τελευταία δείχνει μια ζωντάνια και κινητικότητα.
Η παράσταση που είδαμε στο «Άνετον» έχει ως επίκεντρο τη 12χρονη Ινφάντα, η
οποία ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλιά της. Όλοι της φέρνουν και από κάτι.
Αυτή ξεχωρίζει ένα νάνο που τη διασκεδάζει με τα τρελά χορευτικά του κόλπα, γι’
αυτό και του ζητά να χορέψει στο παλάτι μόνο γι’ αυτήν. Ο νάνος, καθώς πηγαίνει
να τη συναντήσει, μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο με καθρέφτες όπου βλέπει για πρώτη
φορά το τερατόμορφο σουλούπι του και τότε καταλαβαίνει γιατί όλοι γελάνε μαζί
του. Γνώση που σκοτώνει.
Το μήνυμα είναι μάλλον σαφές: ο νάνος μπορεί να μην εντυπωσιάζει εξωτερικά,
έχει όμως εσωτερική ομορφιά. Η πριγκίπισσα, από την άλλη, είναι όμορφη
εξωτερικά αλλά πολύ σκληρή εσωτερικά, σε σημείο να βλέπει τον νάνο μόνο ως
αντικείμενο προσωπικής της διασκέδασης. Ο Γουάιλντ προφανώς έγραψε το διήγημα
για να ειρωνευτεί αυτούς που έχουν όλα τα προνόμια.
Η παράσταση
Ήταν ενδιαφέρουσα η ιδέα του σκηνοθέτη (Σπύρου Χατζηαγγελάκη) να
χρησιμοποιήσει τους πέντες μασκοφόρους και επίδοξους ληστές σε ρόλο ηθοποιών,
ώστε να πολλαπλασιάσει τα επίπεδα της σκηνικής δράσης και, μαζί με αυτά, το
πλέγμα των σχέσεων ανάμεσα στο πραγματικό και το ιλουζιονιστικό (με την
ουσιαστική συνδρομή του καλού σκηνικού σχεδιάσματος της ομάδας «Πάνω Κάτω 7).
Οι ηθοποιοί (Γαβρέλας, Κοτταράκου, Παυλίδης, Ρουστάνη, Σφυρής) κινήθηκαν με σχετική
άνεση από τον έναν κόσμο του έργου στον άλλο, χωρίς να ερασιτεχνίζουν και να
νιαουρίζουν. Έπαιξαν όσο πιο φυσικά μπορούσαν
και το αποτέλεσμα ήταν μια συμπαθητική παράσταση μέσα στην παράσταση.
Εις τους πέντε δρόμους
Η ομάδα NoVAN, δημιουργήθηκε από τη Λένα Πετροπούλου
το 2009 και ασχολείται πιο πολύ με το μουσικό θέατρο, με κύρια χαρακτηριστικά
τον αυτοσχεδιασμό, το σωματικό θέατρο και τη συλλογική δημιουργία. Τελευταίο δείγμα δουλειάς, το «κωμικόν δράμα»
«Εις τους πέντε δρόμους», ένα όμορφα κεντημένο μελό με όλα τα αναγκαία
συστατικά του είδους: το φτωχόπαιδο που γυαλίζει παπούτσια για να τα φέρει
βόλτα, η αιώνια ταβέρνα-κέντρο διασκέδασης, εκεί όπου οι κοινωνιολόγοι βρίσκουν
ό,τι επιθυμούν για να σκιτσάρουν την
ψυχή και τη μαγκιά του νεοέλληνα, ο ιδιοκτήτης του κέντρου (βεβαίως μάγκας), ο Θανάσης,
που τυχαία περνά ένα πρωί, εν έτει 1947, από το κέντρο της Αθήνας, πέφτει επάνω
στο λουστράκο, ο οποίος τον κερδίζει με την τιμιότητά του (δεν θα μπορούσε να
είναι κάτι άλλο) και αυτός τον ανταμείβει δίνοντάς του δουλειά στο μαγαζί του, αρχικά ως
σερβιτόρος και μετά ως τραγουδιστής φίρμα. Εκεί πλέκεται και το αναγκαίο
ερωτικό ειδύλλιο, συνοδευόμενο και από την αναγκαία αποκάλυψη ενός μεγάλου
μυστικού (ο λουστράκος τελικά αποδεικνύεται γιος του).
Το θέαμα
Η Πετροπούλου, συγγραφέας και σκηνοθέτιδα, έδειξε καλά διαβασμένη. Με
εύστοχες επιλογές, άνοιξε ένα διάλογο με τη ρεμπέτικη μουσική βιβλιοθήκη, όχι
με σκοπό να περιπαίξει αλλά να παίξει με τους κωδικές της. Και έπαιξε το
παιχνίδι ωραία, πλέκοντας έναν γοητευτικό ιστό από όμορφα τραγούδια και
έξυπνους ατακαριστούς διαλόγους που συνάντησαν
ευήκοα ώτα στην πλατεία. Στέκομαι ειδικά σε ορισμένες επιλογές της, όπως
η τελευταία σκηνή πριν από το διάλειμμα, με την αργή κίνηση αποχώρησης, που
έπαιξε ωραία το λάιβ του θεάτρου με το slow motion της κινηματογραφικής
καμερας.
Όσο για τους ερμηνευτές, αρκετούς τους θυμάμαι σε μια ανάλογου ύφους
δουλειά στην «Ούγκα Κλάρα» (και εκεί μου άρεσαν). Πρώτη φορά, όμως, βλέπω τον
Γιώργο Δερνίκα και μόνον ενθαρρυντικά σχόλια έχω να κάνω. Έδειξε άνεση και
ταχύτητα στις μεταμορφώσεις του. Ο Νίκος Ταπλίδης, ο μάγκας της ρεμπετοπαρέας,
έπαιξε με πρότυπο μπόλικο Νίκο Φέρμα, λίγο Μίμη Φωτόπουλο και Μάνεση, αλλά και
με αναμνήσεις από την καμπούρα του καραγκιόζη (πιο πολύ η σωματική του συμπεριφορά).
Προβλέψιμος ως σκηνική φιγούρα, αλλά επικοινωνιακός και λιτός. Καλλιεργημένη
φωνή και καλή σκηνική χημεία από το ντουέτο Ζωή Κατσιλέρου και Πέτρο Μαλιάρα.
Με αισθητήριο και μπρίο η σταρ της νύχτας Μαρία Παπαγιαννάκη (ιδίως στο σημείο
όπου συγκρούεται με τον «απερίγραπτο» Θανάση—χάρμα). Μάρα Γαβριηλίδου και Ελένη
Νανούδη, καλά τοποθετημένες μέσα στο κάδρο. Οι δύο επί σκηνής μουσικοί
(Μπουρνάς και Χαραλαμπίδης) κράτησαν την ατμόσφαιρα σε σωστή θερμοκρασία
ρεμπετοταβέρνας.
23/03/2013