Ένα από τα βασικά ελλείμματα της θεατρικής Θεσσαλονίκης
εξακολουθεί να είναι η απουσία βιώσιμης και αξιόλογης εναλλακτικής σκηνής. Κατά
καιρούς εμφανίζεται κάποιο σχήμα με υποσχέσεις, το οποίο, στην καλύτερη
περίπτωση τα μαζεύει και φεύγει στην Αθήνα και, στη χειρότερη, κάθεται και
βολοδέρνει εδώ, σ’ ένα περιβάλλον χωρίς προοπτική.
Ποιος φταίει;
Πραγματικά δεν ξέρω πια τι φταίει σ’ αυτή την πόλη και
δεν στεριώνει η εναλλακτική σκηνή της. Κι όταν λέω εναλλακτική εννοώ μια σκηνή
μέσα από την οποία να βγαίνουν προτάσεις σοβαρές, ενημερωμένες, βεβαίως
ενοχλητικές και πρωτίστως ενδιαφέρουσες, προτάσεις που να ψάχνονται πέρα από
τους κώδικες του δραματικού θεάτρου, εκεί όπου το διονυσιακό παιχνίδι παίζεται
αλλιώς. Το «Fake Time”, στο ξενοδοχείο
Άριστον, για παράδειγμα, ήταν μια τέτοια πρόταση.
Σε μια εποχή δύσκολη, και κυρίως μια εποχή όπου η
τεχνολογία έχει αναλάβει το ρόλο της επικοινωνίας, το θέατρο πρέπει να
αναζητήσει νέα κανάλια επαφής με το κοινό. Η αναζήτηση της πραγματικότητας
επιβάλλει άλλα δρομολόγια, πιο άμεσα, πιο «εδώ και τώρα». Δεν αρκεί ο μύθος,
δεν αρκεί η αριστοτελική ποιητική, δεν αρκεί η σημειωτική. Από τη στιγμή που οι
σχέσεις κοινωνίας και δράματος έχουν διαταραχτεί, το θέατρο έχει ανάγκη από ένα
ανανεωμένο ερμηνευτικό και αισθητικό οπλοστάσιο για να τα βγάλει πέρα.
Η περφόρμανς
Αυτά σαν γενική παρατήρηση, για να περάσω στην kont-akt, της Σμαρώς
Πλατιώτη, μια ομάδα με σύγχρονες αγωνίες, όχι όμως και ανάλογες επιτελεστικές
λύσεις. Όπως τώρα, με τη «huMANIA” που
είδαμε στο θέατρο «Άνετον».
Με αφετρία τις «Βάκχες» του Ευριπίδη και τα κείμενα του
Πεσσόα, η Πλατιώτη σκηνοθέτησε μια περφόρμανς με στόχο να δείξει πώς ο άνθρωπος
αναγκάζεται ν’ αλλάζει ρόλους, φορώντας, κατά περίσταση, αλλοπρόσαλλα προσωπεία
και ρούχα που ναι μεν το βοηθούν να επιβιώσει, όμως τον κρατούν μακριά από τον
αυθεντικό του εαυτό. Ιδέα πολυφορεμένη μεν, αλλά ακόμη χρήσιμη, τουλάχιστο για
όποιον θέλει να δοκιμαστεί με την ίδια την οντολογία του θεάτρου (και της ζωής).
Εικαστικά η πρόταση της Λίζας Ψωμιάδου ήταν μια καλή
σκέψη, με στόχο τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου οι ηθοποιοί θα μπορούσαν
να επιδοθούν, με μεγαλύτερη άνεση, στο αέναο παιχνίδι των μεταμορφώσεων, εκείνο
το παιχνίδι που όσο το ασκείς τόσο πιο πολύ χάνεις τον εαυτό σου.
Η σκηνοθεσία της Πλατιώτη επιχείρησε να υφάνει ένα
σκηνικό μικρόκοσμο από κερματισμένα σώματα, αιωρούμενους λόγους, ημιτελείς
κινήσεις, ήχους και συμπεριφορές, όμως, κάπου δεν κατάφερε να δοκιμάσει τις
αντοχές των σημείων της, ώστε να δούμε αυτό τον κόσμο σαν να τον βλέπαμε για
πρώτη φορά. Άλλωστε, αυτός δεν είναι και ο στόχος τέτοιων σωματικών δοκιμασιών;
Η αποφλοίωση των σημείων, ώστε να φτάσουμε εκεί όπου δεν φτάνει το κοινωνικό
σώμα; Πού καταλήγω;
Η παράσταση
θα κέρδιζε σε εκτόπισμα εάν έβαζε κι εμάς τους θεατές, κατά κάποιον τρόπο, μέσα
στην εικόνα. Σ’ ένα θέαμα, όπου το θέμα είναι η κατασκευή εικόνων και
εαυτοτήτων, έπρεπε να προβληματίσει περισσότερο η παρουσία της πλατείας. Στην
αρχή κάτι πήγε να γίνει (με την αφηγήτρια ανάμεσά μας), όμως έμεινε ως απλή και
υποσχόμενη πρόθεση. Δεν είχε συνέχεια.
Η kont-akt είναι μια ομάδα που στηρίζεται από νέους
ανθρώπους που θα ‘πρεπε να γνωρίζουν πως το σύγχρονο θέατρο, δεν κάνει πια
πολιτική σ’ επίπεδο θεάματος αλλά πιο πολύ σ’ επίπεδο πρόσληψης του θεάματος.
Κι εδώ επιμένω ότι έχασε πολλούς πόντους η περφόρμανς. Δεν είχε να προσφέρει
εκείνη τη διαφορετική ματιά που ενεργοποιεί τις αισθήσεις.
Η Θεσσαλονίκη, το ξαναλέω, έχει ανάγκη από την παρουσία
καλών ομάδων σωματικού θεάτρου, με άποψη, με ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις και
λύσεις. Μακάρι να προκύψουν όλα αυτά μέσα από τη συγκεκριμένη ομάδα.
Τσούλες , μα τι τσούλες
Λοιπόν, για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Δεν έχω
απολύτως τίποτα με οποιαδήποτε διασκευή, ακόμη και σε μορφή μακελέματος ενός
έργου, εφόσον η σκηνική πρόταση που προκύπτει είναι καλή. Όταν, όμως, δεν
είναι, τότε όλα μου φταίνε. Όπως τώρα με τις ζενετικές «Δούλες» που έγιναν από
την πέννα της Φ. Βελκοπούλου, άκουσον άκουσον, «Τσούλες», και στη σκηνή του
στούντιο ‘Όρα» σκέτο νούλες.
Λυπάμαι που το λέω αυτό για νέους ανθρώπους, αλλά αυτό
που επέλεξαν να μας δείξουν δεν ήταν θέατρο. Σίγουρα το πόνεσαν, το πάλεψαν.
Αλλά με λάθος τρόπο και λάθος μέσα. Και χωρίς σωστή σκηνοθετική βοήθεια (από τη
Βελκοπούλου). Κάποιος έπρεπε να τους πει κάτι περί ορθοφωνίας. Περί σωστής
κίνησης. Περί σωματικού θεάτρου. Κάποιος έπρεπε να τους πει ότι τα δουλικά του
Ζενέ απαιτούν ειδική αντιμετώπιση.
Δεν είναι παίξε γέλασε.
Για τον Ζενέ το ψέμα δεν είναι «σαν κάτι» άλλο (που είναι
το θέατρο). Που πάει να πει ότι, όποιος θέλει να δοκιμαστεί με τα έργα του,
πρέπει να παίξει το παιχνίδι πέρα από τη σημειωτική, στον χώρο ενός αποδραματοποιημένου
κόσμου. Το υπογραμμίζω αυτό, γιατί στον Ζενέ δεν υπάρχει σύγκρουση, συνεπώς δεν
υπάρχει δράμα, όπως το γνωρίζουμε. Υπάρχει μόνο μια μόνιμη επιθυμία για την
απόλυτη ταύτιση με την ετερότητα.
Δεν είδαμε τίποτε από όλα αυτά. Είδαμε μόνο δύο πολύ όμορφα
κορίτσια (τη Λουκία Ορφανίδου κα την Αλεξία Φάλλα), να αναλώνονται άσκοπα στη
μικρή σκηνή του «Όρα», προσπαθώντας να πείσουν τον κόσμο ότι κάνουν θέατρο.
Συμπέρασμα: για να κάνεις καλό εναλλακτικό
θέατρο πρέπει να γνωρίζεις πολύ καλύτερα το μη εναλλακτικό. Διαφορετικά δεν
έχεις κανένα λόγο να μπεις σε περιπέτειες.
10 Μαρτίου 2013