Πολλοί υποστηρίζουν ότι, μολονότι βιώνουμε μια βαθιά
πολιτική και οικονομική κρίση, δεν βιώνουμε και μια αντίστοιχη άνθηση του
πολιτικού θεάτρου. Θα συμφωνήσω μαζί
τους, εάν σκέφτονται το πολιτικό με τους όρους του παλιού, του εργατικού, του
προλεταριακού, του αναρχικού, του στρατευμένου δράματος. Δηλαδή, με την
ανάμνηση εποχών ιδεολογικών βεβαιοτήτων ως προς το ποιος θα σώσει τον κόσμο, με
τον προοδευτικό
να προβάλλεται ως ο καθοδηγητής της εργατικής τάξης και τον
αντιδραστικό ως ο καταστροφέας. Μια τέτοια δραματουργία μας άφησε η γενιά της
μεταπολίτευσης. Μια δραματουργία η οποία περνούσε, σχεδόν υποχρεωτικά, μέσα από
τη στενωπό της τάξης και των ταξικών συγκρούσεων.
Η
αόρατη εξουσία
Έκτοτε ο ευρωπαϊκός (κι όχι μόνο) χάρτης έχει
αλλάξει πολύ, χωρίς ωστόσο να σημαίνει ότι έχουμε φτάσει στο τέλος του
πολιτικού (και της ιδεολογίας). Απλώς άλλαξε ο τρόπος έκφρασης και τα θέματα
που απασχολούν. Τώρα, πρώτο στην ατζέντα βρίσκεται το θέμα της πανταχού
παρούσας εξουσίας, η οποία, ακριβώς επειδή είναι πλέον αόρατη (ελέω υψηλής
τεχνολογίας και παγκοσμιοποίησης), δύσκολα αναπαριστάνεται σκηνικά και ακόμη
πιο δύσκολα ελέγχεται.
Παλιά αρκούσε ν’ ανεβάσεις στη σκηνή μια χούφτα
καταπιεσμένους εργάτες και να ισχυριστείς ότι κάνεις πολιτικό θέατρο. Που
μπορεί και να έκανες, μόνο που με τα σημερινά δεδομένα θα ήταν ένας πολύ
εύκολος τρόπος να το επιτύχεις, τη στιγμή που η κοινωνία είναι τόσο καλά
ενημερωμένη που μπορεί να το κάνει αυτό
πολύ καλύτερα από σένα. Είναι φυσικό, λοιπόν, ν’ απασχολεί περισσότερο η
ποιητική της αναπαράστασης και τελικής πρόσληψης, παρά το ίδιο το θέμα, που
φυσικά κουβαλά το ειδικό του βάρος, δεν καθορίζει όμως τη φυσιογνωμία του
εγχειρήματος.
Σε περιπτώσεις ομάδων όπως των Rimini Protokol, Forced Entertainment, She She Pop και DV8 --από κάποιες ξένες που μας έχουν επισκεφτεί--, αλλά
και οι Κανιγκούντα (παραπέμπω στην περφόρμανς τους «Πόλη-Κράτος»), Blitz (βλ. «Κατερίνη»), Vasistas (βλ. «Phobia”), Nova Melancholia (βλ. «Walter Benjamin”), μεταξύ ορισμένων δικών μας, η περφόρμανς
λειτουργεί αποσταθεροποιητικά σε σχέση με το θεσμοθετημένο, την «ψευδο-φύση»
για την οποία είχε μιλήσει ο Μπρεχτ.
Φλερτάροντας με το «ασύντακτο», μας ζητούν να το προσέξουμε, ν’ αφουγκραστούμε
τους κραδασμούς που προκαλεί η σκόπιμη «εκ-κέντρωση» των υλικών του. Εισάγοντας
το ανατρεπτικό και το καινούργιο στην τακτοποιημένη και τακτοποιούσα πρόσληψη,
προκαλούν ρήγμα στην προγραμματισμένη διαδικασία επικοινωνίας και αυτό είναι
πολιτικό, γιατί, όπως εξηγεί ο Λέμαν, πρόκειται για «αντί-δραση» κι όχι μια
«μη-δράση» ή απλή ανατροπή του θεσμοθετημένου.
Θέατρο
του καθημερινού
Πολλοί είναι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η απώλεια
του μύθου, σε συνδυασμό με την απουσία των γνώριμων επικοινωνιακών σχημάτων,
έχει ως αποτέλεσμα και την εξορία της ανθρώπινης εμπειρίας (και κατ΄ επέκταση
της πολιτικής σκέψης). Από μια άποψη έχουν δίκιο. Από την άλλη, εκείνο που δεν
βλέπουν είναι ότι το σύγχρονο θέατρο τα επαναφέρει όλα αυτά μ’ ένα δικό του
τρόπο πιο αντι-ιλουζιονιστικό, εντάσσοντάς τα στο πλαίσιο μιας εμπειρίας τού
«εδώ και τώρα».
Επίσης, πολλοί αντιδρούν στο γεγονός ότι το σημερινό
θέατρο ακουμπά επικίνδυνα στο καθημερινό
και το ασήμαντο, με κίνδυνο να καταλήξει κι αυτό να γίνει ασήμαντο. Που βεβαίως
ισχύει, όταν έχουμε να κάνουμε με ατάλαντους ή απλώς περαστικούς (που δεν είναι
λίγοι). Όταν, όμως, υπάρχει ταλέντο (και
πρωτίστως εργαστηριακή δοκιμασία), τότε η ευφυής διαχείριση του ασήμαντου μπορεί να προσφέρει μια νέα οπτική
στα συμβάντα της ζωής, φέρνοντας πιο κοντά, και με τρόπο ανοίκειο, τον
υποκειμενικό χρόνο και χώρο και τον ιστορικό.
Αποδραματοποίηση
Και κάτι άλλο. Ας μην ξεχνούμε ότι το δράμα και η
κοινωνία δυσκολεύονται πλέον να τα βρουν. Όπως επισημαίνει ο Λέμαν, δεν υπάρχει
πια δράμα στις συγκρούσεις ατόμων. Μια αντιπαράθεση δύο ηγετών στην τηλεόραση,
λ.χ., σπάνια κρύβει κάποιο προσωπικό δράμα. Κατά κανόνα κρύβει ένα δίκτυο
συμφερόντων «αόρατων» εξουσιαστικών μπλοκ. Υπ’ αυτή την έννοια, καταλήγει ο
Λέμαν, υπάρχει μια γενικότερη απο-δραματοποίηση, γιατί, για να έχεις δράμα,
χρειάζεσαι και μια κοινωνία με μια, έστω συμβολική, εσωτερική ενότητα (για να
φανεί έτσι και πόση δόση δράματος αντέχει).
Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, βιώνουμε τα συμπτώματα μιας
θεαματικής κοινωνίας που κατάφερε μέσα από τα μίντια να απο-δραματοποιήσει την
καθημερινότητά μας, διαχωρίζοντας το γεγονός από την πρόσληψή του. Είναι σαν να
σου λέει, κάτσε κει και μην κάνεις
τίποτα. Απλώς, κοίτα. Το ίδιο και στο θέατρο. Το μέγιστο που μπορούμε να
κάνουμε είναι να κοιτάμε. Και αυτή την εικόνα του παθητικού δέκτη και της
παθητικής αναπαραγωγής εικόνων είναι που επιχειρεί να ανατρέψει το σύγχρονο
πολιτικό θέατρο.
Για μια
νέα επικοινωνία
Οι νέοι καλλιτέχνες βλέπουν ότι, με τα δεδομένα των
πανίσχυρων μηχανισμών που αναπαράγουν διαρκώς πραγματικότητες, το θέατρο,
εφόσον θέλει να καταθέσει πολιτικό λόγο με κάποιο εκτόπισμα, πρέπει να
αναθεωρήσει τα συστατικά της επικοινωνιακής πολιτικής του, φέρνοντας θεατή και
ηθοποιό μέσα στον ίδιο τον μηχανισμό παραγωγής εικόνων, με στόχο πάντοτε την
κατά το δυνατό αποκατάσταση της διαταραγμένων σχέσεων προσωπικής εμπειρίας και
πρόσληψης. Για να γίνει αυτό αποτελεσματικά, απαιτείται γνώση των μυστικών της
θεατρικής επικοινωνίας, διαφορετικά θα καταλήξει να μοιάζει με αυτιστικό
ερασιτεχνικό γύμνασμα. Κάτι που δυστυχώς συμβαίνει πολύ συχνά, με αποτέλεσμα να
φεύγουμε στο τέλος εξοργισμένοι πιο πολύ με το ίδιο το καλλιτεχνικό γεγονός
παρά με τη ζωή όπως μας τη διαμορφώνουν οι «αόρατοι» άλλοι.
Συμπέρασμα: Για να
κάνει κανείς σωστό εναλλακτικό θέατρο, πρέπει πρώτα να γνωρίζει πολύ καλά το μη
εναλλακτικό, για να ξέρει τι ανατρέπει και γιατί.
3/03/2013