Στο θέατρο
«Αυλαία» παίζεται εδώ και μέρες το Κόκκινο, το έργο του Τζον Λόγκαν (γνωστός στο πλατύ κοινό από το σενάριο των
ταινιών Μονομάχος και Aviator), τον
οποίο πολλοί «κατηγόρησαν» ότι έκοψε και έραψε την ιστορία του ζωγράφου Ρόθκο,
ώστε να έρθει στα μέτρα ενός συγκεκριμένου μεσοαστικού κοινού (βλ. Γουέστ Εντ
και Μπρόντγουεϊ). Ίσως. Και, σε τελευταία ανάλυση, και τι έγινε;
Προσωπικά,
διόλου δεν μ’ ενοχλεί που το έργο χαϊδεύει λιγάκι τ’ αφτιά του κόσμου, δίνοντάς
του εκείνο που θέλει: την εικόνα του ασυμβίβαστου καλλιτέχνη. Το ίδιο δεν κάνει
και ο Τ. Γουίλιαμς, για παράδειγμα, και πάρα πολλοί άλλοι; Το θέμα είναι κατά
πόσο αυτό που κάνει το κάνει καλά. Και θα ΄λεγα πως, πλην ορισμένων εξαιρέσεων,
το κάνει μια χαρά.
Ποιο είναι το
θέμα του έργου;
Στο επίκεντρο του
στόρι βρίσκεται η ζωή του γνωστού Αμερικανού ζωγράφου, Ρόθκο, συμπιεσμένη σε
μια ιδιαίτερη χρονική στιγμή, το 1958-59, όταν η εταιρία Σέγκραμ του πρόσφερε το
σεβαστό, για την εποχή, ποσό των
35.000 δολαρίων, για να ζωγραφίσει τους τοίχους του πανάκριβου
νεοϋορκέζικου εστιατορίου Four Seasons. Προσφορά την οποία στην αρχή αποδέχεται,
στην πορεία, όμως, αναγκάζεται να αναθεωρήσει, όταν μπαίνει στο ατελιέ του, ως βοηθός και εν συνεχεία καταλύτης,
ένας νεαρός ζωγράφος ονόματι Κεν,
τον οποίον ο συγγραφέας βάζει στα δρώμενα ώστε να δημιουργήσει το αντίπαλο
δέος, τον αντίλογο και μέσα από αυτό τις αναγκαίες συγκρούσεις για να
προχωρήσει η ιστορία προς την έξοδο. Κάτι που τελικά γίνεται. Στην αρχή βέβαια
αργά, καθώς τα συνεχή, δικτατορικού τύπου, εγωκεντρικά λογύδρια του Ρόθκο, υπονομεύουν οποιαδήποτε εξέλιξη.
Για αρκετή ώρα δεν βλέπουμε και δεν ακούμε τίποτε πέρα από το παραφουσκωμένο
Εγώ του ζωγράφου, που δίνει διαρκώς
διαλέξεις, κοιτώντας το κοινό σαν ένας άλλος Μωϋσής έτοιμος να παραδώσει τις
δέκα εντολές. Καθώς, όμως, προχωρά η ιστορία οι απλοί χρωματισμοί (μαύρο-άσπρο)
στις σχέσεις αφεντικού-βοηθού,
γίνονται πιο σύνθετοι. Οι παρεμβάσεις του Κεν πληθαίνουν και βαθαίνουν τον
προβληματισμό που εγείρει το θέμα του έργου. Η πλέον αποκαλυπτική στιγμή του
υπόγειου ανταγωνισμού τους έρχεται όταν αρχίζουν να βάφουν, σαν υστερικοί, το
τεράστιο τελάρο που βρίσκεται στο
βάθος του ατελιέ. Εκεί τους βγαίνει όλη η αντιπαλότητα. Από κείνο το σημείο και
μετά ο Κεν ξεθαρρεύει, αντιμιλά, επιτίθεται, τοποθετεί ζητήματα. Κατηγορεί τον
Ρόθκο ότι ξεπουλιέται, σε σημείο να τον πείσει να επιστρέψει τα χρήματα και να
ακυρώσει τη συμφωνία με το εστιατόριο.
Η παράσταση
Απ’ ό,τι γνωρίζω,
η παράσταση στη Νέα Υόρκη κράτησε 140 λεπτά, εδώ περίπου 110. Ο Φασουλής, στο τιμόνι του σκηνοθέτη,
της έδωσε ταχύτητα, αν και νομίζω πως έκανε τον Ρόθκο κατά τι πιο συμπαθητικό
από ό,τι τον θέλει ο συγγραφέας του. Πάντως ήταν μια σκηνοθεσία μετρημένη, που
κράτησε την υφή, τη ροή και το νεύρο του ανταγωνιστικού διαλόγου: ατακαριστές ερωτήσεις
και αντίστοιχες απαντήσεις, σαν σε masterclass.
Στο ρόλο του ζωγράφου,
ο Φασουλής πάλεψε πολύ με τους δαίμονές του, το ταμπεραμέντο και τη μανιέρα του, ώστε να
αποστάξει τα καλά στοιχεία από έναν χαρακτήρα έξω από τις υποκριτικές του
προδιαγραφές. Και κατάφερε πολλά. Είχε εύστροφες και γρήγορες εναλλαγές που
πρόδιδαν καλή γνώση της δοσολογίας (και του θεάτρου, βεβαίως). Ήταν, ωστόσο,
και κάποιες στιγμές, κυρίως στις γελαστικές υποσημειώσεις του ρόλου, όπου
«φασούλιζε», κλειδωμένος σε μια άνετη μανιέρα, που ναι μεν ενίσχυε
την παρουσία του στην πλατεία, αποσυμπίεζε όμως την ατμόσφαιρα του
έργου και κατέβαζε την (αγγλοσαξονική) θερμοκρασία της.
Επιμένω πολύ στο πώς επιλέγει ένας
ηθοποιός να διαμορφώσει το σκηνικό πορτρέτο του συγκεκριμένου χαρακτήρα, γιατί απ’ αυτόν
εξαρτάται ο τρόπος που βλέπουμε την παράσταση. Να θυμίσω τη διόλου τυχαία πρώτη
ερώτηση που βάζει στο βοηθό του, μόλις αρχίζει το έργο: «Τι βλέπεις;». Για να
μας δώσει ο ίδιος την απάντηση, για
έναν πίνακα που δεν βλέπουμε. Εμμέσως πλην σαφώς, μας ζητά να
εκτιμήσουμε (εντελώς στα τυφλά) την υφή των σκέψεών του. Μας μετατρέπει,
δηλαδή, σε αξεσουάρ της εγωκεντρικής περφόρμανς του.
Ο βοηθός
Ο Οδυσσέας
Παπασπηλιόπουλος είναι το δραματικό πρόσωπο που κλήθηκε να διαχειριστεί, πέρα από τα ξεσπάσματα
του αφεντικού του, και το πιο αδύνατο κομμάτι του έργου, εκεί όπου βγαίνουν τα
προσωπικά του χαρακτήρα που υποδύεται, οι τραυματικές εμπειρίες και τα τέτοια.
Πολύ μπανάλ, πολύ προβλέψιμο, πολύ χάλια. Πολύ αλά Χόλιγουντ. Τι τα ήθελε όλα
αυτά, τα πολυφορεμένα πια, ο συγγραφέας; Εν πάση περιπτώσει, ο Παπασπηλιόπουλος
δεν έκανε πίσω. Τα διαχειρίστηκε με τη δέουσα προσοχή, ώστε να μην βγουν
δακρύβρεχτα. Ακόμη, να του αναγνωρίσουμε ότι δεν αρκέστηκε σε έναν Κεν απλό εργαλείο,
έτσι για να υπάρχει ως σκηνικό αγκωνάρι στον πρωταγωνιστή. Ο Κεν του, από ένα
σημείο και μετά, είχε και μυαλό και μπόι και εσωτερικές διακυμάνσεις. Εκτιμώ
πως στάθηκε δημιουργικά (κι όχι συμπληρωματικά) απέναντι στο Ρόθκο του Φασουλή και
το Φασουλή του Ρόθκο.
Η ψηλοτάβανη σκηνή
του «Αυλαία» βοήθησε τον Παντελιδάκη να κατακευάσει ένα απλό αλλά φιλόξενο
ατελιέ. Εύστοχοι οι φωτισμοί του Παυλόπουλου (ο Ρόθκο μισούσε το φυσικό φως). Η
κλασική μουσική, που συνόδευε μέρος της δράσης (επιμέλεια Φασουλή), λειτούργησε αντιστικτικά σε σχέση με τις
γεωμετρικές (και ενίοτε απλοϊκές) φόρμες της ζωγραφικής του Ρόθκο.
Συμπέρασμα: Μια
παράσταση με ορισμένες αδυναμίες στην αρχή, αλλά με αρκετές αρετές στη
συνέχεια.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
1/4/2012