Αν
υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει τη Χρύσα Καψούλη, είναι το ότι δεν το βάζει κάτω.
Από τότε που έφυγε από το ΚΘΒΕ και δημιούργησε τη δική της ομάδα DameBlanche, είναι πάντα παρούσα στα
δρώμενα του τόπου με παραστάσεις που ψάχνονται και ψάχνουν.
Δεν συμφωνώ με
πολλά απ’ αυτά που προτείνει όπως τα προτείνει. Ωστόσο, θα ήμουν άδικος εάν δεν
της αναγνώριζα το πείσμα και το δόσιμό της. Με ελάχιστα μέσα, το παλεύει,
άλλοτε εύστοχα κι άλλοτε όχι, όπως τώρα, ας πούμε, με τη «Λούλου Β’ Σχεδίασμα»,
όπου, ενώ είχε κάτι κατά νου, κάπου
χάθηκε, με αποτέλεσμα να βγει μια περφόρμανς-πρόταση θαμπή, χωρίς έρμα.
Η Λούλου, η σκηνοθεσία και ο
θεατής
Ομολογώ
πως μ’ άρεσε η ιδέα της να στήσει την παράσταση με τον θεατή στο μάτι του
κυκλώνα. Εισβάλλοντας στο προστατευμένο πεδίο του, ήταν προφανές πως ήθελε να
τον ξεβολέψει, να τον φέρει σε μια
κατάσταση αμηχανίας, σχεδόν άμυνας απέναντι στο λάγνο, τον έκφυλο και άπληστο
κόσμο της Λούλου. Σαν να τον προκαλούσε να ξανασκεφτεί πράγματα που ν’ αφορούν
το πώς βλέπει το θέατρο (και φυσικά τον κόσμο). Η χωρική διασπορά της δράσης,
βοήθησε στη δημιουργία πολυεστιακών
συνθηκών θέασης, όπου πρυτάνευε το κερματισμένο σύμπαν σωμάτων, λόγων
και ιστοριών. Πουθενά κάποια συμπαγής αφήγηση. Πουθενά η λογική της
κλειδαρότρυπας. Ως θεατές, η σκηνοθεσία μας ήθελε διαρκώς παντού και πουθενά,
και εντός και εκτός της ιστορίας, και θεατές και συντελεστές, και δρώντα σώματα
και πάσχοντα, θύτες και θύματα. Και καλά
έκανε. Μόνο που άλλο οι βαθύτερες προθέσεις κι άλλο οι εκτελέσεις. Γιατί στην πράξη πολλά απ΄ αυτά που είδαμε (και βιώσαμε) έμοιαζαν με μπουκωμένες αυτιστικές ασκήσεις που αναλώνονταν δεξιά και αριστερά επάνω σε αρμούς που έτριζαν επικίνδυνα. Κάτι που έχει καταντήσει πια σχεδόν κανόνας, τουλάχιστον στον χώρο του εναλλακτικού θεάτρου, όπου εννέα στις δέκα περιπτώσεις μας παρουσιάζουν μια δαιδαλώδη επιφάνεια, υποτίθεται ως άποψη, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται πιο πολύ για σύμπτωμα της αδυναμίας ή δυσκολίας ή σύγχυσης των καλλιτεχνών να φωτίσουν ή να εκλογικεύσουν ή να τιθασεύσουν τις όποιες ανοίκειες τοποθετήσεις τους. Και για να το ξεκαθαρίσω αυτό: Φωτίζω δεν σημαίνει απλουστεύω. Δε σημαίνει ισοπεδώνω. Σημαίνει, κάνω το δύσκολο κατανοητό και κάνοντάς το κατανοητό δείχνω, παράλληλα, και το βάθος της σκέψης μου (και συνεπώς πείθω και ως προς τις προθέσεις μου και ως προς τις μεθοδεύσεις μου).
έκανε. Μόνο που άλλο οι βαθύτερες προθέσεις κι άλλο οι εκτελέσεις. Γιατί στην πράξη πολλά απ΄ αυτά που είδαμε (και βιώσαμε) έμοιαζαν με μπουκωμένες αυτιστικές ασκήσεις που αναλώνονταν δεξιά και αριστερά επάνω σε αρμούς που έτριζαν επικίνδυνα. Κάτι που έχει καταντήσει πια σχεδόν κανόνας, τουλάχιστον στον χώρο του εναλλακτικού θεάτρου, όπου εννέα στις δέκα περιπτώσεις μας παρουσιάζουν μια δαιδαλώδη επιφάνεια, υποτίθεται ως άποψη, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται πιο πολύ για σύμπτωμα της αδυναμίας ή δυσκολίας ή σύγχυσης των καλλιτεχνών να φωτίσουν ή να εκλογικεύσουν ή να τιθασεύσουν τις όποιες ανοίκειες τοποθετήσεις τους. Και για να το ξεκαθαρίσω αυτό: Φωτίζω δεν σημαίνει απλουστεύω. Δε σημαίνει ισοπεδώνω. Σημαίνει, κάνω το δύσκολο κατανοητό και κάνοντάς το κατανοητό δείχνω, παράλληλα, και το βάθος της σκέψης μου (και συνεπώς πείθω και ως προς τις προθέσεις μου και ως προς τις μεθοδεύσεις μου).
Ενστάσεις
Εκεί
είναι και οι βασικές μου ενστάσεις με την περφόρμανς της Καψούλη στο Μακεδονικό
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Δεν φώτισε επαρκώς τα θεατρικά της ευρήματα και,
κυρίως, δεν αιτιολόγησε την επιλογή τους σκηνικά, με αποτέλεσμα να συσκοτιστούν
και τα επικοινωνιακά της δρομολόγια. Ακόμη και τα άτομα εκείνα που ενδεχομένως
διάβασαν ή έτυχε να δουν στη σκηνή το έργο του Βέντεκιντ (είμαι κι εγώ ένας απ΄
αυτούς), ήταν πολύ δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, να παρακολουθήσουν. Ως θεατές
είχαμε ανάγκη, πέρα από τις εικόνες, και από κάποιες διευκρινιστικές λεζάντες,
κάτι που να λειτουργεί δίκην πλοηγού ώστε να γίνουμε κι εμείς συνοδοιπόροι, όπως υποθέτω
φιλοδοξούσε να πετύχει η μετακίνησή μας σε τρεις διαφορετικούς χώρους τους
Μουσείου. Όπως μας παραδόθηκε η δις πειραγμένη «Λούλου», φάνταζε
ακαταλαβίστικος γρίφος που πραγματικά δεν ξέρω σε ποιους απευθύνονταν.
Όσο
για τους ηθοποιούς (σύνολο επτά —τεράστιος αριθμός πια με τα σημερινά
δεδομένα), εγκλιματισμένοι στη σκηνοθετική γραμμή, κινήθηκαν, σχετικά άνετα,
ανάμεσα στον εξπρεσιονισμό, τον μπρεχτισμό και το σωματικό θέατρο. Οι γυναίκες
της παράστασης διαμέλισαν τη Λούλου και την παρέδωσαν η μια στην άλλη,
απαγορεύοντας έτσι τη ταύτιση του θεατή με τα δρώμενα. Ιδέα που τη βρήκα καλή
και σκηνικά με δυνατότητες, όμως ανεπαρκώς εκτελεσμένη.
Αναγκαίο «κακό»
Μπορεί
να έφυγα με πάμπολλες επιφυλάξεις γι’ αυτό που είδα, ωστόσο, εξακολουθώ να
πιστεύω στη χρησιμότητα των ανοίκειων δοκιμασιών, επειδή είμαι της άποψης που
λέει ότι η τέχνη προοδεύει μόνο μέσα από συνεχείς ρήξεις και αμφισβητήσεις. Ο
μεσαίος δρόμος (της σιγουριάς και της ασφάλειας) δεν οδηγεί πουθενά.
Βέβαια,
θα μου πει κάποιος, ποια είναι η χρησιμότητα της τέχνης όταν αφορά ελάχιστους;
Ε, πώς να το κάνουμε, δεν μπορεί το θέατρο, στο σύνολό του, να υπηρετεί τις
μάζες. Οι μάζες ας πάνε σ’ αυτά που προορίζονται γι’ αυτές. Δεν χάθηκε ο
κόσμος. Αλλοίμονο αν άρεσαν σ’ όλους τα ίδια πράγματα. Και να πω και το άλλο
για να τελειώνουμε. Αν δεν ήταν οι πειραματικές ομάδες, το θέατρο του
κατεστημένου θα είχε προ πολλού μουχλιάσει. Γιατί απλούστατα, από τη στιγμή που
το ίδιο δεν έχει την πολυτέλεια να πειραματιστεί, από φόβο μήπως διώξει τον
κόσμο από το ταμείο, αφήνει τους άλλους να φάνε το κεφάλι τους και μετά
υφαρπάζει ό,τι βολεύει και ό,τι είναι πιο σίγουρο. Πάντα έτσι γινότανε.
Κατακλείδα
Γι’
αυτό και επαναλαμβάνω ως κατακλείδα εκείνο που είχα πει και πιο παλιά για το
συγκεκριμένο Μουσείο: πολύ σοφά πράττει και γίνεται φιλόξενη εστία και του
ανοίκειου λόγου. Είδαμε πού μας έφερε ο οικείος λόγος (πολιτικών, πνευματικών
ανθρώπων, καλλιτεχνών της αρπαχτής και δε συμμαζεύεται). Καιρός για κάτι άλλο,
κάπου αλλού. Προτιμότερο το ρίσκο του άγνωστου παρά η σιγουριά του γνωστού.
Τουλάχιστον το άγνωστο εγκυμονεί υποσχέσεις. Και γι’ αυτές τις πιθανές (έστω
και ελάχιστες) υποσχέσεις αξίζει να προσπαθεί κανείς.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
8/4/2012