Είδα το «Γράμμα σ’ ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ» της
Οριάνα Φαλάτσι στο θέατρο «Αυλαία» που, όσο περνά ο καιρός, μπαίνει όλο και πιο
δυναμικά στο θεατρικό τοπίο της πόλης. Απόδειξη η αθρόα προσέλευση του κόσμου
και, μάλιστα, σε παραστάσεις που δεν θα τις ονόμαζα κοινώς εμπορικές, μολονότι
στις δύο τελευταίες που είδαμε έπαιξε κάποιο ρόλο και η τηλεοπτική περσόνα των
πρωταγωνιστών. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που έχει σημασία είναι το αποτέλεσμα.
Για τον Άρη Σερβετάλη τα είπαμε σε προηγούμενο σχόλιό μας. Λίγα λόγια τώρα για
το έργο της Φαλάτσι για να συνεννοηθούμε.
Η ιστορία
Πρόκειται για μια ιστορία σχετικά απλή, γραμμένη στην
καρδιά μιας ανήσυχης περιόδου (1975), τότε που η ιταλίδα δημοσιογράφος είχε
γνωρίσει τον Αλέκο Παναγούλη, τον ερωτεύτηκε και έζησε μαζί του στη Ρώμη μέχρι
το θάνατό του. Κατά τη διάρκεια της σχέσης της έμεινε έγκυος, όμως αναγκάστηκε
να διακόψει την κύηση, εμπειρία που θα της δώσει ιδέες για να γράψει το έργο
που συζητούμε εδώ.
Ακτιβίστρια και δυναμική γυναίκα η ίδια, ήταν σχεδόν
αυτονόητο ότι θα την απασχολούσαν θέματα που βρίσκονταν ψηλά στην ατζέντα των
φεμινιστριών της εποχής της, όπως η βία κατά των γυναικών, o γάμος, η οικιακή ζωή, το γυναικείο
σώμα, οι εργασιακές σχέσεις, η γυναικεία επιθυμία, οι σχέσεις εξουσίας, η
διαμόρφωση των έμφυλων ρόλων κ.λπ.
Βλέποντας το έργο με τη ματιά του σύγχρονου θεατή, έχω
την αίσθηση πως το βασικό πρόβλημά του είναι η στερεοποιημένη εκδοχή της «παρ’
ολίγον» μάνας. Ως καλλιτεχνική σύλληψη, δεν έχει την απαιτούμενη ευκαμψία ώστε
να διολισθαίνει με άνεση από τη μια ψυχοσυνασθηματική κατάσταση στην άλλη.
Φορτωμένη τα κλισέ ενός συγκεκριμένου, μοδάτου (τότε), ριζοσπαστικού λόγου,
αναλαμβάνει να γίνει ο κουβαλητής του λόγου των άλλων, παρά ο εκφραστής του
προσωπικού της λόγου. Με άλλα λόγια, η δημιουργός της τη φτιάχνει ώστε να υπηρετήσει έναν «πολιτικά ορθό» λόγο, που τότε μπορεί να προσέκρουε σε
ευήκοα ώτα, όμως, για ένα σημερινό δέκτη, φαντάζει πια ξεπερασμένος. Η
γυναικεία γραφή έχει προ πολλού εγκαταλείψει τις ριζοσπαστικές της αγκυλώσεις
και έχει στραφεί σε άλλα θέματα. Τη λογική του μαύρου/άσπρου την έχει
αντικαταστήσει ένας λόγος πιο ευρύχωρος, πιο δημοκρατικός, λιγότερο οργισμένος
και ιδεολογικά πιο υποψιασμένος. Με αυτή την έννοια, βρήκα το «Γράμμα» της
Φαλάτσι κιτρινισμένο από τον χρόνο.
Συντελεστές
Τώρα, για να το επιλέξει ο Μάνος Πετούσης και να το
προτείνει στο θέατρο «Αυλαία», προφανώς κάτι του βρήκε που το συγκίνησε. Και
αυτό φάνηκε στον τρόπο που το σκηνοθέτησε. Άφησε το λόγο να βγει ολοστρόγγυλος
προς τα έξω, χωρίς ιδιαίτερες επεμβάσεις. Θα μου πείτε, είναι κακό αυτό;
Βεβαίως, όχι, ωστόσο είναι καιρός πια να καταλάβουν όσοι δοκιμάζονται με τον
μονόλογο ότι έχουν αλλάξει και οι σκηνικές προοπτικές και η αισθητική του
συγκεκριμένου είδους και, προφανώς, οι απαιτήσεις του κοινού. Έχουμε δει τόσους
μονολόγους, που δεν αρκεί πλέον μια απλώς «μετρημένη» ή «προσεκτική» σκηνοθεσία
για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Προσωπικά με κουράζουν οι μονόλογοι που δεν
έχουν φαντασία, τόλμη, ευρήματα, κάποιες φρέσκες προτάσεις. Αν είναι να πάω να
«ακούσω» το έργο, μπορώ και να το διαβάσω στο σπίτι μου. Εκτός κι αν αυτός που
αναλαμβάνει να το «διαβάσει» ξεχωρίζει. Και απ’ αυτή την άποψη η Ζέτα Δούκα,
που ανέλαβε αυτό το βαρύ φορτίο, δεν ξεχωρίζει, παρόλο που πάλαιψε φιλότιμα να
δαμάσει τόσο τους «δαίμονες» του έργου όσο και τις «σειρήνες» της τηλεόρασης.
Μπροστά σε ένα λάιβ κοινό έδειχνε αμήχανη, τουλάχιστο στο πρώτο εικοσάλεπτο.
Στην πορεία χαλάρωσε, ανέβασε κάπως τους τόνους και τη θερμοκρασία και
επιχείρησε να κερδίσει τον κόσμο, με κύριο όπλο τη συγκίνηση. Δικαίωμα τόσο
δικό της όσο και της σκηνοθεσίας να παίξουν αυτό το χαρτί.
Οι ενστάσεις
Έχω, ωστόσο, ενστάσεις όταν εκβιάζονται συναισθήματα για
να κερδίζονται εντυπώσεις. Σε ορισμένες στιγμές, το όλο θέαμα μύριζε έντονα
τηλεοπτικό μελό, που φλερτάριζε απροκάλυπτα με την ηθογραφία. Η κάμερα μόνον
έλειπε για να μας δώσει σε close up το πονεμένο
πρόσωπό της. Δεν φωτίζεις τις όποιες δυνατότητες έχει το κείμενο ανοίγοντας
συγκινησιακές λεωφόρους. Δεν βλέπεις βαθύτερα. Το αντίθετο. Όσο μεγαλύτερη η
συγκίνηση, τόσο λιγότερη η σκέψη. Πόσο μάλλον όταν έχεις να κάνεις με το έργο μιας δηλωμένης αριστερής, η οποία,
υποθέτω, πως θα καλωσόριζε, σε όλη αυτή τη διαδικασία, κάτι αλλιώτικο. Ας
πούμε, μια αύρα μπρεχτικού παραξενίσματος, ώστε να προσγειωθούν πιο άμεσα οι
κοινωνικοπολιτικοί και έμφυλοι προβληματισμοί της. Όπως διαχειρίστηκαν τον λόγο
της οι συντελεστές της παράστασης, αποσυμπίεσαν τις ουσιαστικές του αλήθειες.
Και να προσθέσω και κάτι άλλο για να τελειώνουμε: ένας
βασικός στόχος της τότε πρωτοφεμινιστικής γραφής ήταν να ξεβολέψει τον δέκτη
(εννοείται τον άνδρα), να τον κάνει να «μην νιώθει σαν στο σπίτι του», ώστε να
αλλάξει και η ιδεολογία του βλέμματός του, καθώς και ο τρόπος κατανόησης του
κόσμου. Στην παράσταση που είδαμε έγινε ακριβώς το αντίθετο. Η σκηνοθεσία,
λανθασμένα εκτιμώ, άφησε την
επιφάνεια του κειμένου να γίνει η
παράσταση και αγνόησε το πολιτικό κείμενο από κάτω, που θα μπορούσε να
λειτουργήσει και ως
κυματοθραύστης, αναχαιτίζοντας τη ροπή προς το μελό.
Τα καλύτερα έχω να πω για τους φωτισμούς του Ανδρέα
Μπέλη. Χάρμα. Ζέσταναν την ατμόσφαιρα και εξωτερίκευσαν τις λεπτομέρειες της
αφήγησης. Διακριτικές οι μουσικές σφήνες του Χριστιανάκη.
Συμπέρασμα: μια παράσταση που συγκινεί χωρίς να
προβληματίζει.
Αγγελιοφόρος της Κυριακής
11/3/2012